Γέροντας Βασίλειος Ἰβηρίτης
Ἄκουσα μιὰ ὁμιλία γιὰ τὴ βυζαντινὴ ἱστορία, τὴ θεολογία καὶ
τὴ ζωὴ ἐκείνης τῆς ἐποχῆς. Ἔκανε λόγο γιὰ τὶς περιπέτειες τῶν βυζαντινῶν μελετῶν
καὶ γιὰ τὸ πῶς ἀντιμετωπίστηκε τὸ Βυζάντιο ἀπὸ πολλούς.
Μιὰ στιγμὴ μίλησε λίγο γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Εἶπε ὅτι ἐκεῖ ζῆ ἕνας
ὁλόκληρος κόσμος ποὺ κατάγεται ἀπὸ τὴ βυζαντινὴ ἐποχή.
Αὐτὸ μὲ συγκίνησε βαθιά. Εἶπε κάτι ἐλάχιστο· καὶ δὲν εἶπε
τίποτε ἐπιπόλαιο. Εἶπε κάτι καὶ σιώπησε.
Μέσα μου ἀναστήθηκε ὅλο τὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅσιο, φωτεινὸ καὶ ἀνοιχτὸ
νὰ μᾶς δέχεται ὅλους μὲ τὸν τρόπο του. Καὶ νὰ στέλνη τὴν εὐλογία του σὲ ὅλο τὸν
κόσμο μὲ τὴ ζωή του.
Δηλαδὴ αὐτὴ ἡ σύντομη ἀποστροφὴ μοῦ θύμισε ὅλη τὴν ἱστορία τῶν
τελευταίων δεκαετιῶν ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ γιορτάστηκε ἡ χιλιετηρίδα τῆς Μεγίστης
Λαύρας (1963).
Τότε κάτι ψάχναμε. Κάτι ζητούσαμε. Κάποιες πόρτες
κτυπούσαμε.
Ἡ ἀναζήτησι καὶ ἡ περιπλάνησι μᾶς ἔφερε καὶ στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἦταν
κάτι ἀπόμακρο, περιφρονημένο καὶ ὑπὸ κατάρρευσι. Ἀλλὰ ἔσωζε τὴν ἀλήθεια τῶν
λόγων τοῦ Πικιώνη, ὅτι τὸ κλασικὸ κτίσμα ἔχει ὡραῖα ἐρείπια.
Ἀπὸ τὸ φθειρόμενο Ὄρος διέκρινες νὰ ἀναδύεται μιὰ εὐωδία οὐράνια
καὶ μιὰ μυστικὴ παρουσία ποὺ δὲν παρέρχεται. Μιλᾶ ἤρεμα καὶ ξεκάθαρα στὴν ψυχὴ
τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὰ σοβαρὰ καὶ ἀΐδια· ὄχι γιὰ τὰ πρόσκαιρα καὶ ἐφήμερα.
Ἐπὶ πολλὲς δεκαετίες εἴχαμε περιφρονήσει τὸ Ἅγιον Ὄρος. Τὸ
θεωρήσαμε κάτι ξεπερασμένο. Γι' αὐτὸ εἶχε βγῆ ἀπὸ τὸ πρόγραμμα τῶν σπουδῶν καὶ
τῆς ζωῆς μας.
Ὅταν ὅμως τὸ πλησιάσαμε, ἄρχισε νὰ μᾶς μιλᾶ ἀτέλειωτα ἐν σιγῇ
καὶ νὰ λέη τὴν ἀλήθεια ποὺ δὲν εἴχαμε ἀκούσει. Βρήκαμε κάτι ἤρεμο ποὺ μᾶς
συγκλόνισε· καὶ μιὰ αἴγλη ἄδυτη, ἕνα δυναμισμὸ κεκρυμμένο, μιὰ ἐπανάστασι ποὺ
ξεπερνᾶ τὴν ἐπανάστασι καὶ φτάνει στὴν Ἀνάστασι. Χαρίζει τὴν ἀνάπαυσι τοῦ
Πνεύματος. Αὐτὴ ἡ ἀνάπαυσι ἔρχεται ἀπὸ μακρυὰ καὶ ἀπευθύνεται στοὺς
μακρινούς.
Τὸ Ἅγιον Ὄρος, τὸ ἄφωνο καὶ περιφρονημένο, τὸ ζήσαμε ὡς τὴν
ψυχὴ τοῦ Βυζαντίου. Μᾶς δίδαξε αὐτὸ ποὺ πολλοὶ θέλησαν νὰ μᾶς κρύψουν (ἴσως
γιατὶ τὸ ἀγνοοῦσαν). Ὅτι ὑπάρχει ζωὴ ποὺ ξεπερνᾶ τὸ θάνατο. Κατακλύζεσαι ἀπὸ αἰωνιότητα.
Νοιώθεις ὅτι αὐτοὶ ποὺ θέλουν νὰ σὲ θάψουν, σοῦ κάνουν καλό.
Ἡ μεγάλη ἐπανάστασι γίνεται ἐν σιγῇ ἀσταμάτητα. Τὸ ἀληθινὸ τιμᾶται
περιφρονούμενο. Τὸ δίκαιο δικαιώνεται ἀδικούμενο. Ἡ ζωὴ ἀνίσταται ἐκ τοῦ τάφου,
σταυρουμένη καὶ θαπτομένη. Δὲν παραπονιέσαι γιὰ τίποτε. Εὐγνωμονεῖς γιὰ ὅλα.
Ζῶντας ἐδῶ σπουδάζεις ἱστορία, ἀνθρωπολογία, θεολογία καὶ τὸ
ξεπέρασμά τους.
Χαίρεσαι τὴν περιφρόνησι. Τὰ ἀνθρώπινα καλὰ λόγια λένε
ψέματα. Μένεις ἐδῶ καὶ ἐπισκέπτεσαι τὴν οἰκουμένη.
Γνωρίζεις τὴν Πόλι, τὴν Βασιλεύουσα τοῦ μαρτυρίου καὶ τῆς ἀδύτου
δόξης.
Πολλοὶ πονοῦν ἀνθρώπινα γιὰ τὴ σημερινὴ κατάστασι καὶ κλαῖνε.
Ἄλλοι χαίρονται καὶ λένε: νὰ λείψουν καὶ οἱ λίγοι Ρωμηοὶ ποὺ βρίσκονται στὴν
Πόλι γιὰ νὰ τελειώση αὐτὸς ὁ μῦθος.
Ἀπὸ ἐδῶ (τὸν κόσμο τῶν ἐσχάτων) τὰ πλησιάζεις διαφορετικά. Δὲν
ἐξαντλεῖται ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς ἱστορίας μέσα σ' αὐτά ποὺ βλέπεις καὶ
παρατηρεῖς. Νοιώθεις ὅτι τὸ μυστήριο τῆς ζωῆς ἀρχίζει ἀπὸ τὸ ἄναρχο καὶ
κατευθύνεται στὸ ἀτελεύτητο. Μέσα στὴ Θεία Λειτουργία ἀνοίγονται ἄλλοι ὁρίζοντες.
Μέσα στὴν ἱερουργία τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, ποὺ καταλήγει στὴν ἔκρηξι τῆς Ἀναστάσεως,
ζῆς ἀσχολίαστα τὸ πέρασμα ὅλης τῆς ἱστορίας: τὴν τραγωδία τῶν συμφορῶν τῆς ἀνθρωπότητος·
τὴ χαρὰ ποὺ γεννᾶται ἀπὸ τὸν πόνο καὶ τὴ ζωὴ ποὺ ἀνασταίνεται ἀπὸ τὸν Τάφο. Τὸ
μήνυμα ποὺ ἀπευθύνεται σὲ ὅλους εἶναι: ὁ θάνατος τεθανάτωται. Καὶ νεκρὸς οὐδεὶς
ἐπὶ μνήματος. Ἄλλος δεσπόζει τῶν ἐπουρανίων καὶ τῶν ἐπιγείων.
Καὶ ἡ ἱστορία συνεχίζεται. Ὁ Ἀναστημένος Χριστὸς κυκλοφορεῖ ἀκατάπαυστα
σὲ ὁλόκληρο τὸν κόσμο.
Δὲν εἶναι ποιός κρατᾶ τὴν Ἁγία Σοφιὰ κλειστὴ ἀλλὰ ποιός τὴ
βλέπει ἀενάως λειτουργοῦσα ὑπὲρ τῆς οἰκουμένης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου