21.44΄30΄΄26/10/2015
Καθόμουνα στῆς θάλασσας, τό μπλέ της περιγιάλι
καί τό ἡλιοβασίλεμα, ἀγνάντευα στό βάθος,
μέ μάτι πού τό χάιδευε, ὁ ἄνεμος καί κυάλι,
δέν κράταγα στό χέρι μου, μἄχα στό βλέμμα πάθος.
Καί πάσχιζα στό πέλαγος, ἐκεῖ πού ὅλα σμίγουν,
Οὐράνια γῆ καί θάλασσες, νά δῶ τά κύματά του
καί σάν ἀνταύγειες ἔβλεπα, Παράδεισους ν’ ἀνοίγουν,
τίς πύλες τίς αἰώνιες τους, νά μποῦν τά βήματά σου.
Ἐκεῖνα πού ξυπόλητα, κορόιδευαν τά «πρέπει»,
τά στεῖρα καί τά ἤθη τους, πού κρύβαν τήν λαγνεία
καί δαχτυλοδοχτούμενη, ἀνθρώπων καθώς πρέπει,
σέ εἶχαν… μά δέν σ’ ἔνοιαζε, ἐσύ ‘χες ἀγωνία,
μονάχα γιά τά ὄνειρα, τά φύλλα καί τά δέντρα,
τά πλάσματα τοῦ δάσους σου καί τίς ἀκρογιαλιές σου.
Μιλοῦσες μέ τούς ἄνεμους καί ἤσουνα ἀφέντρα,
τῆς θάλασσας π’ ἀγάπαγες καί μές τίς ἀγκαλιές σου,
τήν θήλαζες τόν ἔρωτα, ἐκεῖνο τῆς ψυχῆς σου,
τό κῦμα της στόν κόρφο σου, κρατῶντας τραγουδοῦσες
καί κείνη μαγευότανε, στόν ἦχο τῆς φωνῆς σου.
Καί χόρευες στ’ ἀστέρια της, τίς νύχτες πού μεθοῦσες,
μ’ ἀγάπης τά ἀρώματα καί μέ γυμνά τά πόδια,
σάν Μούσα σάν νεράιδα, ἱέρεια μυστήρια,
σκαρφάλωνες στά ξώκκλησα, -δέν ἤτανε ἐμπόδια-,
γιά σένανε τά βράχια τους, θαρρεῖς ἐξιλαστήρια,
τῆς μάνας γῆς τά ἔνοιωθες, ὡς πήγαινες ν’ ἀνάψεις,
μπροστά στά εἰκονίσματα, μονάχη τά καντήλια.
Καί τίς γωνιές τους δίνανε, οἱ ξαστεριές νά κλάψεις,
νά λυτρωθεῖς σάν ἤθελες, σάν χάνονταν τά δείλια.
Κι ἤσουνα μόνο θάλασσα, γυναῖκα μελωδία,
μιά ἄυλη ὑπόσταση, ἀέρας δίχως σάρκα,
μεταξωτή (ά)στερόσκονη, πελάγους εὐωδία,
μιά γοητεία πού ‘βγαινε, μόνη στ’ ἀστέρια τσάρκα.
Καί κάθε πού ξημέρωνε, γινόταν ἀκρογιάλια
κι ἀνάσες μέ ἀρώματα καί μύριες καλημέρες,
κοχύλια κι ἄμμος, βότσαλα, πολύχρωμα κοράλλια
καί νότες πού μελώδιζαν, μεθῶντας τούς ἀγέρες.
Γ.Μ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου