«…Ήταν από διάφορες οικογένειες. Άλλοι από πιστούς γονείς, που τους βάπτισαν όταν ήταν μικροί. Άλλοι από φτωχές οικογένειες, άλλοι από προβληματικές οικογένειες και αλκοολικούς γονείς. Μερικοί ήταν ήρεμοι και πολύ πιστοί, άλλοι ήταν αδιάφοροι, ανυπάκουοι, άμυαλοι. Μπορεί αυτοί οι άνθρωποι να ήταν διαφορετικοί μεταξύ τους. Όμως έτσι το έφερε η ζωή και αυτοί έγιναν ψάλτες. Δημιούργησαν τη χορωδία κι έψαλλαν ωραία, κατανυκτικά, και χαίρονταν οι πιστοί που τους άκουγαν.
Ήταν μια πολύ καλή χορωδία, αλλά είχαν ένα μειονέκτημα. Έψαλλαν τα ίδια μαθήματα, τις ίδιες μελωδίες. Όταν τους πλησίαζε κανείς και τους έλεγε να ψάλλουν κάτι διαφορετικό και τους εξηγούσαν ότι η εκκλησιαστική μουσική έχει μία πλούσια παράδοση και υπάρχουν πάρα πολλά μουσικά μέλη, οι ψάλτες σώπαιναν.
Αυτοί λοιπόν οι ψάλτες με τις ωραίες φωνές και έχοντας έμφυτο το μουσικό ταλέντο, δεν ήξεραν και δεν μπορούσαν να διαβάζουν νότες, γιατί ήταν όλοι τους τυφλοί. Άλλοι έτσι γεννήθηκαν, άλλοι τυφλώθηκαν από κάποιο ατύχημα ή αρρώστια. Έψαλλαν λοιπόν τις ίδιες μελωδίες. Καταλάβαιναν ότι έπρεπε να ψάλλουν κάτι διαφορετικό, αλλά πώς;
Σε πολλές εκκλησίες τους καλούσαν. Τους άκουγαν, τους επαινούσαν, τους ευχαριστούσαν, αλλά δεν τους ξανακαλούσαν. Δεν ήταν μόνο η ίδια μελωδία που έψαλλαν, αλλά δεν μπορούσαν να γνωρίζουν και όλους τους ψαλμούς ή τα τροπάρια απ’ έξω. Επίσης, δεν ήταν εύκολο να συγχρονιστούν με τον ιερέα. Για έναν ψάλτη είναι π.χ. εύκολο, όταν ακούσει από τον ιερέα την κατάληξη «και νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων», να πει το «Αμήν». Δεν είναι όμως εύκολο για τον τυφλό. Για τον ψάλτη που έχει όραση υπάρχει το χέρι του μαέστρου που θα τον καθοδηγήσει. Όταν όμως ένας άνθρωπος ζει στο σκοτάδι, πώς θα δει το χέρι του μαέστρου;
Υπάρχει όμως και η ακοή. Ο τυφλός έχει ανεπτυγμένη ακοή, όσφρηση και αφή. Ένας μικρός ήχος μπορεί να αντικαταστήσει το χέρι του χοράρχη.
Αυτούς τους ανθρώπους βρήκε στο ναό των Εισοδίων ο π. Παύλος (1). Μ’ αυτούς έπρεπε να συνεργαστεί και να τους βοηθήσει. Τις πρώτες δύο δεκαετίες της σοβιετικής εξουσίας, με τους τρομερούς διωγμούς και τις συνεχείς καταστροφές των ναών, οι εκκλησιαστικές ακολουθίες γίνονταν πάντα μέσα σε ατμόσφαιρα φόβου και αγωνίας. Κάθε στιγμή θα μπορούσαν να μπουν οι άθεοι στο ναό, να συλλάβουν τον ιερέα, τους ψάλτες, τους νεωκόρους και όποιον πιστό έβρισκαν. Ήταν πολύ επικίνδυνο να μπεις τότε στην εκκλησία. Οι μυστικοί πράκτορες παρακολουθούσαν, σε κατέγραφαν στη λίστα. Και μόνο μπαίνοντας στο ναό για ν’ ανάψεις ένα κερί θεωρείτο ότι ήσουν ανυπάκουος στο καθεστώς. Οι ψάλτες και ο χοράρχης χαρακτηρίζονταν αντίπαλοι της σοβιετικής εξουσίας. Δεν ήταν παράξενο που τις περισσότερες φορές τις ακολουθίες τις τελούσε μόνος του ο ιερέας. Όλοι τον θεωρούσαν πια καταδικασμένο.
Οι τυφλοί πίστευαν ότι δεν θα τους θεωρούσαν εχθρούς του καθεστώτος. Γι’ αυτό έψαλλαν με θάρρος, χωρίς φόβο. Ο π. Παύλος με πολλή όρεξη άρχισε να κάνει πρόβες μαζί τους και να τους εκπαιδεύει. Τους άκουσε και κατάλαβε τα αδύνατα σημεία τους. προσπάθησε να τους μάθει διάφορα μουσικά μαθήματα, αλλά όχι δύσκολα. Το πρόβλημα ήταν πάντα ο συγχρονισμός, ο ρυθμός. Στις πρόβες ο π. Παύλος κτυπούσε το τραπέζι με το χέρι του, δίνοντας το ρυθμό. Όταν σταματούσε, έχαναν το ρυθμό και η μελωδία καταστρεφόταν. Χρειαζόταν κάτι να τους προσανατολίζει. Ένας θόρυβος απαλός, αλλά ταυτόχρονα να ακούγεται καθαρά.
Κάποια μέρα ένας από τους τυφλούς πρότεινε να κτυπάνε ένα άδειο κουτί από σπίρτα. Αυτό το κουτάκι, όταν το κτυπάς, βγάζει έναν ήχο πολύ σιγανό, αλλά η ευαίσθητη ακοή των τυφλών τον συνελάμβανε, ενώ οι υπόλοιποι που βρίσκονταν στον ναό δεν τον άκουγαν σχεδόν καθόλου. Έτσι λοιπόν βρήκαν τη λύση με αυτό το απλό κουτάκι.
Σε πολλούς ναούς οι χορωδίες διαλύονταν είτε από έλλειψη χρημάτων είτε από το φόβο των συλλήψεων (2). Η τέλεση των ακολουθιών γινόταν προβληματική. Λίγοι ψάλτες αψηφούσαν τον κίνδυνο και βοηθούσαν τον ιερέα. Μόνο αυτή η ομάδα των τυφλών ψαλτών, που κρατούσαν ο ένας τον άλλον από το χέρι, συνέχιζε να έρχεται στο ναό, προχωρώντας με το μπαστουνάκι των τυφλών. Έψαλλαν με αφοσίωση και η απόδοσή τους, με τη βοήθεια του π. Παύλου, βελτιωνόταν. Είχαν αποκτήσει κι ένα ιδιαίτερο τρόπο ψαλμωδίας, μία απόχρωση κάπως θλιμμένη, ακόμη και όταν έψαλλαν το «Χριστός Ανέστη».
Φαίνεται ότι η τύφλωση τους εμπόδιζε να βλέπουν τη φρίκη γύρω τους. Δεν τους εμπόδιζε όμως από τη γνώση. Απομακρυσμένοι οπτικά από τη σκληρή πραγματικότητα, κτυπώντας το άδειο σπιρτόκουτο, προσεύχονταν με πίστη κι ελπίδα για ν’ ανοίξουν τα μάτια τους, αλλά και τα μάτια όλου του κόσμου, που ξαφνικά τυφλώθηκε. Και περίμεναν κι αυτοί οι τυφλοί ότι θα γίνει κάποτε και γι’ αυτούς ό,τι και με τον τυφλό του Ευαγγελίου. Περίμεναν ν’ ακούσουν τα παρήγορα λόγια του Ιησού Χριστού: «Ύπαγε, η πίστις σου σέσωκέ σε» (κατά Μάρκον, 10, 52)».
(1) Ο π. Παύλος Ανσίμωφ γεννήθηκε το 1891 στο Αστραχάν της Ρωσίας. Σπούδασε στη Θεολογική Ακαδημία του Καζάν. Ήταν έγγαμος, πατέρας 4 παιδιών. Εργάστηκε σε διάφορες ενορίες στην περιοχή Κρασνοντάρ και στη Μόσχα. Κατά τη περίοδο των διωγμών συνελήφθη τέσσερις φορές, φυλακίστηκε και βασανίστηκε. Στις 21 Νοεμβρίου 1937 εκτελέστηκε στο Μπούτοβο της Μόσχας μαζί με άλλους ιερείς συγκρατουμένους του. Το 2005 η Ρωσική Εκκλησία διακήρυξε την αγιότητά του. Η μνήμη του τιμάται στις 21 Νοεμβρίου.
(2) «Οι νύχτες στη Μόσχα, αλλά και παντού, ήταν εφιαλτικές. Όλοι όσοι είχαν σχέση με το παλιό καθεστώς, ή παρέμειναν πιστοί στην Εκκλησία, περίμεναν ανά πάσα στιγμή κάποια επίθεση ή σύλληψη. Αγαπημένες ώρες των διωκτών ήταν οι νυκτερινές. Οι μάρτυρες ζούσαν τις στιγμές της νύκτας της Γεθσημανή. Τα λόγια του Χριστού σα να αντηχούσαν στα αυτιά τους: «Αύτη εστίν υμών η ώρα και η εξουσία του σκότους» (κατά Λουκάν, 22, 53).Πολλοί υποψήφιοι για τη σύλληψη είχαν έτοιμα τα λιγοστά πράγματα που θα έπαιρναν μαζί τους. Ο πασίγνωστος πρωτοδιάκονος της Μόσχας, ο Χολμαγκόρωφ, ένας πανύψηλος και πανέμορφος νέος με κόκκινα μαλλιά και γένια, με ωραιότατη φωνή, πήγαινε στις ακολουθίες με έτοιμο το βαλιτσάκι. Μέσα η γυναίκα του είχε βάλει το Ευαγγέλιο, λίγα παξιμάδια, εσώρουχα, κάλτσες. Δεν ήξερε αν θα ξαναγυρίσει σπίτι του ή θα βρεθεί στη φυλακή, στο στρατόπεδο (συγκέντρωσης), στην εξορία».
πηγή:Από το βιβλίο «Εχθρός του λαού» Γεωργίου Π. Ανσίμωφ, εκδ. Αρχονταρίκι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου