Ἡ μοναξιὰ μὲ πλακώνει. Αἰσθάνομαι ὃτι ἔχω ἀπομακρυνθεῖ
κι ἀποξενωθεῖ. Χάνω πατέρα, μητέρα, ἀδελφό, συγγενεῖς, φίλους. Κάθε φροντίδα
στοργῆς καὶ φίλτρου ἀπὸ μέσα μου ἀφαιρεῖται. Ὅλοι εἶναι μακριά μου μὲ τοὺς
καημούς τους ποὺ ἀπέβαλα. Τοὺς προσπέρασα καὶ τοὺς ἄφησα. Εἶμαι μονάχος χωρὶς
δεσμὸ μὲ τίποτα, δὲν μπορῶ νὰ πλησιάσω κανέναν, ν’ ἀγγίξω κανέναν. Τὰ χέρια μου
εἶναι παράλυτα. Βλέπω τὴν κακία ποὺ μ’ ἔχει πλημμυρίσει. Κατάντησε ἡ ἐγωιστική
μου ὑπόσταση ἀνάξια, ἀνίσχυρη καὶ ἐλεεινή. Δὲν ξέρω ποιὸ δρόμο ν’ ἀκολουθήσω.
Δεν ξέρω ποιὰ σκάλα ν’ ἀνέβω. Συναισθάνομαι τὴν ἔννοια τῆς ἁμαρτίας, ποὺ τόσο τὴν
κορόιδεψα, ὡς προσβολὴ ἀπέναντι στὸν ἑαυτό μου. Ἀπέναντι στὸ ἀθάνατο μέγεθός
μου ποὺ ἀντιπροσωπεύω. Θέλω νὰ στραφῶ πρὸς τὰ χριστιανικὰ κείμενα τὰ
περιφρονημένα. Διαβάζω τὸ ἐξομολογητάριο, τοὺς κανόνες ποὺ εἶναι ἀναγκαῖοι,
προκειμένου νὰ κερδίσει ἡ ψυχὴ τὴ γαλήνη. Εἶναι ἁμαρτία ότι έστρεψα το πρόσωπό
μου και είδα. Αμαρτία ὅτι ἔστρεψα τὸ πρόσωπό μου καὶ εἶδα. Ἁμαρτία ὅτι πρόσεξα
τὸ ἔνδυμα. Ὅτι πόθησα τὸ σῶμα. Ὅτι φίλησα τὸ δέρμα. Ἁμαρτία τὸ ἄγγιγμα. Ἁμαρτία
ἡ κατοχή. Ἁμαρτία ἡ ἀπόκτηση. Ἁμαρτία ποὺ κινήθηκα καὶ ἔδρασα, ποὺ
συλλογίστηκα, ποὺ ἀποφάσισα. Ἀποχή εἶναι ἡ ὁδὸς τῆς ἐλευθερίας ποὺ σοὺ ἐπιτρέπει
τὴν ἀντίληψη τῆς ἀπόλυτης ὑπόστασης. Συμφωνεῖ μὲ τὴν παρουσία τοῦ κοινοῦ καὶ ἁπανταχοῦ
Χριστοῦ μέσα μας. Πόση χαρὰ κι εὐδαιμονία αὐτὴ ἡ ἄρνηση τῶν ἐγκοσμίων, ὁ
θάνατος. Ἡ ἀπ’ ἐδῶ γεύση καὶ αἴσθηση τοῦ μετέπειτα θανάτου ποὺ μᾶς δίνεται.
Γυμνός, μόνος μ’ ἕνα τεφρὸ κουρέλι γύρω στὴν ὀσφύ, κυρτός, γυρτός, σκυμμένος.
Οι κνῆμες, τὰ λιπόσαρκα ὀστά τῶν κνημῶν, τοῦ μηροῦ, δὲν μποροῦν νὰ μὲ βαστάξουν
ὄρθιο. Δὲν μίλησα ποὺ μοὺ στρέβλωσαν νὰ σπάσουν τὸ πόδι. Κάθουμαι. Τὰ γόνατά
μου ἀκουμποῦν τὸ πηγούνι. Τὸ στήθος μου συμπιέζεται. Σχηματίζει λεκάνη. Λάρνακα
ὅπου ἐτάφη κάθε ἐλπίδα ἀτομικὴ τῆς ἰδιοσυγκρασίας. Τὸ λάξευμα, τὸ ἄνοιγμα τοῦ
βράχου κλείνουν κοιτάσματα μετάλλων ἀνεκμετάλλευτα, πυκνές, σκοτεινές, βαθιές,
φλέβες. Ἀπάνω σὲ μιὰ κολόνα ἀρχαία, κορινθιακὴ μὲ φύλλα ἀκάνθης. Σὲ ὕψος συνεχῶς
ἀπὸ τὴ γῆς ἀφιστάμενο περισσότερο. Δώδεκα, δεκαοχτώ, εἴκοσι πέντε καὶ τριάντα
οκτὼ μετρήματα εἰς ὕψος ἀπομονωμένος. Στὴν καρδιὰ τῆς κυριαρχίας τῶν ἀνέμων. Στὰ
κλαδιὰ μὲ τὰ φυλλώματα δέντρου ὕψηλοῦ. Στὴν κορυφή, ἐξομοιούμενος μὲ τὰ πουλιὰ
ποὺ χτίζουν μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς τὴ φωλιά τους, ἀντιπροσωπεύω τὸν ὀρθὸ λόγο,
τὸν ἐκ τοῦ Χριστοῦ εἰς τὸν κόσμο, παράδειγμα. Μοῦ ’δωκαν ραβδισμοὺς μέχρι αἱματώσεως.
Μὲ μαστίγιο ἀπὸ δέρμα βοδιοῦ, ταύρου. Μὲ μαστίγιο ἀπὸ λουρίδες χαλκωματένιες μὲ
κόμπους. Μὲ γύμνωσαν. Μὲ ἅπλωσαν γυμνὸ ἀπάνω σὲ κοφτερὲς πέτρες. Ἀπάνω σὲ
κρεβάτι μὲ ὄρθια μπηγμένα καρφιά. Μὲ κρέμασαν κατακέφαλα, ἀνάποδα ἀπὸ τὰ σκέλη.
Μὲ ἀνασκολόπισαν. Μὲ προσήλωσαν σὲ ξύλα χιαστί, μὲ τὸ κεφάλι κάτω. Στὸν τροχὸ
μοῦ ἐκτεῖναν τὸ σῶμα. Τὰ μέλη ἐξαρθρώνονταν. Μοῦ ἀπέκοψαν τὰ μέλη. Αὐτιά, μύτη,
γλώσσα, γεννητικὰ μόρια. Μοῦ κολόβωσαν ἀπὸ τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια τὸ κορμί. Ἀφαίρεσαν
καὶ ρίξαν σ’ ἕναν ὀχετὸ τὸ δέρμα τοῦ σώματος. Μὲ ἅπλωσαν ἀπάνω σὲ φωτιά. Σὲ πυρὰ
ἀπὸ κάρβουνα ὅπου σφυρηλατιέται τὶ ἀτσάλι. Ρίξαν μέσα στ’ αὐτιά μου ζεματιστὸ
λάδι. Στὰ μάτια μου λιωμένο μολύβι. Στὸ στόμα μου κράμα ἀπὸ πίσσα καὶ
σιδηρόσκονη, λιωμένα στὴν φωτιά. Μ’ ἔβαλαν μέσα σὲ τομάρι γιδίσιο, μαζὶ μὲ
πίσσα καὶ νέφτι. Μὲ ἄναψαν νὰ φωτίσω τοὺς δρόμους. Μ’ ἔριξαν βορὰ στὰ θηρία. Μοῦ
ἀπέκοψαν τὸ κεφάλι. Ὑπόμεινα πάντα. Πάντοτε νίκησα. Στὴν ἐρημιά, τὴ νίκη τοῦ
πνεύματος ἐκπροσωπῶ. Κατανοῶ τὴν ἄσπορη σύλληψη. Τὴ γέννηση ἀπὸ τὴν παρθενικὴ τῆς
ἀσπίλου νηδύ. Τὴν αὔξηση. Τὴν πρόωρη ἀπὸ παιδὶ σοφία. Τὴν ἀνοικτή, στὰ παιδιά,
τὴν ἀγκαλιά. Τὴν καταδίκη τῶν φημιζόμενων σοφῶν, ὑπὸ τοῦ βαπτισθέντος στὰ
νάματα τοῦ ποταμοῦ σώματος. Ἀνεδέχθη τὸ σῶμα ὁ μοναχὸς ποὺ ὕψωνε τὴν φωνή του
στὴν ἔρημο. Τρεφόταν μὲ ἀκρίδες καὶ μέλι. Ἡ διδασκαλία ἐν παραβολαῖς καὶ ὁμιλίαις.
Ἐπιστοποιήθη διὰ τῶν θαυμάτων. Ἀνάσταση νεκρῶν. Ἰάσεις ἀσθενῶν. Χορτασμὸς
πεινασμένων. Ἡ ἐνσάρκωσή του προσφορὰ παραδειγματίζουσα. Ὑπόμεινε καταδιωγμοὺς
καὶ μαρτύρια. Προσευχήθηκε. Ἀκάνθινο στεφάνι φόρεσε και πορφύρα ἐμπαιγμοῦ. Ἀνέβηκε
στὸν Γολγοθᾶ. Στὸ Σταυρὸ προσηλώθηκε καὶ πληγὴ στὰ νεφρὰ δέχτηκε. Ἐτάφη σὲ τάφο
σφραγισμένο μὲ βούλα, ποὺ φρουρὰ ἀπὸ στρατιῶτες φύλαγε. Ἡ βαριὰ πλάκα κυλίστηκε
ἀπὸ τὸν Ἄγγελο, ποὺ σὲ σχήμα ἐφήβου λαμπροῦ, μὲ τὸ πρόσωπο ἀπαστράπτον ἦρθε καὶ
κάθισε δεξιά, γιὰ νὰ δείξει πὼς ὁ τάφος ἧταν κενός, μὲ μόνο τ’ ἀπορριγμένα σάβανα, στοὺς ἀνθρώπους ποὺ θά
’ρχονταν νὰ προσκυνήσουν. «Οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλ’ ἐγήγερται». Γιατὶ χωρὶς ἀνάγκη
βοήθειας σὲ πρόσκομμα ὑλικό, ἡ Ἀνάσταση γίνηκε μοναχιά της. Οἱ πύλες τοῦ Ἅδη ἔσπασαν.
Ἄνοιξαν, ξέφυγαν οἱ μεντεσέδες. Τὰ καρφιὰ ποὺ κρατοῦσαν τὰ πορτόφυλλα,
κατέπεσαν καὶ πατήθηκαν διὰ τοῦ Σταυροῦ. Ἐξήγειρε κι ἀνήγειρε τοὺς προγόνους τοῦ
Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα, ὁ Χριστὸς ἐκ τοῦ τάφου. Δύναμη, πλοῦτος, ἰσχύς, βασιλεία ἐγκόσμια,
στὴν ἀλήθεια ποὺ ἐννοῶ ἀκουμποῦν καὶ στηρίζονται. Στέκουν οἱ βασιλεῖς, ἀκοῦν τὰ
παραγγέλματα, ὑπακούουν, σκύβουν, ταπεινώνονται μπροστὰ στὸ Θεοφόρο ἄνθρωπο.
Γονυπετοῦν. Σηκώνουν πόλεμο. Στρατιὲς μάχονται γιὰ τὴν κατοχὴ τῆς Ὁσίας κεφαλῆς,
λευκασμένων ὀστῶν. Ἐγκαταλείπουν ἀνάκτορα, ἱερὰ παλάτια, τῆν ἐγκόσμια αἴγλη καὶ
λαμπηδόνα. Γόνοι ἐκλεκτοὶ φεύγουν. Ἀπὸ τύψη αὐτοτιμωροῦνται. Κατάγυμνοι ἀναχωροῦν
στὴν ἔρημο. Κατάσκοποι, προσεύχονται. Κάνουν μετάνοιες σαράντα κι ἐκατό.
Διδάσκονται. Τὴν ὥρα ποὺ γεύονται ξερὸ κομμάτι ψωμὶ βρεγμένο σὲ ξύδι, ὁμολογοῦν
ὅτι οὐδέποτε δοκίμασαν τέτοια ἀμβροσία. Οὐδέποτε ἔφαγαν μὲ περισσότερη εὐδαιμονία
καὶ χαρά. Ἐλπίζουν ὅτι εἶναι κοντὰ νὰ γνωρίσουν, νὰ δοῦν τὴν ἁπανταχοῦ τοῦ
Χριστοῦ παρουσία. Αὐτὸς εἶναι παντοτινή τους προσευχή. Καταφεύγουν στὰ ἡσυχαστήρια.
Ἐπιζητοῦν τὴν ὄψη τοῦ ἀκτίστου φωτός, τὴ θαυμαστὴ παρουσία τοῦ πνεύματος. Σεισμὸς
ἃς συγκλονίζει τὴ γῆ καὶ ἃς πέφτουν ἀπάνω τους πέτρες ἀπὸ τὰ κτίσματα.
Θαυμάζουν ἕνα χρυσὸ πουλί, ποὺ ὁλοένα σὲ κλωνάρι χαμηλότερο κατεβαίνοντας, σιμά
τους κελαηδεῖ στὸ δέντρο. Ἀνοίγουν τὰ πολυποίκιλτα μἐ χρώματα φτερά.
Πληροφορούνται γιὰ τὴν αἰωνιότητα τῆς ὕπαρξης. Ἐπιστρέφουν στὸ κελί τους ἀφοῦ
κατὰ τὸ διάστημα θαυμασμοῦ μεσολάβησαν ἐκατὸ καὶ πλέον ἔτη. Βρίσκονται μεταξὺ ἄλλων.
Τὰ παιδιὰ τῶν παιδιῶν τῶν ἄλλων, ποὺ ὑπῆρξαν πρὶν.
Νίκος Γαβριὴλ Πεντζίκης, Ο ΠΕΘΑΜΕΝΟΣ ΚΑΙ Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ, ΑΓΡΑ 1982
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου