του Άρη Δαβαράκη
του Άρη Δαβαράκη
του Άρη Δαβαράκη
Η μητέρα μου,
αν και γεννημένη στην Αλεξάνδρεια από ένα ζευγάρι πολύ ερωτευμένων
Κερκυραίων, τον Διονύση και την Δήμητρα, που μεταναστεύσανε για να
ξεκινήσουνε μια καινούργια ζωή εκεί, στην κοσμοπολίτικη απέναντι όχθη
της Μεσογείου, δήλωνε όποτε της δινόταν η ευκαιρία: «Εγώ είμαι βέρα
Κερκυραία». Το «βέρα» από μικρό παιδί το είχα πιάσει ότι σήμαινε «100%» ή
«Αληθινή» ή «Εντελώς Κερκυραία». Και (διατί να το κρύψωμεν άλλωστε;)
μεγάλωσα πάρα πολύ ευχαριστημένος που είχα μια μαμά «βέρα Κερκυραία».
Στο μυαλό μου η Κέρκυρα είχε πάρει από νωρίς μυθικές διαστάσεις, ειδικά
εκείνη η πλατεία η μεγάλη που την λέγανε «Σπλιανάδα» και παίζανε, λέει,
οι ορχήστρες κλασσική μουσική και βαλς του Στράους για να χορεύουν οι
Κερκυραίοι και να ακούνε και να ευφραίνονται. Τους φανταζόμουνα όλους
τους Κερκυραίους σαν μια ράτσα πολύ διαφορετική, να χορεύουν όλους τους
χορούς, να ξέρουν απ’ έξω όλες τις όπερες και τις οπερέτες σαν τον
παππού-Διονύση, να ερωτεύονται τρελά και να «βουρλίζονται», να μιλάνε
πέντε γλώσσες ο καθένας και να ντύνονται πολύ κομψά, με καπέλα και
λουστρίνια, κρατώντας ακριβά μπαστούνια και ομπρελίνα, ακόμα και με
κρινολίνα και γκέτες στα παπούτσια. Είχα δει και το «Σίσσυ, η πονεμένη
αυτοκράτειρα» με την Ρόμυ Σνάϊντερ και η «βέρα Κερκυραία» με είχε
ενημερώσει ότι αυτό το μικρό ωραίο παλάτι όπου περνούσε τις στεναχώριες
της η πανέμορφη Σίσσυ το λέγανε «Mon Repos» και –πού ήτανε; - στην
Κέρκυρα βέβαια. Που αλλού θα μπορούσε να ήτανε;Για τον άγιο Σπυρίδωνα όμως δεν μου είχε πει τίποτε η Ιωάννα, ποιος ξέρει γιατί. Δεν ήταν και πάρα πολύ της εκκλησίας. Απ’ όσο θυμάμαι στον Επιτάφιο και την Ανάσταση πηγαίναμε και σε γάμους και βαφτίσια αλλά τα «Δόξα τω Θεώ», τα «Παναγία μου» και «Χριστούλη μου» ήτανε στο καθημερινό μας λεξιλόγιο. Η γιαγιά η Δήμητρα έλεγε επιπλέον και «ο Ιησούς Χριστός νικά κι’ όλα τα κακά σκορπά» άμα ερχότανε καμιά δυσάρεστη είδηση ή με άκουγε να βρίζω και να μιλάω άσχημα. Και στο σπίτι της γιαγιάς στην Mazarita υπήρχαν και εικονίσματα που είχαν έρθει από την Κέρκυρα. Ένα από αυτά, με ασημένιο «πουκάμισο», έδειχνε τους τρείς αγίους που «κοιμόντουσαν» : Τον άγιο Διονύσιο που προστατεύει την Ζάκυνθο, τον άγιο Γεράσιμο που προστατεύει την Κεφαλονιά και τον άγιο Σπυρίδωνα που προστατεύει την Κέρκυρα. Ευτυχώς, παρα τις αλλεπάλληλες μετακομίσεις και τις μεγάλες περιπέτειες που μεσολάβησαν από τότε μέχρι τώρα, αυτό το εικόνισμα το έχω ακόμα.
Κάποια στιγμή, κάποιο καλοκαίρι, πήγαμε με οικογενειακούς φίλους στην Κέρκυρα για Πάσχα και μείναμε σ’ ένα ξενοδοχείο με bungalows αλλά δεν θυμάμαι και πολλά – την Σπλιανάδα μόνο που μου έκανε τεράστια εντύπωση γιατί δεν είχα ξαναδεί ποτέ τόσο μεγάλη και ωραία πλατεία. Ούτε τότε συναντηθήκαμε με τον άγιο Σπυρίδωνα, ίσως να πήγαμε ν’ ανάψουμε κεράκι αλλά δεν το θυμάμαι. Φεύγαμε πια σιγά-σιγά από την Αλεξάνδρεια και το 64 μετακομίσαμε μόνιμα πια στην Αθήνα, αλλά ενώ κάναμε πολλές εκδρομές με το «Taunus» σε όλη την Ελλάδα με τα ωραία « Ξενία» της, στην Κέρκυρα δεν θυμάμαι να ξαναπήγαμε.
Εγώ ξαναβρέθηκα εκεί για τους «Αγώνες Τραγουδιού της Κέρκυρας» με την παρέα που είχε μαζέψει στο «Τρίτο Πρόγραμμα» ο Μάνος Χατζιδάκις. Ήμουν πιά 27, δεν ζούσε ούτε η Ιωάννα ούτε ο Μιχάλης, ο πατέρας μου, και παρουσίαζα τους «Αγώνες» με μπλου-τζην και Adidas, ενώ συμμετείχα και στο διαγωνιστικό μέρος με το τραγούδι «Για να σ’ ακουμπώ στον ώμο» σε μουσική Τάσου Μελετόπουλου, στίχους δικούς μου και ερμηνεία της Τάνιας Τσανακλίδου. Ξαναπήγα και την δεύτερη χρονιά για τους Β’ «Αγώνες» - αλλά και πάλι δεν συναντηθήκαμε με τον άγιο. Είχα αλλού το μυαλό μου. Στο μεταξύ είχε εγκατασταθεί στο νησί ο ξάδερφός μου ο Γιώργος με την γυναίκα του την Φραντσέσκα και φτιάχνανε εκεί τη ζωή τους, το καινούργιο τους σπίτι, τις δουλειές τους. Έτσι, χάρη στον Γιώργο που ήταν πια ο πιο κοντινός μου συγγενής (από τη μεριά του μπαμπά μου όμως, καμία σχέση «αίματος» με την Κέρκυρα) άρχισα να πηγαίνω όλο και πιο συχνά όσο περνούσανε τα χρόνια και, βέβαια, κάθε φορά φρόντιζα να λειτουργηθώ στον άγιο Σπυρίδωνα και να μεταλάβω και να προσευχηθώ για όλους και για όλα, τα ζωντανά και τα πεθαμένα μου (που ήτανε πια πολλά).
Έτσι αναπτύξαμε μια σχέση πολύ θερμή ο άγιος Σπυρίδωνας κι’ εγώ και, έχω να το λέω, δεν υπάρχει πράγμα (μέσα στα λογικά πλαίσια μιλάμε τώρα) που να του έχω ζητήσει και να μην με βοήθησε. Γίναμε πάρα πολύ φίλοι - και με συγκίνησε πολύ το 1989 όταν μπήκα στον Ευαγγελισμό του θανατά με οξεία αιμορραγική παγκρεατίτιδα στις 12 Σεπτεμβρίου και μου έδωσε εξιτήριο ο άγιος τρείς μήνες αργότερα, ανήμερα της γιορτής του, στις 12 Δεκεμβρίου. Δεν το ξεχνάω αυτό. Δεν γίνεται. Γιατί ήθελα πολύ να ζήσω και είχα ελάχιστες πιθανότητες και όταν παρακαλούσα τις νύχτες τους αγγέλους της Ιεράς Μονής Ασωμάτων Πετράκη που είναι δίπλα στο νοσοκομείο (γιόρταζε και ο πατέρας μου του Αρχαγγέλου Μιχαήλ) ταξίδευα νοερά μέχρι την Κέρκυρα και τον άγιο Σπυρίδωνα και γύρναγα με την σιγουριά πως όλα θα πάνε καλά – και έτσι ησύχαζα και με έπαιρνε ο ύπνος τρείς ολόκληρους μήνες.
Απόψε το βράδυ, μετά την εκπομπή που κάνουμε παρέα με τον Χρήστο Ζαμπούνη τις καθημερινές, 10 με 11, στα «parapolitika.FM» (στους 90.1), θα προχωρήσω προς την αγρυπνία που κάνει ο π. Δημήτριος Μαρουλής στον άγιο Φίλιππο στο Θησείο, για τον άγιο Σπυρίδωνα αλλά και για τον άγιο Ευστράτιο που γιορτάζει αύριο, 13 του μήνα. Τις αγαπώ πολύ αυτές τις αγρυπνίες που καταλαγιάζουνε το βουητό της ψυχής και την ξεπλένουνε. Είναι μεγάλο δώρο να αφήνεσαι επί ώρες μέσα στο μισοσκόταδο με τα καντηλάκια και τον ζεστό χαμηλό φωτισμό, μέχρι να έρθει η στιγμή που θα ακούσεις από τον π. Δημήτριο το «μετά φόβου Θεού Πίστεως και Αγάπης προσέλθετε» ….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου