Ο
π. Σεραφείμ Δημόπουλος γεννήθηκε το έτος 1937 στο Ηράκλειο της Κρήτης
από τον Κωνσταντίνο και την Ειρήνη. Ήταν δεύτερος από επτά αδέλφια και
στην βάπτισή του ονομάσθηκε Χρήστος. Η καταγωγή του πατέρα του ήταν από
την Σμύρνη και είχε μακρινή συγγένεια με τον Εθνομάρτυρα και Ιερομάρτυρα
άγιο Χρυσόστομο Σμύρνης. Ανατράφηκε με αρχές χριστιανικές. Φάνηκε από
νωρίς η αγάπη του προς την Εκκλησία και η κλίση του για την ιερωσύνη,
καθώς και η προτίμησή του για την ασκητική ζωή.
Από
μικρός είχε ζητήσει από τους γονείς του ξεχωριστό δωμάτιο. Η μητέρα του
έδωσε, αλλά απεφάσισε να κοιμάται μαζί του στο ίδιο δωμάτιο.
Τότε της παρουσιάστηκε η Παναγία στον ύπνο και της είπε: «Άφησέ τον να αγωνίζεται». Έκτοτε ο μικρός Χρήστος μπορούσε να προσεύχεται τα βράδια ανενόχλητος.
Τότε της παρουσιάστηκε η Παναγία στον ύπνο και της είπε: «Άφησέ τον να αγωνίζεται». Έκτοτε ο μικρός Χρήστος μπορούσε να προσεύχεται τα βράδια ανενόχλητος.
Ήταν
επιμελής στα μαθήματα και προσεκτικός στην ζωή του. Δεν έλειπε γιορτές
και Κυριακές από την Εκκλησία και από το Κατηχητικό. Σπούδασε την ιερά
επιστήμη της θεολογίας για να λάβη εφόδια να διακονήση ως ιερέας την
Εκκλησία.
Ως
φοιτητής επεσκέπτετο Μοναστήρια. Συνδέθηκε ιδιαίτερα με το μοναστήρι
του Αγίου Σεραφείμ Δομπού Λειβαδιάς, με την Λογγοβάρδα και τον οσίας
μνήμης ηγούμενό της π. Φιλόθεο Ζερβάκο.
Αφού πήρε το πτυχίο της Θεολογικής, έκανε και την στρατιωτική του θητεία. Για
ένα διάστημα εμείνε στο Άγιον Όρος κοντά σ’ εναν Σέρβο ασκητή, τον π.
Γεώργιο, που μόναζε στο Παλαιομονάστηρο της Μονής του Αγίου
Παντελεήμονος, και μυήθηκε στην νοερά προσευχή. Δεν έγινε όμως μοναχός,
ούτε θέλησε να μείνη οριστικά στο Άγιον Όρος. Ο Θεός είχε άλλα σχέδια
γι’ αυτόν, αλλού τον κατηύθυνε.
Ο
Γέροντας είχε μεγάλη ευλάβεια για το Περιβόλι της Παναγίας και έλεγε:
«Αυτά που κάνουμε εμείς εδώ κηρύγματα, φιλανθρωπίες… είναι για τα νήπια.
Το Άγιον Όρος είναι το Πανεπιστήμιο. Εκεί οι μοναχοί δεν κόβουν τα
πάθη, αλλά γνωρίζουν μεθόδους που ξερριζώνουν τα πάθη μια για πάντα. Ο
μοναχός πρέπει να κάθεται στο κελλί του κι ας μην κάνη πολλά πνευματικά.
Εάν ο μοναχός βγαίνη έξω στον κόσμο δεν κάνει καμμία προκοπή».
Κάποιος
του πήγε ενα βιβλίο για το Άγιον Όρος. Ο Γέροντας το πήρε στα χέρια
του, έψαξε μία- μία τις φωτογραφίες με Αγιορείτες γέροντες, τις
ασπάστηκε, τις εναγκαλίστηκε θερμά και αμέσως μετά επέστρεψε το βιβλίο
λέγοντας «πάρτο τώρα».
Κάποτε τον ρώτησαν αν γνώρισε από κοντά τον γέροντα Παΐσιο τον Αγιορείτη και είπε:
—Ναί,
τον συνάντησα 2-3 φορές. Σε κοίταζε βαθειά με τα διαπεραστικά του μάτια
και σε “διάβαζε”. Όταν είχα βαρειά άρρωστους, κυρίως καρκινοπαθείς, του
έστελνα γράμμα και όλοι τους έγιναν καλά, ούτε ένας δεν πέθανε.
—Γέροντα, πως απέκτησε τόση χάρι ο γέροντας Παΐσιος;
—Ξέρεις τι προσευχές έφτιαχνε ο γέροντας Παΐσιος; Άστα, εμείς δεν κάνουμε τίποτα. Όλα με την προσευχή γίνονται.
—Πως
γίνεται Γέροντα, όποιος άνθρωπος κι αν ανοίξη ενα βιβλίο του γέροντα
Παΐσιου, να μαγνητίζεται και να ζητάη να διαβάση το βιβλίο, ενώ για άλλα
βιβλία να μένη αδιάφορος;
—Ο
γέροντας Παΐσιος είχε πολλή χάρη και αυτή μεταφέρεται στα βιβλία του.
'Οποιος τα διαβάζει, πληροφορείται και αναπαύεται η ψυχή του. Είχε τόση
χάρι, που και τα βιβλία που γράφουν οι άλλοι για αυτόν τραβάνε σαν
μαγνήτης. Εμείς όμως τελικά τίποτα δεν ξέρουμε για τον γέροντα Παΐσιο.
Αυτά που νομίζουμε πως ξέρουμε είναι πολύ λίγα. Αυτός ζούσε μεγάλα
πράγματα και δεν τα είπε ποτέ σε κανέναν. Έε!… δεν λέγονται εύκολα αυτά.
Αλλά και ο γέροντας Παΐσιος εκτιμούσε ιδιαίτερα τον π. Σεραφείμ.
Σε μία παρέα νέων από την Λάρισα, που τον επισκέφθηκαν στην Παναγούδα, τους είπε: «Γιατί έρχεστε σε μένα; Εσείς εκεί στην Λάρισα έχετε έναν άγιο άνθρωπο, τον π. Σεραφείμ».
Όμως την επόμενη φορά που οι νέοι αυτοί επισκέφθηκαν την Παναγούδα ανέφεραν στον γέροντα Παΐσιο ότι δεν υπάρχει κανένας π. Σεραφείμ στις ενορίες της Λάρισας. Βέβαια ο π. Σεραφείμ δεν είχε δική του ενορία, αλλά πήγαινε σε χωριά και όπου αλλού τον έστελνε η Ιερά Μητρόπολη Λαρίσης, γιατί ήταν ιεροκήρυκας. Ο γέροντας Παΐσιος απάντησε: «Εκεί είναι, αλλά κρύβεται σαν τον λαγό πίσω από τους θάμνους, ψάξτε λίγο και θα τον βρείτε».
Σε μία παρέα νέων από την Λάρισα, που τον επισκέφθηκαν στην Παναγούδα, τους είπε: «Γιατί έρχεστε σε μένα; Εσείς εκεί στην Λάρισα έχετε έναν άγιο άνθρωπο, τον π. Σεραφείμ».
Όμως την επόμενη φορά που οι νέοι αυτοί επισκέφθηκαν την Παναγούδα ανέφεραν στον γέροντα Παΐσιο ότι δεν υπάρχει κανένας π. Σεραφείμ στις ενορίες της Λάρισας. Βέβαια ο π. Σεραφείμ δεν είχε δική του ενορία, αλλά πήγαινε σε χωριά και όπου αλλού τον έστελνε η Ιερά Μητρόπολη Λαρίσης, γιατί ήταν ιεροκήρυκας. Ο γέροντας Παΐσιος απάντησε: «Εκεί είναι, αλλά κρύβεται σαν τον λαγό πίσω από τους θάμνους, ψάξτε λίγο και θα τον βρείτε».
Γνωστός
θεολόγος Λαρισαίος (Αθανασόπουλος Κωνσταντίνος, πρώην Διευθυντής
Ακαδημίας Λάρισας) επεσκέπτετο πολύ συχνά τον π. Παΐσιο. Πάντα τον
ρωτούσε να μάθη νέα για τον π. Σεραφείμ και όταν έφευγε, του έλεγε να
του μεταφέρη τους χαιρετισμούς του.
Του
ανέφερε κάποιος ότι ένας Αγιορείτης Γέροντας μιλούσε υποτιμητικά για
τον γέροντα Παΐσιο, λέγοντας πως δεν ξέρουμε αν είναι άγιος.
Ο π. Σεραφείμ στενοχωρέθηκε και με έναν παιδικό αυθορμητισμό απάντησε: «Τί να κάνουμε; Αφού είναι Άγιος». Είχε την φωτογραφία του γέροντος Παϊσίου στον τοίχο πάνω από το κρεββάτι του, δείγμα ιδιαίτερης ευλαβείας, μαζί με τον Εσταυρωμένο, εικόνες της Παναγίας και την Αποκαθήλωση.
Ο π. Σεραφείμ στενοχωρέθηκε και με έναν παιδικό αυθορμητισμό απάντησε: «Τί να κάνουμε; Αφού είναι Άγιος». Είχε την φωτογραφία του γέροντος Παϊσίου στον τοίχο πάνω από το κρεββάτι του, δείγμα ιδιαίτερης ευλαβείας, μαζί με τον Εσταυρωμένο, εικόνες της Παναγίας και την Αποκαθήλωση.
Ασκητής
Αγόρασε
ένα χωράφι έξω από την Λάρισα κοντά στις φυλακές και έχτισε το
ασκητήριό του. Ο Γέροντας επέλεξε να ζήση στην συγκεκριμένη περιοχή,
μέσα στα χωράφια, γιατί εκεί εσχηματίζετο το τρίγωνο του πόνου. Δηλ. από
την μία μεριά είχε τις φυλακές, από την άλλη πλευρά το Πανεπιστημιακό
Νοσοκομείο και από την άλλη το Κοιμητήριο (Νεκροταφείο).
Στο σπίτι του επί χρόνια δεν είχε νερό και το κουβαλούσε από απόσταση.
Για θέρμανση είχε μία ξυλόσομπα που σπάνια την άναβε. Οι επισκέπτες του τον χειμώνα έτρεμαν από την παγωνιά, ενώ εκείνος εστέκετο απαθής στο ψύχος. Πολλές φορές με κρύο οι μπαλκονόπορτες και τα παράθυρα ήταν ορθάνοιχτα.
Για θέρμανση είχε μία ξυλόσομπα που σπάνια την άναβε. Οι επισκέπτες του τον χειμώνα έτρεμαν από την παγωνιά, ενώ εκείνος εστέκετο απαθής στο ψύχος. Πολλές φορές με κρύο οι μπαλκονόπορτες και τα παράθυρα ήταν ορθάνοιχτα.
Το
σπίτι του έδειχνε εγκαταλελειμμένο, πολλά πράγματα ήταν πεταμένα δεξιά
και αριστερά, η αυλή ήταν χορταριασμένη με σκουπίδια ενώ τα ποντίκια
κυκλοφορούσαν άφοβα.
Γνωστός
του μαραγκός πήγε να επιδιορθώση την πόρτα του σπιτιού του στον επάνω
όροφο και είδε ότι δεν είχε κρεββάτι. Είχε κάτω στο τσιμέντο στρωμένες
παλαιές κουβέρτες, ένα παλαιό παλτό για σκέπασμα, ένα σακκάκι τυλιγμένο
ρολό για προσκέφαλο, και δίπλα βιβλία.
Στο μικρό του κουζινάκι έβραζε μέσα σ’ ένα σαρδελοκούτι μία πιπεριά. Αυτό ήταν το φαγητό της ημέρας.
Διηγείται
πνευματικό του τέκνο: «Εξομολογιόμουν μία φορά τον χρόνο, όταν
επισκεπτόμουν το Άγιον Όρος. Ο Πνευματικός μου, κάποια στιγμή, με
συμβούλευσε να αναζητήσω εξομολόγο στην πόλη μου την Λάρισα για να
βοηθηθώ καλύτερα. Ενώ έψαχνα να βρω έναν καλό Πνευματικό, άκουσα σε
συζήτηση ότι στην Λάρισα υπάρχει ένας Πνευματικός, ρακένδυτος και
ατημέλητος, που μένει λίγο πιο κάτω από τις δικαστικές φυλακές σε ένα
σπιτάκι, που είναι μέσα στα χωράφια, και στην βεράντα έχει μία σημαία
Βυζαντινή. Αναπαύτηκα σε αυτά τα λόγια και σκέφτηκα να τον επισκεφτώ,
αλλά γρήγορα το ξέχασα και αμέλησα.
Πέρασαν 7-8 μήνες από τότε και μου παρουσιάστηκε ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας. Φεύγοντας από τον γιατρό ταραγμένος, κατά το μεσημέρι, μου ήρθε μία έντονη επιθυμία να πάω να βρω αυτόν τον Γέροντα, που ούτε το όνομά του δεν θυμόμουν με βεβαιότητα.
Εντόπισα εύκολα το σπίτι, και μία γυναίκα που περίμενε απ’ έξω μου επιβεβαίωσε ότι εκεί μένει ο π. Σεραφείμ. Ήταν ένα μικρό σπίτι με ισόγειο και πρώτο όροφο. Στην βεράντα είχε δύο μπαλκονόπορτες με χοντρά κάθετα σίδερα που θύμιζαν φυλακή. Ο μικρός προαύλειος χώρος είχε συρματόπλεγμα. Χορταριασμένος, με σκουπίδια και 3-4 πλαστικές καρέκλες. Όλα έδιναν μία εικόνα εγκατάλειψης.
Πέρασαν 7-8 μήνες από τότε και μου παρουσιάστηκε ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας. Φεύγοντας από τον γιατρό ταραγμένος, κατά το μεσημέρι, μου ήρθε μία έντονη επιθυμία να πάω να βρω αυτόν τον Γέροντα, που ούτε το όνομά του δεν θυμόμουν με βεβαιότητα.
Εντόπισα εύκολα το σπίτι, και μία γυναίκα που περίμενε απ’ έξω μου επιβεβαίωσε ότι εκεί μένει ο π. Σεραφείμ. Ήταν ένα μικρό σπίτι με ισόγειο και πρώτο όροφο. Στην βεράντα είχε δύο μπαλκονόπορτες με χοντρά κάθετα σίδερα που θύμιζαν φυλακή. Ο μικρός προαύλειος χώρος είχε συρματόπλεγμα. Χορταριασμένος, με σκουπίδια και 3-4 πλαστικές καρέκλες. Όλα έδιναν μία εικόνα εγκατάλειψης.
»Άρχισα να φωνάζω: “Πάτερ Σεραφείμ! Πάτερ Σεραφείμ!”.
Ένας αναμαλλιασμένος, μαυριδερός Γέροντας βγήκε στην μπαλκονόπορτα και είπε: “Γειά σου… (το όνομά μου). Τί κάνεις;”. Ξαφνιάστηκα που είπε το όνομά μου, αλλά τον ρώτησα, αν μπορούμε να μιλήσουμε και είπε: “Φύγε, φύγε…”.
Ένας αναμαλλιασμένος, μαυριδερός Γέροντας βγήκε στην μπαλκονόπορτα και είπε: “Γειά σου… (το όνομά μου). Τί κάνεις;”. Ξαφνιάστηκα που είπε το όνομά μου, αλλά τον ρώτησα, αν μπορούμε να μιλήσουμε και είπε: “Φύγε, φύγε…”.
—Πότε να έρθω;
—Φύγε και να μην ξανάρθης.
»Την
επομένη το πρωί ξαναπήγα. Οι πόρτες (αυλόπορτα και κεντρική) ήταν τώρα
ανοιχτές. Ήταν σαν να με περίμενε: “Έλα, έλα μέσα”, μου είπε, και μπήκα
σε ένα μικρό δωμάτιο, όπου υπήρχε μεγάλη ακαταστασία. Πάνω σε ένα
τραπέζι ριγμένα κάθε είδους πράγματα. Αλλά σκεπτόμενος το πρόβλημά μου,
δεν έδωσα καμία σημασία. Ένιωθα απολογούμενος εμπρός στον θρόνο του
Θεού. Κατέβαλα κόπο να πνίξω τα δάκρυά μου και ο Γέροντας απέναντί μου,
ρακένδυτος, ηλιοκαμένος, χωρίς δόντια, με αστραφτερές ματιές με έπειθε
ότι τα ξέρει όλα. Με διακριτικό τρόπο άρχισε να λέη τις αμαρτίες μου:
“Είναι μερικοί άνθρωποι που κάνουν αυτό… κάποιοι άλλοι κάνουν εκείνο…
και ζούνε έτσι…”.
Όταν τελείωσε πήρε το πετραχήλι, το φόρεσε και εγώ γονάτισα χωρίς να πω λέξη. Φεύγοντας μου χάρισε ένα βιβλίο του, το Λαυσαϊκόν.
Όταν τελείωσε πήρε το πετραχήλι, το φόρεσε και εγώ γονάτισα χωρίς να πω λέξη. Φεύγοντας μου χάρισε ένα βιβλίο του, το Λαυσαϊκόν.
»Ποτέ
δεν του ανέφερα το πρόβλημα υγείας μου, το οποίο σιγά-σιγά υπεχώρησε,
ενώ στις επόμενες συναντήσεις μας ξαλάφρωνα από το βάρος των πολλών μου
αμαρτιών.
»Έκτοτε άρχισα να επισκέπτομαι όλο και συχνότερα τον Γέροντα.
Είχα την βεβαιότητα ότι είχα μπροστά μου έναν άγιο άνθρωπο και κάθε συνάντηση με συγκινούσε ιδιαίτερα. Πρώτη φορά συναντούσα άνθρωπο που ήταν ολοκληρωτικά δοσμένος στον Θεό. Καμία φροντίδα για τον χώρο όπου ζούσε, καμία έγνοια για τον εαυτό του, καμία φιλοδοξία για καριέρα και μάταιη δόξα. Μία ψυχή εκατό τοις εκατό παραδομένη στην αγάπη του Θεού.
Άρχισα να αναλογίζομαι αν αξίζει να στενοχωριέμαι για όλα αυτά τα μάταια για τα οποία έτρεχα από το πρωί έως το βράδυ. Αναθεωρούσα καθημερινά τις απόψεις μου, σκεπτόμενος πως για την ψυχή μου δεν δούλεψα καθόλου. Τρόμαζα μπροστά στο ενδεχόμενο ενός αιφνίδιου θανάτου και μιας αιώνιας καταδίκης. Με τον Γέροντα ανακάλυψα έναν άλλο κόσμο, μία άλλη πορεία που με συνάρπαζε κάθε μέρα περισσότερο.
Είχα την βεβαιότητα ότι είχα μπροστά μου έναν άγιο άνθρωπο και κάθε συνάντηση με συγκινούσε ιδιαίτερα. Πρώτη φορά συναντούσα άνθρωπο που ήταν ολοκληρωτικά δοσμένος στον Θεό. Καμία φροντίδα για τον χώρο όπου ζούσε, καμία έγνοια για τον εαυτό του, καμία φιλοδοξία για καριέρα και μάταιη δόξα. Μία ψυχή εκατό τοις εκατό παραδομένη στην αγάπη του Θεού.
Άρχισα να αναλογίζομαι αν αξίζει να στενοχωριέμαι για όλα αυτά τα μάταια για τα οποία έτρεχα από το πρωί έως το βράδυ. Αναθεωρούσα καθημερινά τις απόψεις μου, σκεπτόμενος πως για την ψυχή μου δεν δούλεψα καθόλου. Τρόμαζα μπροστά στο ενδεχόμενο ενός αιφνίδιου θανάτου και μιας αιώνιας καταδίκης. Με τον Γέροντα ανακάλυψα έναν άλλο κόσμο, μία άλλη πορεία που με συνάρπαζε κάθε μέρα περισσότερο.
»Όταν
έβλεπα τον Γέροντα, το άγχος, οι φοβίες, και οι στενοχώριες έφευγαν
αμέσως, σε βαθμό που ξεχνούσα για ποιο λόγο πήγαινα και τι ήθελα να τον
ρωτήσω. Από την συζήτηση όμως, σκεπτόμενος καθώς έφευγα, έβρισκα τις
απαντήσεις. Αυτά που λίγο πριν φάνταζαν σπουδαία τώρα μου φαίνονταν
ασήμαντα. Κάποιες φορές που δεν μπορούσε να με δεχτή, μου αρκούσε που
τον έβλεπα και έφευγα ξαλαφρωμένος. Έτσι άρχισα να καταλαβαίνω πως
συνήθως γνώριζε τον λόγο της επίσκεψής μου».
Ο
Συνταγματάρχης Διαμαντόπουλος Ευστάθιος αναφέρει: «Αναζητούσα έναν
Πνευματικό με βαθειά πίστη για να εξομολογηθώ. Το 2005 επισκέφθηκα το
Άγιον Όρος και στη Νέα Σκήτη άκουσα γέροντα Ασκητή να μου μιλά για τον
π. Σεραφείμ που μένει στην Λάρισα, την πατρίδα μου, με μεγάλη
πνευματικότητα και σπάνια χαρίσματα.
Έτσι κάποια ημέρα έφθασα στο σπιτάκι του για να εξομολογηθώ. Εκεί ήταν ακόμη οκτώ άτομα που τον περίμεναν. Μόλις ήρθε ο Γέροντας παρακάλεσε ευγενικά τους άλλους να αποχωρήσουν και κράτησε μόνο εμένα. Μου είπε να καθίσω σε μία καρέκλα χωμένη μέσα στα αγριόχορτα της αυλής, και ο ίδιος κάθισε κοντά μου, φορώντας ένα παλαιό πετραχήλι. Μου έκανε νεύμα και άρχισα να εξομολογούμαι τις αμαρτίες μου, χωρίς να μπορώ να συγκρατήσω τα δάκρυά μου. Ο Γέροντας κάλυπτε με τις παλάμες του το πρόσωπό του, αποφεύγοντας να με κοιτάζει κατάματα. Αφού τελείωσα την εξομολόγηση, μου έδωσε κάποιες συμβουλές και πνευματικές οδηγίες, αποκαλώντας με με το όνομά μου κατ’ επανάληψη, χωρίς να με γνωρίζει. Μου αναπτέρωσε το ηθικό, με αναζωογόνησε, με γέμισε ελπίδες για την ζωή, με γέμισε θάρρος και δύναμη για να αγωνιστώ, και με συγκίνησε».
Έτσι κάποια ημέρα έφθασα στο σπιτάκι του για να εξομολογηθώ. Εκεί ήταν ακόμη οκτώ άτομα που τον περίμεναν. Μόλις ήρθε ο Γέροντας παρακάλεσε ευγενικά τους άλλους να αποχωρήσουν και κράτησε μόνο εμένα. Μου είπε να καθίσω σε μία καρέκλα χωμένη μέσα στα αγριόχορτα της αυλής, και ο ίδιος κάθισε κοντά μου, φορώντας ένα παλαιό πετραχήλι. Μου έκανε νεύμα και άρχισα να εξομολογούμαι τις αμαρτίες μου, χωρίς να μπορώ να συγκρατήσω τα δάκρυά μου. Ο Γέροντας κάλυπτε με τις παλάμες του το πρόσωπό του, αποφεύγοντας να με κοιτάζει κατάματα. Αφού τελείωσα την εξομολόγηση, μου έδωσε κάποιες συμβουλές και πνευματικές οδηγίες, αποκαλώντας με με το όνομά μου κατ’ επανάληψη, χωρίς να με γνωρίζει. Μου αναπτέρωσε το ηθικό, με αναζωογόνησε, με γέμισε ελπίδες για την ζωή, με γέμισε θάρρος και δύναμη για να αγωνιστώ, και με συγκίνησε».
Τον
κόσμο συνήθως τον εδέχετο απογευματινές ώρες. Τότε έβγαινε με ένα
300άρι κομποσκοίνι στην αυλή, καθόταν σε μία πλαστική καρέκλα και
κοιτούσε προς την Ανατολή. Μιλούσε ελάχιστα και αινιγματικά. Μερικές
φορές τον ρωτούσαν κάτι και εκείνος έμενε για λίγο σιωπηλός, κάτι
ψιθύριζαν τα χείλη του, ίσως την ευχή “Κύριε, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”,
και σε λίγο επανήρχετο και απαντούσε. Κάποτε είπε: «Αν δεν έχω
πληροφορία, δεν μιλώ, ούτε μου αρέσει να κάνω τον δάσκαλο. Διδάσκαλος
ήταν ένας, ο Κύριος».
Ήταν από τους λίγους Πνευματικούς που μπορούσε να δηλώσει την άγνοιά του και σε ερωτήματα να απαντάει: «Δεν ξέρω».
Επίσης,
εστενοχωρείτο για την πνευματική στασιμότητα των ανθρώπων που
εξομολογούντο. Έλεγε χαρακτηριστικά: «Έρχονται και λένε τα ίδια και τα
ίδια, δεν έχουν πνευματική πρόοδο».
Επανειλημμένα είχε ζητήσει από γνωστούς του να μη μιλούν σε τρίτους για τον ίδιο.
—Γέροντα, να σας φέρω κάποιους γνωστούς μου να τους εξομολογήσετε;
—Όχι, τόσοι Πνευματικοί είναι, να πάνε αλλού. Να μη λες τίποτα σε άλλους για μένα.
Ο
χρόνος του Γέροντα αφιερώνετο κυρίως στην προσευχή και στην
εξομολόγηση. Τα τελευταία χρόνια η φήμη του εξαπλώθηκε και ερχόταν
κόσμος και εκτός Νομού. Σχηματίζετο μία μεγάλη ουρά αυτοκινήτων και
άνθρωποι κάθε ηλικίας ήθελαν να τον δουν. Αυτός με διάκριση προσπαθούσε
να βλέπει όσους είχαν πραγματική ανάγκη. Επειδή όμως πολλοί εγίνοντο
πιεστικοί και φορτικοί, ο Γέροντας έχανε την ησυχία του και σπαταλούσε
άσκοπα τον χρόνο του.
Έτσι
κρέμασε ένα σημείωμα στην εξώπορτα όπου έλεγε: «Όχι εξομολογήσεις, όχι
επισκέψεις». Οι άνθρωποι όμως δεν έφευγαν. Θορυβούσαν συζητώντας και ο
Γέροντας κατέφευγε κάποιες φορές στον παιδικό σταθμό «τα μικρά
χελιδονάκια», για ησυχία, μελέτη και προσευχή.
Συμβουλές
Έλεγε ο Γέροντας: «Η επιστήμη εξαπάτησε τον άνθρωπο για να επαναπαυθεί σ’ αυτήν, και έτσι τον ελέγχει απόλυτα».
«Η Πολιτεία δυστυχώς άφησε ανεύθυνα τα σχολεία να παρακμάσουν και τους νέους χωρίς βοήθεια».
Επισκέφτηκε
πνευματικό του τέκνο τον Γέροντα και είδε έναν ψυχοπαθή με τον συνοδό
του να φεύγουν. Με αυτή την αφορμή τον ρώτησε: «Γέροντα, τι κάνετε με
αυτούς; Πως βοηθάτε τους ψυχοπαθείς;». Απάντησε: «Τους λέω να
τους κοινωνούν συχνά. Το Σώμα και Αίμα του Κυρίου μεταμορφώνει ριζικά
όλον τον άνθρωπο. Αναζωογονείται η ψυχή και το σώμα. Γίνεται ένας
καινούργιος άνθρωπος με άλλο χαρακτήρα και ψυχισμό.
Αλλά και τα κύτταρα αναζωογονούνται. Βλέπω πως πολύ σύντομα βελτιώνονται».
Αλλά και τα κύτταρα αναζωογονούνται. Βλέπω πως πολύ σύντομα βελτιώνονται».
Τον ρώτησε ιερέας αν πρέπει να διαβάζει εξορκισμούς σε δαιμονισμένους και απάντησε: «Να διαβάζεις, να διαβάζεις.
Να τους εξομολογής και να κοινωνούν τακτικά».
Να τους εξομολογής και να κοινωνούν τακτικά».
Κάποιος
ρώτησε τον Γέροντα πως είναι ο Θεός και τι μορφή έχει. Εκείνος
απάντησε: «Σου λέω να ξέρεις. Όπως τα ψάρια είναι μέσα στη θάλασσα και
δεν μπορούν καν να φανταστούν πως είναι ο άνθρωπος έξω από αυτήν, έτσι
και εμείς δεν μπορούμε να φανταστούμε και ούτε καν να συλλάβει ο νους
μας πως είναι η μορφή του Θεού».
Ο
μακαριστός Γέροντας για τους γονείς που είχαν παιδιά με μεγάλα
προβλήματα έλεγε συχνά: «Να ξέρετε ότι αυτοί οι γονείς που σηκώνουν
τέτοιους μεγάλους σταυρούς για τα άρρωστα παιδιά τους, έχουν μεγάλη θέση
στον παράδεισο».
Είπε
σε κάποιον: «Δεν ξέρεις να προσεύχεσαι. Να κανονίσουμε να έρθεις ένα
βράδυ να σου μάθω. Πρέπει να λέμε πολλές φορές (ιδιαίτερα πρωί και
βράδυ) τον Αρχαγγελικό χαιρετισμό “Θεοτόκε Παρθένε, χαίρε Κεχαριτωμένη
Μαρία…”, αλλά και την ευχή να την λέμε συνέχεια. Να την καλλιεργήσης όσο
μπορείς. Εγώ την ακολουθία την κάνω διαβαστά, δεν ψέλνω. Η ψαλμωδία
μετεωρίζει το νου. Κάνε και μετάνοιες όσες αντέχουν τα γόνατά σου».
Ο Γέροντας πρότεινε σε αυτούς που θέλουν να μάθουν την ευχή, να διαβάσουν τις επιστολές του αγίου Ιγνατίου Μπριαντσιανίνωφ.
Διηγήθηκε
ο π. Παύλος Τσουκνίδας: «Κάποια μέρα το πρωί βρήκα τον Γέροντα στο
σπιτάκι του μόνο του. Με κάλεσε μέσα και αφού συζητήσαμε διάφορα
πνευματικά θέματα, ο Γέροντας άνοιξε το θέμα της προσευχής: “Άντε,
άντε”, μου λέει, “κάτσε τώρα εδώ που έχω τις εικόνες να προσευχηθής,
να δω πως προσεύχεσαι!”
Έκανα αμέσως υπακοή και εκείνη την στιγμή γονάτισα και προσευχόμουν στην Παναγία μας και στους Αγίους μας, καθώς και στον γέροντα Παΐσιο, τον γέροντα Πορφύριο, που τους είχε εκεί και τους αγαπούσε πολύ.
Μετά από κανένα τέταρτο περίπου μου λέει:
“Σήκω τώρα, φτάνει. Άκου, πάτερ μου, στην προσευχή να μη σφίγγεσαι, να είσαι χαλαρός και πολύ συγκεντρωμένος για να την ακούει ο Θεός! Να, έτσι χαλαρά να προσεύχεσαι. Καλοί είναι και οι τύποι στην προσευχή, μας χρειάζονται κι’ αυτοί δεν λέω, να στο Άγιον Όρος πολύ τους προσέχουν τους τύπους, αλλά την ουσία να την προσέχεις πολύ περισσότερο”.
Πολλές φορές ο Γέροντας με πολύ αγάπη μου έδειχνε τον τρόπο πως πρέπει να προσεύχομαι, πως να διαβάζω τις ευχές στην θεία Λειτουργία, να μή βιάζομαι όταν τις λέω και να είμαι συγκεντρωμένος σ’ αυτές, πως να κάνω το κήρυγμά μου και άλλα τέτοια πολλά».
Έκανα αμέσως υπακοή και εκείνη την στιγμή γονάτισα και προσευχόμουν στην Παναγία μας και στους Αγίους μας, καθώς και στον γέροντα Παΐσιο, τον γέροντα Πορφύριο, που τους είχε εκεί και τους αγαπούσε πολύ.
Μετά από κανένα τέταρτο περίπου μου λέει:
“Σήκω τώρα, φτάνει. Άκου, πάτερ μου, στην προσευχή να μη σφίγγεσαι, να είσαι χαλαρός και πολύ συγκεντρωμένος για να την ακούει ο Θεός! Να, έτσι χαλαρά να προσεύχεσαι. Καλοί είναι και οι τύποι στην προσευχή, μας χρειάζονται κι’ αυτοί δεν λέω, να στο Άγιον Όρος πολύ τους προσέχουν τους τύπους, αλλά την ουσία να την προσέχεις πολύ περισσότερο”.
Πολλές φορές ο Γέροντας με πολύ αγάπη μου έδειχνε τον τρόπο πως πρέπει να προσεύχομαι, πως να διαβάζω τις ευχές στην θεία Λειτουργία, να μή βιάζομαι όταν τις λέω και να είμαι συγκεντρωμένος σ’ αυτές, πως να κάνω το κήρυγμά μου και άλλα τέτοια πολλά».
«Κάποτε,
κατευθυνόμενος προς την Λάρισα», διηγείται ο κ. Χρυσοβέργης Αθανάσιος,
Δήμαρχος Αμπελώνος, «συνάντησα τον π. Σεραφείμ έξω από τον Αμπελώνα
να επιστρέφει πεζός στην Λάρισα. Τον παρακάλεσα να μπή στο αυτοκίνητό
μου για να τον πάω στην Λάρισα. Δέχθηκε με χαρά, όμως υστέρα από λίγο,
όταν διαπίστωσε την πολυτέλεια του αυτοκινήτου μου, είπε:
“Διαπιστώνω ότι πολλοί χριστιανοί, ενώ θέλουν να ζουν ευσεβώς, έχουν πολυτελή αυτοκίνητα και άλλες ανέσεις στην ζωή τους”».
“Διαπιστώνω ότι πολλοί χριστιανοί, ενώ θέλουν να ζουν ευσεβώς, έχουν πολυτελή αυτοκίνητα και άλλες ανέσεις στην ζωή τους”».
«Να
πέφτουμε στο δάπεδο με το κεφάλι κάτω και
να προσευχόμαστε “Υπεραγία Θεοτόκε, σώσε τον κόσμο σου”, και να ζητούμε
τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, γιατί χωρίς Αυτό δεν γίνεται τίποτε».
«Οι
άνθρωποι που τρώνε κατά κόρον κρέας, φαίνονται από το πρόσωπο αλλά
κυρίως από τα μάτια. Είναι θολά. Είχε έρθει εχτές κάποιος με πρόσωπο σαν
τριαντάφυλλο και τα μάτια του ήταν λαμπερά. Είχε πολλούς μήνες που δεν
έτρωγε κρέας».
«Ο πνευματικός άνθρωπος και το νερό το πίνει με μέτρο, με εγκράτεια. Το πολύ να πιή την ημέρα το ένα τρίτο του ποτηριού».
«Να
γνωρίζετε ότι και σ’ αυτήν την ζωή ο Κύριός μας θέλει να είμαστε
χαρούμενοι και όχι να περνάμε μια ζωή με δυστυχία και κατάθλιψη».
Πνευματικό
του τέκνο του εξομολογήθηκε ότι είχε προσβολές σαρκικών λογισμών, και ο
π. Σεραφείμ του είπε: «Τώρα που θα πας στο σπίτι σου άνοιξε το παράθυρο
και πέταξε την τηλεόραση έξω». Αιφνιδιάστηκε από την απροσδόκητη
εντολή, γιατί τον τελευταίο καιρό ήθελε να αγοράσει μία πιο μεγάλη και
πιο σύγχρονη τηλεόραση.
Του είπε: «Γέροντα, μένω μόνος μου και η τηλεόραση είναι μία συντροφιά». Τότε ο Γέροντας χτύπησε την γροθιά του στο τραπέζι και είπε δυνατά: «Συντροφιά ο Σατανάς; Πέταξέ την».
Του είπε: «Γέροντα, μένω μόνος μου και η τηλεόραση είναι μία συντροφιά». Τότε ο Γέροντας χτύπησε την γροθιά του στο τραπέζι και είπε δυνατά: «Συντροφιά ο Σατανάς; Πέταξέ την».
Λυπήθηκε
να την πετάξει, αφαίρεσε τα καλώδια και για λίγο διάστημα δεν έβλεπε.
Όταν αργότερα την άνοιξε πάντα πρόβαλλαν άσχημες εικόνες και είδε μία
γυναίκα να μεταμορφώνεται σε διάβολο. Έτσι απεφάσισε οριστικά να
την δώση. Μετά από σύντομο χρονικό διάστημα καθάρισε ο νούς του
και ειρήνευσαν οι λογισμοί του. Στην αρχή δυσκολεύτηκε να απεξαρτηθεί,
αλλά αργότερα εδυσκολεύετο να παρακολουθεί και του δημιουργούσε
πονοκέφαλο.
Άλλοτε,
κάποιο ανδρόγυνο έλεγαν στον Γέροντα για τα προβλήματα επικοινωνίας με
τα παιδιά τους, είναι απείθαρχα, δεν διαβάζουν κ.ά. Ο Γέροντας αφού
τους άκουσε προσεκτικά στο τέλος τους είπε: «Εάν θέλετε γρήγορη
βελτίωση, βγάλτε την τηλεόραση από το σπίτι σας». Εκείνοι είπαν ότι θα
την ανοίγουν μόνο για κάποιες εκπομπές, αλλά ο Γέροντας επέμενε να την
πετάξουν και πρόσθεσε: «Από τις οικογένειες που γνωρίζω, όσες δεν έχουν
τηλεόραση είναι πιο πνευματικές από τις άλλες που έχουν, γιατί η
τηλεόραση κάνει μεγάλη ζημιά».
Χαρισματικές εκδηλώσεις
Διηγήθηκε
πνευματικό του τέκνο: «Στην πρώτη μας συνάντηση μου χάρισε το
Λαυσαϊκόν. Αυτό που με απασχολούσε -έντονα εκείνη την εποχή- ήταν ο
γάμος και το περιεχόμενο του βιβλίου μου ήταν αδιάφορο. Ανεφέρετο σε
ασκητικούς αγώνες των μοναχών της Αιγύπτου. Γνώριζα ελάχιστα για τον
μοναχισμό και αυτά που διάβαζα μου εφαίνοντο υπερβολικά. Με δυσκολία
έκανα υπακοή και το διάβασα όλο.
»Στις
επόμενες επισκέψεις ο Γέροντας κάθε τόσο μου έλεγε: “Την ευχή σου. Να
προσεύχεσαι για μένα”. Αναρωτήθηκα γιατί μου το λέει αυτό, αφού ήμουν
κοσμικός και γεμάτος πάθη ενώ εκείνος Αρχιμανδρίτης, δοσμένος εξ
ολοκλήρου στον Θεό. Σκέφτηκα ότι μάλλον από την μεγάλη του ταπείνωση.
Άρχισε να με προτρέπει να επισκέπτομαι το Άγιον Όρος και να παρακολουθώ
τις ωραιότατες ακολουθίες και αγρυπνίες. Μου έλεγε: “Εκεί είναι
Πανεπιστήμιο, ενώ εδώ είμαστε στο Δημοτικό”.
Άλλοτε
άφηνε υπονοούμενα για την μελλοντική μου πορεία στον μοναχισμό. “Ο Θεός
έχει γραμμένο στο βιβλίο το μέλλον του καθενός. Άλλοι να παντρευτούν
και άλλοι να μονάσουν”.
»Ενώ,
γενικά, προέτρεπε πνευματικά του παιδιά για Ιεραποστολή στην
Μαδαγασκάρη, όταν του εξέφρασα τον λογισμό μου να συμμετέχω και εγώ,
χωρίς να σκεφτεί καθόλου μου το αρνήθηκε απευθείας.
»Παρ’
όλα αυτά ουδέποτε πέρασε, έστω και φευγαλέα, μία σκέψη από το μυαλό μου
ότι εγώ επρόκειτο να ακολουθήσω τον μοναχισμό. Κι όμως μέσα σε λίγο
καιρό, από την άπειρη αγάπη και πρόνοια του Θεού, βρέθηκα μοναχός στο
Άγιον Όρος.»
Μετά από
επίσκεψη-προσκύνημα στο Άγιον Όρος όλα άλλαξαν μέσα μου και στην
επιστροφή ο Γέροντας μου είπε αποφασιστικά και ξεκάθαρα: “Είναι θέλημα
Θεού να γίνεις μοναχός”. Όπως και έγινα.
»Συνήθως,
καθώς πήγαινα να συναντήσω τον Γέροντα, έκανα διαφόρους λογισμούς για
αυτά που θα συζητήσουμε και όταν έφτανα, άρχιζε να μου μιλά για αυτά που
λίγο πριν σκεφτόμουν. Δηλαδή σκεπτόμουν καθ’ οδόν: “άραγε, θα με
ρωτήσει για αυτό το θέμα”, και μόλις έφτανα μου έλεγε “τι κάνεις με αυτό
το θέμα;”».
»Τον
τελευταίο καιρό πήγαινα τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα. Κάποτε
πέρασαν δύο εβδομάδες χωρίς να τον επισκεφτώ. Όταν τελικά ξεκίνησα να
πάω, σκέφτηκα: «Άραγε θα με πεθύμησε καθόλου;». Όταν έφτασα με φώναξε
από μακρυά: “Έλα, έλα σε πεθύμησα. Πού είσαι;”.
»Άλλοτε
προσπάθησα να παρακινήσω κάποιον γνωστό μου, ηλικιωμένο, που δεν
είχε εξομολογηθεί ποτέ, να επισκεφτεί τον Γέροντα και να εξομολογηθεί.
Αφού
του είπα για τα χαρίσματα του Γέροντα, σκέφτηκα να τον προετοιμάσω,
ώστε όταν δή τον Γέροντα να μην αιφνιδιαστεί, και του είπα ότι ο
Γέροντας δεν πλένεται και το κελλί του είναι λίγο βρώμικο.
Τελικά δεν πήγε ποτέ, αλλά την επόμενη φορά που πήγα στον Γέροντα, αμέσως μου είπε: “Έεεε… τι είμαι εγώ; Μία λέρα είμαι”.
»Κάποια
στιγμή γνώρισα ένα ηλικιωμένο ζευγάρι που έδειχνε να ζή πνευματικά.
Μου εκμυστηρεύτηκαν ότι δεν είχαν εξομολογηθή ποτέ στην ζωή τους. Είχαν
ακούσει για τον Γέροντα, και έτσι αποφασίσαμε την άλλη μέρα να τους πάω
στο κελλί του προκειμένου να εξομολογηθούν.
Μόλις
φτάσαμε, ο Γέροντας κλείδωσε την αυλόπορτα και αρνήθηκε αποφασιστικά να
μας δεχτή. Επιστρέφοντας παραδέχτηκαν ότι δεν είχαν σκοπό
να εξομολογηθούν, αλλά μόνο να συζητήσουν. Τότε κατενόησα την στάση του
Γέροντα. Ήξερε πως θα σπαταλούσε άσκοπα τον χρόνο του σε ανώφελες
συζητήσεις με ανθρώπους χωρίς αληθινή μετάνοια, που από περιέργεια
κυρίως ήθελαν να τον γνωρίσουν.
»Άλλοτε
ήμουν σε μία παρέα και συζητούσαμε για τον Γέροντα. Οι υπόλοιποι
ανέφεραν πως επισκέπτονται τον Γέροντα και συνήθως ή δεν τον βρίσκουν ή
δεν τους ανοίγει την πόρτα ή τους διώχνει. Τότε τους είπα, με κομπασμό,
ότι εμένα με δέχεται σχεδόν πάντα και μάλιστα με το όνομά μου.
Δύο-
τρεις ημέρες αργότερα επισκέφτηκα τον Γέροντα και -προς έκπληξή μου-
άργησε να μου άνοιξη την πόρτα, και όταν τελικά άνοιξε, μου λέει με
αδιάφορο ύφος:
—Ποιός είσαι εσύ;
—Ο τάδε, του λέω.
—Ποιός
τάδε; ξαναρωτάει. Τότε λυπημένος αρχίζω να του λέω που μένω και που
δουλεύω… κ.ά., για να με θυμηθεί. Έτσι ταπεινώθηκε ο λογισμός μου, που
νόμιζα ότι στα μάτια του Γέροντα ήμουν κάτι ιδιαίτερο. Ο Γέροντας “είδε”
την έπαρσή μου και την θεράπευσε αμέσως.
»Μία
ημέρα καθόμασταν έξω στην αυλή, ο Γέροντας, εγώ και ένα άλλο πνευματικό
του παιδί. Ο Γέροντας συζητούσε μαζί του για κάποιο δικό του θέμα και
καθώς είχε σχεδόν γυρισμένη την πλάτη του σε εμένα, θυμήθηκα ένα
πνευματικό του παιδί, τον Γιάννη που ήταν στην Ιεραποστολή στην
Μαδαγασκάρη. Έκανα τότε την εξής σκέψη: “Γέροντα, πως τα
περνάει; Τί κάνει ο Γιάννης εκεί στην Αφρική; Θεέ μου, κάνε τον Γέροντα
να γυρίσει και να μου απαντήσει για να στηριχτώ στην πίστη μου”.
»Αμέσως
ο Γέροντας διέκοψε την συζήτησή του και γυρίζοντας προς το μέρος μου,
είπε: “Τι είπες για τον Γιάννη;”. Έμεινα άναυδος και ο Γέροντας
επανέλαβε την ερώτηση, χωρίς πάλι να μπορέσω να μιλήσω, και έτσι
επέστρεψε στον συνομιλητή του για να συνεχίσουν την κουβέντα τους.
Εκείνος δεν κατάλαβε φυσικά τι έγινε και συνέχισε να μιλάει με τον
Γέροντα.
»Ο
Γέροντας προγνώριζε τα προβλήματα και ερωτήματα που είχε όποιος
τον επεσκέπτετο και συνήθως απαντούσε, με ένα δικό του τρόπο, πριν ακόμα
εκείνος να τα θέση».
Κάποιος
νέος συνδέθηκε συναισθηματικά με μία νέα που ζούσε μακρυά από τον δρόμο
του Θεού. Ο Πνευματικός του τον συμβούλεψε να απομακρυνθεί σύντομα από
κοντά της. Εκείνος, νιώθοντας ερωτευμένος μαζί της, αναζήτησε την
συμβουλή και άλλων Πνευματικών, αλλά, προς απογοήτευσή του, πήρε την
ίδια απάντηση. Κάποτε έμαθε για τον π. Σεραφείμ και ζήτησε την γνώμη του
(χωρίς βέβαια να αναφερθεί στις προηγούμενες καθοδηγήσεις) και περίμενε
την ίδια απάντηση. Όμως ο Γέροντας είπε: «Όχι, να μην την αφήσεις,
να κάνεις παρέα μαζί της και θα καταλάβεις, αν σου ταιριάζη».
Και
ενώ αυτή η ιστορία με τη νέα είχε τραβήξει χρόνια, τώρα μέσα σε σύντομο
χρονικό διάστημα, ο νέος αποδεσμεύτηκε συναισθηματικά
και αναπαυμένος απομακρύνθηκε από τη νέα. Απορούσε μάλιστα πως τόσα
χρόνια δεν μπορούσε να διακρίνει τον χαρακτήρα της. Σαφώς, με την
προσευχή του Γέροντα, ο Θεός βοήθησε το νέο να φωτιστεί ο νους του και
να καταλάβει.
Μαρτυρία
κυρίας Γ.Τ.: «Ο γιος μου Ευθύμιος ήταν πολύ κακός μαθητής. Εγώ πήγαινα
στην Εκκλησία, έκλαιγα, παρακαλούσα την Παναγία να είναι γερός και
να περάσει στις Πανελλαδικές εξετάσεις. Όλοι οι καθηγητές μας το είχαν
αποκλείσει αυτό. Ένα φροντιστήριο μάλιστα όπου τον είχαμε στείλει, τον
έδιωξε.
»Μία
μέρα ήμουν πολύ στενοχωρημένη. Πήγα στον π. Σεραφείμ και, χωρίς να
του πω τίποτα για την οικογένειά μου, μου λέει: “Μία αστυνομία θα
περάσει το παιδί, δεν θέλει πολύ διάβασμα”.
»Γύρισα
σπίτι και το είπα στον σύζυγό μου να το θυμάται. Εκείνος με
ειρωνεύτηκε. Έλεγα “Παναγιά μου κάνε το θαύμα σου”. Έγινε πράγματι όπως
“προέβλεψε” ο πάτερ Σεραφείμ. Ο γιος μου, που δεν άνοιγε βιβλίο, πέρασε
στην σχολή Αστυφυλάκων, αν και οι βάσεις ανέβηκαν πολύ. Εγώ οφείλω
να πω πως έγινε θαύμα, με τις προσευχές του π. Σεραφείμ».
Ο Βασίλης, πνευματικό παιδί του Γέροντα, όταν εκοιμήθη η μητέρα του, πήγε λυπημένος στον Γέροντα. Τότε αυτός του είπε:
—Μή στενοχωριέσαι, σώθηκε η μητέρα σου.
—Μα, Γέροντα, δεν πρόλαβε να εξομολογηθεί.
—Δεν πειράζει, είναι παλιές καραβάνες αυτοί (οι άνθρωποι).
Πράγματι
η μητέρα του έζησε στο χωριό μία μετρημένη και απλή ζωή, χωρίς ανέσεις,
ευκολίες και διασκεδάσεις. Αλλά και χωρίς φθόνους και κακίες με
τους συνανθρώπους.
Ο Γέροντας άλλοτε εκμυστηρεύτηκε την κατάσταση μερικών ανθρώπων που έχουν κοιμηθή, τονίζοντας ότι τους βλέπει.
Ο
ιερέας Π. έλεγε σε έναν καθηγητή: «Ο π. Σεραφείμ έχει μεγάλα χαρίσματα
και αρετές. Είναι στα μέτρα του γέροντα Παϊσίου, του π. Πορφυρίου και
του γέροντα Ιακώβου Τσαλίκη».
Όταν
πήγε στο κελλί του, ο Γέροντας του φώναξε από μακρυά: «Άκου να σου πω,
εγώ είμαι ένα βρωμόσκυλο. Δεν είμαι σε μέτρα εγώ. Τί είναι αυτά που πας
και λες για μένα;». Ο Γέροντας ήταν ενήμερος για την συζήτησή τους χωρίς
κανείς να του πή τίποτα.
Κάθε
χρόνο λειτουργούσε στην πανήγυρη του ναού της Αναλήψεως, που βρίσκεται
στην κορυφή ενός λόφου, κοντά στο χωριό Ομορφοχώρι Λάρισας.
Μία
χρονιά, ο οδηγός του τελευταίου αυτοκινήτου παρεκάλεσε τον Γέροντα
να μπή στο αυτοκίνητο για να τον πάη στην Λάρισα. Ο Γέροντας
αρνήθηκε χαμογελώντας και λέγοντας «θα φτάσω νωρίτερα».
Ο
δρόμος ήταν ερημικός, οδηγούσε αποκλειστικά στο ναό και δεν υπήρχε
περίπτωση να τον μεταφέρη κάποιος άλλος. Όταν η παρέα με το αυτοκίνητο
έφτασε στην Λάρισα, είδαν τον π. Σεραφείμ έξω από τον Άγιο Βησσαρίωνα
και χαμογελώντας τους ανταπέδωσε τον χαιρετισμό. Να σημειωθή ότι
παρόμοιες μαρτυρίες έχουν λεχθή και από άλλα πνευματικά παιδιά του.
Είδε
μία γυναίκα στο αστικό και υστέρα είπε σε κάποιον: «Είδα την ψυχή της
και τρόμαξα. Πολύ κακός άνθρωπος, πώ, πώ, πώ, φίδι ήταν».
Άλλοτε
είπε: «Ήρθε εδώ μία παρέα Προτεστάντες. Εξωτερικά έδειχναν πολύ φιλικοί
και μου έλεγαν για τους αγαθούς σκοπούς και τα σχέδιά τους. Έκανα
προσευχή και μπήκα μέσα στην σκέψη τους. Απ’ έξω εφαίνοντο σαν αρνιά και
μέσα ήταν λύκοι. Παμπόνηροι άνθρωποι».
Είπε για κάποιον νέο: «Αυτό το παιδί είναι άγιο. Λάμπει το πρόσωπό του από την συχνή θεία κοινωνία».
Είπε στην κυρία Δήμητρα να μη στενοχωρείται για την κόρη της που χώρισε, γιατί σύντομα θα ξαναπαντρευτεί, πράγμα που συνέβη.
Ο γυιός της
ήταν παντρεμένος και δεν είχαν παιδί. Ο π. Σεραφείμ όταν τον ρώτησε η
μητέρα του απάντησε: «Θα αποκτήσει παιδί, αλλά μετά από χρόνια». Πέρασαν
οκτώ χρόνια και απέκτησαν ένα παιδάκι.
Είπε
σε νέο ιερέα που του ήταν άγνωστος: «Για τις φωνητικές σου χορδές που
έχεις πρόβλημα, να πίνης γάλα και να ψέλνεις χαμηλόφωνα».
Εκείνος
εξεπλάγη, κατενόησε ότι είναι χαρισματούχος ο Γέροντας και έκτοτε
τον επισκεπτόταν συχνά στο σπιτάκι του και τον έκανε Πνευματικό του.
Η
περιοχή που έμενε ονομάζεται «Νταούλια». Ονομάσθηκε έτσι γιατί πριν από
πολλά χρόνια οι βοσκοί της περιοχής έβλεπαν σκιές και άκουγαν νταούλια.
Τα ζώα τους τρόμαζαν και γύρω από τα
πηγάδια εύρισκαν περίεργες πατημασιές.
Ο
Γέροντας είπε πως τα έχει δει αυτά τα δαιμόνια. Είναι μαύρα, έχουν ύψος
1.60 μ. και παίζουν νταούλια. Μάλιστα πολλές φορές τον ενοχλούσαν.
Ο
π. Παύλος Τσουκνίδας ρώτησε κάποτε τον π. Σεραφείμ για ένα σημαντικό
πρόβλημα που υπήρχε στην ενορία του. Του είπε: «Εσύ να προσεύχεσαι και
αυτή η μικρή φουρτούνα θα περάσει. Μή στενοχωριέσαι. Θα λες την ευχή και
όλα θα πάνε καλά».
Μετά από λίγες μέρες εντατικής προσευχής, λύθηκε το πρόβλημα.
Για
να ευχαριστήση τον Θεό συνέχισε με περισσότερο ζήλο την προσευχή του.
Όμως μετά τα μεσάνυχτα στις 2.00 με 3.00 μέσα στην ησυχία άρχισαν
να χτυπάν τα μπουριά της ξυλόσομπας και να κάνουν περίεργους θορύβους.
Αμέσως μετά έξω στον δρόμο άρχισαν να μαλώνουν γάτες πολλές με φωνές
άγριες και παρατεταμένες. Δεν ήταν σίγουρος αν πράγματι ήταν αληθινές
γάτες ή ο πειρασμός. Την λύση του την έδωσε ο Γέροντας λίγες μέρες
αργότερα.
Ενώ
συμβούλευε για διάφορα πνευματικά θέματα, ξαφνικά του λέει: «Να ξέρης,
πάτερ μου, αυτά που ακούς, έξω από το παράθυρό σου όταν προσεύχεσαι, δεν
είναι αληθινές γάτες. Όχι, όχι. Είναι ο πειρασμός. Να μη φοβάσαι εσύ,
και μη διακόπτης την προσευχή σου. Θέλει να σε τρομάξη. Φθονεί την
προσευχή. Εσύ να προσεύχεσαι, όπως προσεύχεσαι. Αυτός την δουλειά του
και μείς την δουλειά μας. Και τα μπουριά της σόμπας αυτός ο πονηρός τα
χτυπάει. Σου το λέω να το ξέρης, για να μή φοβάσαι».
Ο
Γέροντας πολλές φορές είπε για γεγονότα που θα συνέβαιναν στο μέλλον.
Χαρακτηριστικά, προείπε για το τσουνάμι πολύ καιρό νωρίτερα.
Πηγή: Ασκητές μέσα στον κόσμο, τόμος Β΄,έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωσης Χαλκιδικής, 2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου