Το
μεσογειακό καλοκαίρι είναι η μεγάλη γιορτή του ελάχιστου και του ταπεινού ή
αλλιώς του πρωτογενούς και του αρχέτυπου. Η ζωή μπορεί να κατοικεί σε ένα τόσο
δα κοχυλάκι που την στροβιλίζει με απίστευτη δυναμική μέσα στους λαβύρινθους
του και την εκτοξεύει πέρα από τις γραμμές των οριζόντων. Πανηγύρι αυθεντικών αισθήσεων.
Να, αν ψάχναμε μια από τις γεύσεις του ελληνικού καλοκαιριού, θα την βρίσκαμε
να μεγαλώνει αργά πίσω από μια ξερολιθιά, κρεμασμένη από την κολοκυθιά ή τη
μελιτζανιά σαν μικρός μύθος. Και μετά θα τη συναντούσαμε παρέα με τον κατεξοχήν
χυμό της Μεσογείου, το λάδι, πάνω στο αρχοντικό, λευκό, τραπεζομάντηλο να
απειλεί την αστραφτερή αθωότητά του με μια στάξη δεμένης, κόκκινης, σάλτσας. Οι
σαλάτες φούρνου – όπως έλεγε το μπριάμ και το ιμάμ μια μαγείρισσα με το άρωμα
αλλοτινών καιρών από την Πάρο – είναι
χαρακτηριστική γεύση του ελληνικού καλοκαιριού. Κι οι «σκοτεινές»
μελιτζάνες - ας μνημονεύουμε τον
προπάππου Όμηρο με τον μπλάβο πόντο – παίρνουν και το χρώμα του ελληνικού
καλοκαιριού καθώς ταιριάζουν με τις φλογερές ντομάτες.
Να
λοιπόν η καλή ώρα της μελιτζάνας μέσα σε ατμόσφαιρα συντροφική, κάτω από τα
πλατιά φύλλα της μουριάς, πάνω στο καθαρό ακόμα τραπεζομάντηλο. Οι σχετικά
λεπτές εγκάρσια κομμένες φέτες μπαίνουν στον πυρωμένο φούρνο, ντανιασμένες πάνω
σε λαδόκολλα και αλειμμένες με λάδι, «με το φτερό», ελάχιστο δηλαδή. Όταν
μαλακώσουν καλά, μεταφέρονται στο βαθύ τηγάνι όπου ήδη δένουν το τσιγαρισμένο,
χοντροκομμένο, παλιό κρεμμύδι, οι συνθλιμμένες, ολόκληρες, σκελίδες σκόρδου, οι
τριμμένες ώριμες ντομάτες, το αλάτι και το πιπέρι.
Το
«μελωμένο» πια ιμάμ μας, τη φέτα της μελιτζάνας με όλη τη μαγική ακολουθία της,
τη μεταφέρουμε πάνω σε στρογγυλά παξιμαδάκια και τα «διανθίζουμε» με φρεσκάδα
και δροσιά, με ψιλοκομμένα φύλλα μαϊντανού. Όλα τα άλλα μπαίνουν και ακολουθούν
το μονοπάτι του καλοκαιριού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου