Πέμπτη 19 Ιουνίου 2014

Ποιός σοῦ ‘πε πώς τά ὂνειρα, σάν γείρουνε πεθαίνουν
καί σταματοῦν στίς θάλασσες, τοῦ νοῦ νά ταξειδεύουν;
Ὃποιος τό εἶπε μήποτε, δέν εἶδε ν’ ἀνασαίνουν,
γερμένων πλοίων μνῆμες τους, μά μήτε ν’ ἀναδεύουν,

πελάγη κι ὠκεάνειες, ρότες παληές καί νέες
κι ὡς στέκονται μέ ὓφαλα, στήν ἂμμο σφηνωμένα,
νά πλέουν μέ ἀνάμνησες, παληοῦ καιροῦ γενναῖες,
σέ ἂλλες ρότες ἂγνωστες, γιά θαλασσοδαρμένα,

γερμένα σαπιοκάραβα, πού ‘χουν ψηλά τήν πλώρη
καί στέκ’ ἀκόμη ὂρθια, θαρρεῖς καί ἀρμενίζει
καί πάνω στό κατάστρωμα, παληοί θαλασσοπόροι,
νά κοινωνοῦν στό ὂνειρο, π’ οὐδόλως γονατίζει.

Γ.Μ

Δεν υπάρχουν σχόλια: