Επιμέλεια Κειμένου: Βαχαβιώλος Δημήτριος, Αρχαιολόγος
Σ' ένα κείμενο του 16ου αιώνα, το μαρτύριο του νεομάρτυρα Ιωάννη από τα
Γιάννενα, υποδεικνύονται τα Γιάννενα ως σημαντικό μοναστηριακό κέντρο
της εποχής. Η απόδοση της ιδιότητας αυτής
στην ιστορική πόλη των Ιωαννίνων οφείλεται κυρίως στη μοναστική
πολιτεία, που είχε αναπτυχθεί στο νησί της λίμνης Παμβώτιδος. Το
νησί αυτό, προστατευμένο από τα νερά της λίμνης, αποτέλεσε όχι μόνο
καταφύγιο, όπως υποδεικνύουν οι τελευταίες στιγμές της ζωής του Αλή
Πασά, αλλά και ιδεώδης χώρος για ασκητές. Αποτέλεσμα της ιδιότητος αυτής
ήταν να συγκροτηθεί στο νησί μοναστική πολιτεία με οκτώ μοναστήρια.
Η
παλαιότερη μνεία για συγκροτημένη μονή του νησιού απαντάται σε
αφιερωτικό σημείωμα κώδικα του Μουσείου Μπενάκη, που χρονολογείται στον
13ο αιώνα. Στο σημείωμα αναφέρεται η αφιέρωση του κώδικα αυτού στη μονή
του Αγ. Νικολάου του Ιακώβου του Νησιού από τον κληρικό Μιχαήλ
Φιλανθρωπινό. Ο τελευταίος ανακαίνισε στα 1292 τη Μονή
Φιλανθρωπινών, σύμφωνα με την επιγραφή του υπέρθυρου του κυρίως ναού του
καθολικού της μονής. Αν και η μονή του Αγ. Νικολάου του Ιακώβου
ταυτίζεται με τη μονή των Φιλανθρωπινών, είναι φανερό ότι δεν πρέπει να
αποκλειστεί η παρουσία οργανωμένου μοναστικού βίου στο νησί πριν τα τέλη
του 13 ου αιώνα.
Παράλληλα, η μαρτυρία της επιγραφής αποκαλύπτει και μια άλλη πτυχή της
ιστορίας των μονών της νήσου. Ο Μιχαήλ Φιλανθρωπινός προερχόταν από
μεγάλη αρχοντική οικογένεια της πόλεως των Ιωαννίνων. Ωστόσο, η μαρτυρία
αυτή δεν είναι η μοναδική. Γραπτές πηγές και επιγραφικά δεδομένα
αποκαλύπτουν ότι άρχοντες των Ιωαννίνων ιδρύουν, προστατεύουν και
διευθύνουν ως ηγούμενοι τις μονές του νησιού.
Το πιο γνωστό από τα μοναστηριακά ιδρύματα είναι αυτό της Μονής του Αγ. Νικολάου των Φιλανθρωπινών ή του Σπανού,
που βρίσκεται σε βραχώδες ύψωμα στο νοτιοδυτικό άκρο του οικισμού του
νησιού. Σήμερα από το μοναστηριακό αυτό συγκρότημα διατηρείται το
καθολικό, η τράπεζα της μονής καθώς και μεταγενέστερα διώροφα κελιά. Το
συγκρότημα περιβάλλει λιθόκτιστος περίβολος.
Η ίδρυση της μονής ανάγεται πριν τη τελευταία δεκαετία του 13 ου αιώνα.
Το χρονικό αυτό όριο προκύπτει από τα δεδομένα της επιγραφής του
υπερθύρου της εισόδου του κυρίως ναού του καθολικού. Αν και η επιγραφή
αυτή χρονολογείται στον 16 ο αιώνα, αποκαλύπτει την ανακαίνιση του
καθολικού στα 1292 από τον Μιχαήλ Φιλανθρωπινό, τοπικό εκκλησιαστικό
παράγοντα. Αν και δεν είναι γνωστή η μορφή του καθολικού πριν την
ανακαίνιση του Μιχαήλ, ωστόσο φαίνεται ότι μετά την ανακαίνιση ο ναός
έλαβε τη μορφή του ξυλόστεγου μονόχωρου ναού.
Ο ναός αυτός ανακατασκευάστηκε μερικώς κατά τον 16 ο αιώνα. Στα 1531-32
υπολογίζεται ότι χρονολογούνται οι τοιχογραφίες του ιερού βήματος και
του κυρίως ναού μέχρι τη γένεση της καμάρας. Στον κυρίως ναό το
εικονογραφικό πρόγραμμα διαιρείται σε τέσσερις επάλληλες ζώνες. Στην
κατώτερη εικονίζονται ολόσωμοι άγιοι, ενώ σκηνές από το Χριστολογικό και
Θεομητορικό κύκλο αποτελούν το περιεχόμενο των υπόλοιπων ζωνών. Στο
ιερό βήμα απαντώνται παραστάσεις σχετικές με το μυστήριο της Θείας
Ευχαριστίας και την Ενσάρκωση.
Η επιγραφή του υπερθύρου του κυρίως ναού δεν αναφέρει μόνο την ανακαίνιση του Μιχαήλ Φιλανθρωπινού.
Αναφέρει
και ένα ακόμα μέλος της οικογένειας των Φιλανθρωπινών, τον Ιωάσαφ. Ο
Ιωάσαφ, που ήταν ηγούμενος της μονής, μερίμνησε στα 1542 για την
αντικατάσταση της ξυλοσκεπής με καμάρα, η οποία αγιογραφήθηκε.
Παράλληλα, αγιογραφήθηκε και η λιτή της μονής. Ο διάκοσμος της
τελευταίας αποτελείται από επάλληλες ζώνες. Την κατώτερη ζώνη, όπου
εικονίζονται ολόσωμοι άγιοι, διαδέχονται τέσσερις επάλληλες ζώνες με
παραστάσεις μαρτυρίων καθώς και λιγοστές σκηνές από τον Ακάθιστο Ύμνο
και το βίο του Αγ. Νικολάου.
Ο Ιωάσαφ αναφέρεται και σε μια ακόμα επιγραφή, που βρίσκεται στο νότιο
τοίχο της λιτής. Σύμφωνα με την επιγραφή αυτή στα 1560 ο ηγούμενος
Ιωάσαφ φρόντισε να κτιστούν και να διακοσμηθούν οι τρεις εξωνάρθηκες,
που περιβάλλουν το ναό και το νάρθηκα σε σχήμα Π.
Τον δυτικό εξωνάρθηκα κοσμούν παραστάσεις Αίνων, των παραβολών του
Ιησού καθώς και σκηνές από το βίο δυο μεγάλων ασκητών, του Αγ. Γερασίμου
του Ιορδανίτου και του Οσίου Εφραίμ του Σύρου. Στο βόρειο εξωνάρθηκα
έχουν απεικονιστεί σκηνές μαρτυρίων καθώς και σκηνές από την Παλαιά
Διαθήκη, όπως η Διάβαση της Ερυθράς θαλάσσης από τους Εβραίους. Σκηνές
από την Παλαιά Διαθήκη κοσμούν και ένα τμήμα του νοτίου εξωνάρθηκα καθώς
και μια μεγάλη παράσταση της Δευτέρας Παρουσίας. Στον ίδιο εξωνάρθηκα
έχουν απεικονιστεί και επτά σοφοί της αρχαίας Ελλάδος ως προάγγελοι του
Ιησού.
Οι τοιχογραφίες των δυο πρώτων φάσεων έχουν αποδοθεί στο Φράγκο
Κατελάνο από τη Θήβα, ενώ αντίθετα οι τοιχογραφίες της τρίτης φάσης
αποδίδονται στους αδελφούς Γεώργιο και Φράγκο Κονταρή επίσης από τη
Θήβα. Οι καλλιτέχνες αυτοί αποτελούν τους κορυφαίους εκφραστές ενός
καλλιτεχνικού ρεύματος, που αναπτύχθηκε αρχικά στην Ήπειρο και στη
συνέχεια εξαπλώθηκε στο δυτικό και κεντρικό ελλαδικό χώρο. Πρόκειται για
τη λεγόμενη Σχολή της Βορειοδυτικής Ελλάδος ήΣχολή Θηβών .
Βασικό γνώρισμα του καλλιτεχνικού αυτού ρεύματος αποτελεί ο γόνιμος
εμπλουτισμός της καλλιτεχνικής παράδοσης της Μακεδονίας και των
βορειότερων περιοχών της Βαλκανικής, όπως διαμορφώνονται κατά τον 15 ο
αιώνα, με στοιχεία της κρητικής ζωγραφικής και δυτικές επιδράσεις.
Σε μικρή απόσταση από τη Μονή Φιλανθρωπινών βρίσκεται η Μονή Στρατηγοπούλου ή Ντίλιου. Από
τη μονή διατηρείται το καθολικό της μονής με ένα διώροφο κελί, που
είναι προσκολλημένο στη δυτική πλευρά του ναού. Τα δυο κτίσματα
περιβάλλει λιθόκτιστος περίβολος, που περικλείει επίσης και ερείπια
άλλων κελιών και κτηρίων της μονής.
Η μονή πρέπει να ιδρύθηκε το 13 ο αιώνα καθώς τότε χρονολογείται το
καθολικό, που εντάσσεται στον αρχιτεκτονικό τύπο μονόχωρου ξυλόστεγου
ναού. Η διπλή ονομασία της μονής αποκαλύπτει τις αρχοντικές οικογένειες,
που ευεργέτησαν τη μονή. Πιθανώς, όμως, να αποκαλύπτει και τους ιδρυτές
της μονής καθώς η οικογένεια Στρατηγοπούλου ήταν από τις πιο ισχυρές
οικογένειες των υστεροβυζαντινών Ιωαννίνων. Αντιθέτως, η οικογένεια
Ντίλιου ευεργέτησε τη μονή το 17 ο αιώνα.
Το καθολικό της μονής είναι κατάγραφο με τοιχογραφίες του 1542-43, όπως
αποκαλύπτει επιγραφή στο νότιο τοίχο του νάρθηκα. Στην επιγραφή αυτή
εκτός από το έτος ίδρυσης αναφέρονται και τα ονόματα του Νήφωνα και του
Σωφρονίου, πιθανόν μοναχών της μονής, που χρηματοδότησαν την αγιογράφηση
του καθολικού.
Στο τεταρτοσφαίριο του ναού εικονίζεται αντί για την καθιερωμένη
παράσταση της Πλατυτέρας, το όραμα των προφητών Ιεζεκιήλ και Αββακούμ.
Στην παράσταση αυτή κυριαρχεί η στηθαία μορφή του Ιησού ως Μεγάλης
Βουλής Άγγελος σε ακτινωτή δόξα, που περιβάλλεται από τα ευαγγελικά
σύμβολα. Στον ημικύλινδρο της αψίδας εικονίζεται η αγγελική λειτουργία
καθώς και η παράσταση του Μελισμού με τους συλλειτουργούντες ιεράρχες.
Ο διάκοσμος του κυρίως ναού διαιρείται σε τρεις ζώνες. Στην κατώτερη
εικονίζονται ολόσωμοι άγιοι, κυρίως στρατιωτικοί. Ακολουθούν δυο ακόμα
ζώνες με σκηνές από τη ζωή και τα Πάθη του Ιησού. Αντιθέτως, ο νάρθηκας
κοσμείται με παραστάσεις από το βίο της Θεοτόκου καθώς και τη μνημειακή
παράσταση της Δευτέρα Παρουσίας στο δυτικό τοίχο. Η διακόσμηση του
νάρθηκα συμπληρώνεται με τις παραστάσεις της Βάπτισης στο αρκοσόλιο του
βορείου τοίχου και του Αγ. Ιωάννη του Χρυσοστόμου ως πηγή της Σοφίας στο
αρκοσόλιο του νοτίου τοίχου.
Ο τοιχογραφικός διάκοσμος του ναού είναι έργο ενός αξιόλογου
καλλιτέχνη, που εντάσσεται στα πλαίσια της καλλιτεχνικής παράδοσης, που
εκπροσωπούν οι ζωγράφοι των τριών φάσεων του καθολικού της Μονής
Φιλανθρωπινών. Η μόνη διαφορά είναι ότι έχει επηρεαστεί περισσότερο από
την καλλιτεχνική παράδοση της Κρήτης.
Νοτιότερα από τις Μονές Φιλανθρωπινών και Ντίλιου βρίσκεται η Μονή Ελεούσας ή Αγίου Νικολάου των Ανέμων ή των Γκιουμάτων ή των Μεθοδάτων .
Για μια ακόμα φορά, οι διάφορες ονομασίες της μονής αποκαλύπτουν τις
αρχοντικές οικογένειες των Ιωαννίνων, που ευεργέτησαν τη μονή. Ωστόσο, η
μονή είναι γνωστότερη ως Μονή Ελεούσας. Η ονομασία αυτή οφείλεται σε
εικόνα της Παναγίας Ελεούσας, που μεταφέρθηκε στη μονή το 16 ο αιώνα
ύστερα από θαυματουργική εύρεση.
Η μονή περιλαμβάνει το καθολικό και τα κελία κτισμένα σε διαφορετικά
χρονικά διαστήματα. Το καθολικό χτίστηκε στις αρχές του 16 ου αιώνα στον
τύπο του μονόχωρου θολοσκεπή ναού με πλευρικό νάρθηκα στη βόρεια
πλευρά. Το τελευταίος αυτός χώρος έχει καταστραφεί και ό,τι είχε
απομείνει ενσωματώθηκε στα κελιά, που εφάπτονται στη βορειοανατολική
πλευρά του ναού.
Στα 1724 - 1748 πραγματοποιήθηκαν εργασίες ανακατασκευής του καθολικού
με τη μέριμνα του ηγουμένου Νικηφόρου. Στην ανακαινιστική δραστηριότητα
της περιόδου αυτής, που μαρτυρεί επιγραφή στο νάρθηκα του ναού,
οφείλεται η σημερινή μορφή του καθολικού. Τότε, λοιπόν, κατεδαφίστηκε ο
δυτικός τοίχος και έτσι ο ναός ενώθηκε με το νάρθηκα. Ένας καινούργιος
νάρθηκας προστέθηκε στα δυτικά καθώς και ένας εξωνάρθηκας. Αντίστοιχος
εξωνάρθηκας κτίστηκε και στο δυτικό μέρος του πλευρικού εξωνάρθηκα.
Το καθολικό είναι κατάγραφο με τοιχογραφίες τριών φάσεων. Στην πρώτη
φάση εντάσσονται οι τοιχογραφίες του ανατολικού τμήματος του καθολικού,
που αντιστοιχεί στο ιερό βήμα και τον αρχικό κυρίως ναό. Ο διάκοσμος
αυτός έχει αποδοθεί στην καλλιτεχνική δραστηριότητα των αδελφών Κονταρή,
που διακόσμησαν και τους εξωνάρθηκες της Μονής Φιλανθρωπινών. Επομένως,
η αρχική αυτή φάση αγιογράφησης του ναού χρονολογείται στο δεύτερο μισό
του 16 ου αιώνα.
Το δυτικό τμήμα του καθολικού, που αντιστοιχεί στον αρχικό νάρθηκα του
ναού, κοσμείται από τοιχογραφίες, που έχουν χρονολογηθεί γύρω στα μέσα
του 18 ου αιώνα. Περιλαμβάνει σκηνές από τον Ακάθιστο Ύμνο καθώς και από
το βίο της Θεοτόκου. Στην ίδια περίπου περίοδο εντάσσονται και οι
τοιχογραφίες του νεότερου νάρθηκα του ναού, όπως μαρτυρεί επιγραφή της
ανακατασκευής του καθολικού. Σύμφωνα με την επιγραφή ο ζωγράφος
Αναστάσιος από το Καπέσοβο Ζαγορίου διακόσμησε το νάρθηκα στα 1759. Το
εικονογραφικό πρόγραμμα του χώρου αυτού συνίσταται από σκηνές της
Παλαιάς Διαθήκης και από το βίο του Αγ. Νικολάου, ενώ οι Αίνοι
απεικονίζονται στο θόλο του ναού.
Μεταξύ των κειμηλίων της μονής εντάσσονται και ορισμένες αξιόλογες
φορητές εικόνες του 16 ου αιώνα καθώς και έντυπα βιβλία, που έχουν
εκδοθεί στη Βενετία. Από τις εικόνες ξεχωρίζει αυτή της Ελεούσας από την
οποία έλαβε η μονή το όνομά της. Οι εικόνες αυτές πιστεύεται ότι είναι
έργα εργαστηρίων της πόλης των Ιωαννίνων.
Στο νοτιοδυτικό τμήμα του νησιού και σε μικρή απόσταση από τη Μονή Ελεούσας βρίσκεται η Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρα .
Για τη μονή δεν υπάρχουν αρκετές μαρτυρίες. Φαίνεται ότι ιδρύθηκε τον
17 ο αιώνα καθώς και ότι είχε σχέσεις με τον Πάνο Ιερομνήμονα, επιφανή
Γιαννιώτη έμπορο της Βενετίας. Η Μονή πυρπολήθηκε κατά τη διάρκεια της
πολιορκίας των Ιωαννίνων του Αλή Πασά από τα σουλτανικά στρατεύματα
(1822). Ύστερα από την καταστροφή αυτή, η μονή περιήλθε στη Μονή
Ελεούσας. Έτσι, οι ηγούμενοι της Μονής Ελεούσας έφεραν πια το τίτλο
''Ελεούσης και Σωτήρος''.
Ο σημερινός ναός κτίστηκε στα 1850 με δαπάνη του Αββακούμ, ηγουμένου
της Μονής Ελεούσας. Πρόκειται για μια τρίκλιτη βασιλική, που στεγάζεται
εσωτερικά με δέκα φουρνικά, ενώ εξωτερικά είναι ξυλοσκεπή. Το ναό αυτό
διακόσμησε στα 1851 ο αγιορείτης μοναχός Άνθιμος.
Στα 1872 ο ηγούμενος Αββακούμ, που μερίμνησε για την οικοδόμηση του
σημερινού καθολικού της μονής, ίδρυσε πλησίον του καθολικού ιερατική
σχολή, που λειτούργησε μέχρι το 1922.
Στη ψηλότερο σημείο του νησιού υψώνεται η Μονή του προφήτου Ηλιού .
Η μονή πιστεύεται ότι ιδρύθηκε στην υστεροβυζαντινή περίοδο, αν και δεν
υπάρχουν στοιχεία που το τεκμηριώνουν. Πάντως, το σημερινό καθολικό
ιδρύθηκε λίγο μετά την καταστροφή της μονής από τα σουλτανικά
στρατεύματα το 1822. Πρόκειται για ένα μονόχωρο ναό με νάρθηκα δυτικά
και κελί προσαρτημένο στη νότια πλευρά. Στη βόρεια πλευρά έχει κτιστεί
ένα μικρό καμαροσκεπές παρεκκλήσι, που εφάπτεται του ναού. Κατά την
ανοικοδόμηση του καθολικού ενσωματώθηκαν στο νεότερο ναό τμήματα του
παλαιότερου.
Η τοιχογράφηση του ναού πραγματοποιήθηκε σε δυο φάσεις. Στην πρώτη φάση
εντάσσονται οι τοιχογραφίες του ιερού, που σύμφωνα με επιγραφή έγιναν
στα 1833 από το Γιαννιώτη ζωγράφο Θεοδόσιο και το γιό του Κωνσταντίνο. Ο
υπόλοιπος ναός αγιογραφήθηκε στα 1918. Η φάση αυτή έχει αποδοθεί στο
ζωγράφο Πολύκαρπο Αναστασίου από τους Χιονιάδες της Κόνιτσας.
Νοτιοανατολικά του οικισμού του νησιού βρίσκεται η Μονή του Αγ. Παντελεήμονος .
Η ίδρυση της μονής ανάγεται πριν τις αρχές του 16 ου αιώνα, όπως
φανερώνει η αυτοβιογραφία δυο τοπικών ασκητών με αρχοντική καταγωγή, των
Οσίων Νεκταρίου και Θεοφάνους των Αψαράδων. Στις αρχές του 19 ου αιώνα ο
ναός καταστράφηκε δυο φορές από την πτώση βράχων από το γειτονικό λόφο.
Ο ναός ανακατασκευάστηκε ύστερα από τη δεύτερη πτώση βράχων από τον
ηγούμενο Ανανία.
Στην περίοδο αυτή εντάσσεται και το καθολικό της μονής, που ανήκει στο
τύπο της τρίκλιτης βασιλικής με υπερυψωμένο νάρθηκα. Τμήματα από τον
παλαιότερο ναό έχουν ενσωματωθεί στο νεότερο ναό, όπως είναι ο νότιος
τοίχος του ναού. Στην εξωτερική επιφάνεια του τοίχου αυτού αποκαλύφθηκαν
τμήματα τοιχογραφιών, που εντάσσονται σε τέσσερις διαφορετικές
ζωγραφικές φάσεις (15ος, 16ος, 17ος, και 19ος αιώνας). Αντιθέτως, στο
εσωτερικό του ναού δε διατηρούνται τοιχογραφίες παρά μόνο ορισμένα
σπαράγματα τοιχογραφιών με ανεικονικό διάκοσμο στο νότιο τοίχο.
Στη βόρεια και στη νότια πλευρά του καθολικού σώζονται τα αναστηλωμένα
κελιά της μονής. Στα νότια κελιά δολοφονήθηκε ο περίφημος Αλή Πασάς των
Ιωαννίνων το Γενάρη του 1822. Σήμερα, στα κελιά αυτά λειτουργεί μουσείο
της προεπαναστατικής περιόδου, ενώ στα βόρεια φυλάσσεται συλλογή
χειρογράφων και παλαιοτύπων από τις μονές της νήσου.
Σε πολύ μικρή απόσταση από τη μονή του Αγ. Παντελεήμονος βρίσκεται η Μονή του Αγ. Ιωάννου του Προδρόμου .
Η μονή αυτή ιδρύθηκε στα 1506-7 από τους Οσίους Νεκτάριο και Θεοφάνη
τους Αψαράδες, τους μετέπειτα ιδρυτές της Μονής Βαρλαάμ των Μετεώρων.
Στην αυτοβιογραφία των δυο ασκητών περιγράφεται η ανέγερση της μονής,
που ήταν ιδιαιτέρως δύσκολη. Έπρεπε να μπαζωθεί τμήμα της λίμνης αλλά
και να αποκοπεί τμήμα της σπηλιάς με την οποία εφάπτεται ο ναός.
Από το μοναστηριακό ίδρυμα των Αψαράδων διατηρείται μόνο το καθολικό.
Τα κελιά είναι αρκετά μεταγενέστερα και έχουν πρόσφατα ανακαινιστεί. Ο
ναός έχει κτιστεί σε ένα ιδιότυπο αρχιτεκτονικό τύπο, που συνδυάζει τον
σταυρεπίστεγο με τον λεγόμενο αγιορείτικο τρίκογχο. Τοιχογραφίες κοσμούν
το εσωτερικό του ναού, που σύμφωνα με επιγραφή πάνω από τη δυτική
είσοδο, χρονολογούνται στο 1789. Στην επιγραφή αυτή αναφέρονται και τα
ονόματα των χρηματοδοτών της αγιογράφησης, ηγουμένου Αναστασίου και
Βασιλείου Βαλκάνου καθώς και μελών της συντεκνίας των κρασοπούλων
(οινοπωλών). Μέλη της συντεκνίας αυτής, στην οποία ανήκε και ο Βασίλειος
Βαλκάνης, συνέχισαν να ευεργετούν τη μονή καθώς τα μέλη της συντεκνίας
των χανιτζήδων (πανδοχείς).
Τα
επτά μοναστήρια, που παρουσιάστηκαν πιο πάνω, δε φαίνεται να ήταν τα
μοναδικά μοναστήρια, που υπήρχαν στο νησί της λίμνης Παμβώτιδος. Σύμφωνα
με την παράδοση ένα ακόμα μοναστηριακό συγκρότημα υπήρχε στο νησί.
Πρόκειται για τον ενοριακό ναό του οικισμού, το ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.Ο
ναός, που είναι κτισμένος στο τύπο της τρίκλιτης βασιλικής,
ανακαινίστηκε κατά το πρώτο μισό του 19 ου αιώνα και έχει επηρεαστεί
άμεσα από τη γιαννιώτικη αστική αρχιτεκτονική.
Ανάλογες παραδόσεις υποδεικνύουν και άλλες θέσεις της νήσου ως χώρους
ασκήσεως από τη βυζαντινή κιόλας περίοδο. Οι υποδείξεις αυτές, αν και
στερούνται μέχρι στιγμής αρχαιολογικών τεκμηρίων, κάνουν φανερό την
εκτίμηση των ασκητών ότι το προστατευμένο από τα νερά της λίμνης νησί
αποτελεί ιδεώδη χώρο άσκησης. Ωστόσο, η μοναστηριακή πολιτεία του νησιού
της λίμνης Παμβώτιδος δεν απομονώθηκε από την πόλη των Ιωαννίνων.
Αντιθέτως, αποτέλεσε εστία θρησκευτική, παιδευτική και καλλιτεχνική, της
οποίας μοναδικοί πλέον μάρτυρες είναι τα αρχαιολογικά δεδομένα.
πηγή
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου