Σάββατο 7 Ιουνίου 2014

Γιώργος Σαραντάρης (1908-1941)

Επιλογές από ποιήματα του Γιώργου Σαραντάρη κατά την περίοδο 1936-1938. Περιέχονται στα «ΠΟΙΗΜΑΤΑ» (τόμος τέταρτος), Αθήνα 1987, εκδ. Gutenberg
Ο Γ. Σαραντάρης ήταν ποιητής, φιλόσοφος και δοκιμιογράφος της Γενιάς του '30.


 
Ένας καινούριος, ένας παρείσακτος είχε σηκωθεί και μιλούσε. Τον βλέπαμε όλοι μας για πρώτη φορά. Μέτριος στο ανάστημα, με αραιά μαλλιά, και χοντρά μυωπικά γυαλιά, τσίριζε περισσότερο παρά που μιλούσε, ορθός στις μύτες των ποδιών, με τις φλέβες του λαιμού φουσκωμένες και το καρύδι πεταχτό πάνω από ένα κακοκουμπωμένο πουκάμισο. Η φωνή του ένρινη και οξεία, πρόδιδε φανερά την ιταλική της προέλευση. Ήταν ο Γιώργος Σαραντάρης, και είχε φτάσει λίγο καιρό πριν, για να κάνει τη στρατιωτική του θητεία, από το Πανεπιστήμιο της Macerata. Όταν μου είπαν ότι έγραφε ποιήματα, προσθέτοντας το επίθετο «παράξενα», κάτι σκίρτησε μέσα μου. Σκέφθηκα πόσο θα'ταν ωραίο αν κι αυτός ο τόσο σπουδαίος, που μπορούσε να τα βάλει με αληθινούς φιλοσόφους, ήταν ένα ομοϊδεάτης κι ερχόταν να προστεθεί στην παράταξη που, με την ανυπόμονη φαντασία μου, έβλεπα κιόλας να σχηματίζεται στην Ελλάδα. Ήμουν, όπως και για τους άλλους, ένα φίλος, ένα θαυμαστής των νέων τρόπων στην Ποίηση, και τίποτε άλλο.
Έβγαλε αμέσως από την τσάντα του ένα μικρούτσικο βιβλιαράκι και μου το χάρισε. Ήταν οι Αγάπες του Χρόνου. Ένας άλλος τρόπος να βλέπεις και να στοχάζεσαι τα πράγματα, το αναποδογύρισμά τους και η ίσια τους μεριά, ταυτόχρονα κι αξεχώριστα. Πολύ γρήγορα γίναμε φίλοι. Στ' αυτιά μου αντηχεί ακόμα η φωνή του η ιδιότυπη, που ήξερε τόσο καλά να απομονώνει τους ωραίους στίχους, να τους γεύεται ώρα πολύ και να τους ακολουθεί σ' όλες τους τις προεκτάσεις.
Δεν έχω γνωρίσει, θα' θελα να το διακηρύξω, μορφή πνευματικού ανθρώπου αγνότερη από τη δική του. Άπραγος, αδέξιος, ανίκανος για οτιδήποτε πρακτικό, ζούσε με το τίποτε, και δεν του χρειαζότανε τίποτε άλλο έξω από την Ποίηση. Δηλαδή, το αντίθετο ακριβώς απ' αυτό που ονειρεύονται οι αστοί για τα παιδιά τους. Έτσι όμως είχε φθάσει ως το σημείο να μπορεί να υψώνει τα μεγάλα του ασθενικά μάτια ως τις πλατωνικές Ουσίες. Η παρουσία του εκείνη την εποχή εκείνη, νομίζω, ήταν καίρια. Επιτέλους, να κάποιος αδικημένος από τη φύση, φτωχός, έρημος, που έστρεφε το κάτοπτρο από την ύβρι της ζωής προς το θαύμα της. Και με πίστη, με πεποίθηση, με δύναμη που μόλις χωρούσε στο λιγοστό του σώμα. Οι μέρες του ήταν γεμάτες εργασία. Ήταν οι πέτρες που χρησιμοποιούσε για να χτίσει την ηθική του προσωπικότητα - και αυτό είναι που του έδωσε κάποτε το μεγάλο θάρρος να καταγγείλει την παρακμή και ν' αποτείνει προς τον θεοποιημένο Καβάφη το αγέρωχο ερώτημα «αγάπησες ποτέ σου μια Ρωξάνη;».


Οδυσσέας Ελύτης (για το Γιώργο Σαραντάρη), Ανοιχτά Χαρτιά, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 2000

Δεν υπάρχουν σχόλια: