Ἦταν μιὰ φορά, ἐκεῖνο
τὸν καιρὸ λοιπόν, ποὺ δὲν γίνονταν λόγος γιὰ ἐπαγγελματικὴ ἐξασφάλιση, μήτε γιὰ
κοινωνικὴ ἀσφάλιση, πόσο μᾶλλον γιὰ σύνταξη γήρατος ἢ τὸ πολυπόθητο στὶς μέρες
μας ἐφάπαξ. Ἀνασφάλεια. Ἀνασφάλιστοι λοιπόν, μὰ ὄχι ἀνασφαλείς. Τὸ νὰ μὴν
κάνεις σφάλματα: ἀσφάλεια. Τὸ ἄγχος τοῦ νὰ προτρέχεις στὸ νὰ μὴν σφάλεις: ἀνασφάλεια,
ὁ φόβος τῆς ἀπολυτότητας. Σ’ ἐκείνους τοὺς καιροὺς ὅμως, ποὺ θέλω νὰ μεταφερθῶ,
ἐκεῖνο ποὺ ἔδινε τὴν κατ’ ἀναλογία σημερινὴ συντάξιμη ἐξασφάλιση, ἦταν τὸ ὄνειρο
τοῦ Καραγκιόζη “ἐκεῖνο ποὺ μὲ τρώει, ἐκεῖνο ποὺ μὲ σώζει…”.
Ἦταν ἐκεῖνα τὰ
χρόνια λοιπὸν ποὺ οἱ ἄνθρωποι δὲν ἐπέλεξαν τὴν ἀνάπτυξη ὡς νόημα στὴν ζωή τους ἀλλὰ τὴν ἄνθηση. Δὲν ἐπέλεξαν νὰ ἀναπτύσσονται, δηλαδὴ δὲν θέλησαν νὰ
παράγουν ὅλο καὶ παραπάνω πτυχὲς ἄνεσης καὶ εὐκολίας, σὲ μιὰ διαρκῆ αὔξηση τῶν
δεικτῶν εὐμάρειας, ἀλλὰ ἐπέλεξαν τὴν ἄνθηση, δηλαδὴ ἔχοντας ἐπίγνωση τῆς
θνητότητας καὶ τῆς ἀδυναμίας τους, τῶν γυρισμάτων τοῦ χρόνου καὶ τῆς ἱστορίας,
κατάλαβαν πὼς μόνο ἡ ἄνθηση μπορεῖ νὰ προσφέρει ζωὴ στὴν ζωή τους. Ἡ ἄνθηση ποὺ
ἔδινε τὴν σκυτάλη στὴν καρποφορία, κι αὐτὴ μὲ τὴν σειρά της στὸν χειμώνα, δηλαδὴ
τὴν προσμονὴ τῆς ἄνθησης, ἡ ὀποία ἔρχεται ξανὰ κι αὐτὴ πάλι στὴν ὥρα της. Μιὰ κίνηση πάλιν καὶ πολλάκις,
περιστροφική.
Τί εἶναι λοιπὸν ἡ
περιστροφὴ γύρω ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας; Εἶναι τακτικὴ ἀρχέγονη. Εἶναι τὸ πρῶτο μας
παιχνίδι. Καθὼς ἤμασταν παιδιὰ καὶ μᾶς κουβαλοῦσαν οἱ γονεῖς στὶς ὑποθέσεις
τους, κι ἑμεῖς βαριόμασταν καὶ γυρίζαμε γύρω ἀπὸ τὸν ἄξονά μας καὶ ταυτόχρονα γύρω
ἀπ’ τὴν φούστα τῆς μάνας μας, δοκιμάζαμε τὸν ἑαυτό μας σὲ πόση ὥρα θὰ ζαλιστοῦμε.
Κι οἱ γονεῖς μᾶς λέγανε “βρὲ κάτσε φρόνιμα”. Τί εἶναι λοιπὸν ὁ ἐνιαύσιος
κύκλος, ὁ ἐνιαυτὸς τῆς Ἀνατολῆς, καὶ σὲ τί διαφέρει ἀπὸ τὴν ρουτίνα τῆς
καθημερινότητας, ἀπὸ αὐτὸ ποὺ γέννησαν τὰ οἰκονομικά συστήματα. Σχήματα ταυτόσημα, κινήσεις ἴδιες.
Μὰ ἀντιλήψεις διαφορετικές. Χριστούγεννα, Πάσχα, Καλοκαίρι, Φθινόπωρο,
Χειμώνας, Ἄνοιξη, καὶ πάλι καλοκαίρι, καὶ πάλι Χριστούγεννα, Πάσχα, καλοκαίρι,
Χριστούγεννα, Πάσχα, καλοκαίρι, καὶ ξανὰ ἀπὸ τὴν ἀρχή.
Κάποτε οἱ ἄνθρωποι,
λοιπὸν δὲν ἐγκλωβίζονταν στὸν χρόνο καὶ
στὸ χῶρο, ἀλλὰ ο αὐτὸς ὁ Χωροχρόνος γίνονταν ἐργαλείο-μέσον πρὸς μία πορεία ἀέναη,
κίνηση-κατεύθυνση πρὸς τὸ Πᾶν. Ἡ περιστροφικὴ κίνηση στὴν Ἀνατολὴ διατηρεῖται
ἀκόμα στὶς μέρες μας στοὺς χοροὺς τῶν Δερβίσηδων, μοναχικῶν ταγμάτων τοῦ Ἰσλάμ,
μποὺ ντουνιὰ τσὰρκ φελέκ - bu dunya cerk-i felek - ὁ κόσμος εἶναι σφαίρα καὶ γυρίζει, ἀλλὰ κάπως συμβατικά, μέχρι νὰ καταλήξει σὲ
φολκλόρ παράσταση. Ἡ ἐνιαύσια περιστροφὴ στὴν Ἀνατολὴ διατηρεῖται στὴν οὐσία
της, στὸν ασκητικὸ μοναχικὸ κανόνα. Προσευχή, ἀκολουθία, γεῦμα, ἐργόχειρο, ἀκολουθία,
ἀνάπαυση καὶ τούμπαλιν… Συνεχής κίνηση γιὰ μιὰ ζωή.
Ἀλλὰ ἂς φύγουμε ἀπ΄
τὴν ἔρημο. Δουλειά, φαγητό, ὕπνος, δουλειά φαγητό, ὕπνος, δουλειά, φαγητό, ὕπνος,
διασκέδαση τὸ σαββατοκύριακο καὶ τούμπαλιν συνεχής κίνηση γιὰ μιὰ ζωή.
Ὅλες, κινήσεις ἀναζήτησης
γιὰ τὸ κάτι παραπάνω, γιὰ νὰ φτάσεις νὰ ἀκουμπήσεις τὸ Πᾶν.
Ἐγκλωβιστήκαμε σὲ μιὰ ρουτίνα
καθημερινότητας, περιστροφικὴ γύρω ἀπὸ τὰ ἴδια πράγματα καὶ δὲν μᾶς ἀρκεῖ
τίποτα καὶ δὲν μποροῦμε νὰ φτάσουμε στὸ Πᾶν.
Κάποτε ὅμως οἱ ἄνθρωποι
ζοῦσαν αὐτὸν τὸν ἐνιαύσιο κύκλο, ζοῦσαν κάθε στιγμὴ καὶ δὲν τοὺς ἔνοιαζε ἂν ζοῦσαν
τὰ ἴδια καὶ τὰ ἴδια πράγματα. Ζοῦσαν τὸν Χειμώνα, τὴν Ἄνοιξη, τὸ Καλοκαίρι, τὸ
Φθινόπωρο, τὰ Χριστούγεννα, τὸ Πάσχα, καὶ ξανὰ καὶ ξανά, χορός ἐκστατικός ποὺ σὲ ἐκτοξεύει στὸ Πᾶν. Εἶναι ἐκεῖ ποὺ ὁ Χῶρος καὶ ὁ Χρόνος γίνονται Χορός.
Αἰσθήσεων φώτισον ἁπλὴν πεντάδα
Καὶ συνεχίζω τὸ ἐρώτημα, καὶ μὲ τὴν στενα-χώρια τί γίνεται;
Ὅσο
κι ἂν τὰ πάντα γύρω μας εἶναι στὰ μέτρα μας ταιριασμένα, καὶ μὲ μιὰ ἀπλὴ κίνηση
τὰ ἔχουμε ὅλα στὸ χέρι. Ὅσο κι ἂν ὅλα μᾶς
εἶναι βολικά, πώς μπορεῖ ὁ χώρος νὰ παραμένει στενά-χωρος. Στριφογυρνᾶς μέσα στὴ κάμαρη
σου, στὸ δωμάτιο σου κι ἀκοῦς τὸ τραγούδι νὰ σοῦ λέει:
Ἂν δὲν χωρᾶς σὲ μιὰ ἄδεια πατρίδα,
ἂν δὲν σοῦ
φτάνει σὲ μιὰ ἐλπίδα τυφλή…
τότε τί κρίμα,
τί κρίμα, τί κρίμα
παντοῦ
περισεύεις καὶ παντοῦ ξεψυχᾶς
τότε τί κρίμα,
τί κρίμα, τί κρίμα
δὲν χωρᾶς πουθενά, δὲν χωρᾶς πουθενά
-
Βρίσκεται
στὴ διάταξη τοῦ χώρου λοιπὸν τὸ
πρόβλημα τῆς στενότητας;
Ἂς προσεγγίσουμε τὸ χῶρο καὶ ἀπὸ τὶς λοιπὲς αἰσθήσεις. Ἂς καταφύγουμε στὴ μουσική, μιὰ
τέχνη μὴ ὁπτική, τέχνη τοῦ ἤχου, αρμονική. Σίγουρα ἡ μουσικὴ εἶναι τέχνη
διαφορετικὴ ἀπὸ τὶς ὁπτικὲς τέχνες. Δὲν εἶναι ἀνώτερη ἐπειδὴ δὲν εἰκονίζεται ἢ
εἶναι πιὸ πνευματική. Ἁπλὰ μάλλον ἡ μουσικὴ τέχνη φτιάχνει χῶρο γρηγορότερα. Ἀκοῦς, κι ἀμέσως ταξιδεύεις σὲ χώρους, σὲ χωριὰ καὶ χῶρες, καὶ τὰ
ζεῖς ὅλα αὐτὰ στὸ τώρα, καὶ σὲ ὅποιον χῶρο
τυχαίνει νὰ βρίσκεσαι, ἀκόμα κι ἂν δὲν ἔχεις παραστάσεις προσλαμβάνουσες ἀπὸ ὅλους
αὐτοὺς τοὺς χώρους. Ἕνα «στενό» χῶρο ἡ μουσικὴ τὸν κάνει πολὺ πιὸ
γρήγορα εὐρύχωρο. Ἀρκεῖ ἕνα
σφύριγμα, ἕνα τραγούδι. Ἀρκεῖ ἕνα χειροκρότημα σ' ἕνα ἄδειο δωμάτιο, σ' ἕναν ἄδειο
χῶρο γιὰ νὰ τὸν γεμίσει. Μιὰ στενὴ
προοπτικὴ νὰ τὴν ἁπλώσει.
Κι
ὅμως μέσα σ' αὐτὴν τὴν ὑπερπληθώρα τῆς ἐποχῆς, συνεχίζεις νὰ μὴν καλύπτεσαι, οὔτε
κι ἀπ' τὴ μουσική, ὅσα κομμάτια μουσικὰ κι ἂν ἀκούσεις, κι ὅσα τραγούδια μπορεῖ
νὰ χωρέσει ὁ μεγάλης χωρητικότητας σκληρὸς δίσκος. Ὁ χῶρος γύρω σου παραμένει ἀκόμα στενός, ὅσο
κι ἂν τὸν ἔχεις ἀδειάσει, μήπως και χωρέσεις
μέσα σ' αὐτόν, μὰ… δὲν χωρᾶς πουθενά…
Ἀνατρέχεις
λοιπὸν σὲ ἄλλη τέχνη. Στὴν τέχνη τοῦ λόγου, ἀνεβαίνεις ἐπίπεδο. Κι ἐδῶ γιὰ τὴν ἴδια
αἰτία, ἡ τέχνη αὐτὴ μάλλον φαίνεται νὰ εἶναι λίγο πιὸ πάνω ἀπὸ τὶς ἄλλες. Γιατὶ
ἔτσι καὶ ξέρει νὰ χρησιμοποιεῖ κάποιος τὸν λόγο, τὰ λόγια καὶ τὶς λέξεις, τότε
φτιάχνει χώρο γύρω του, ἀκόμα
γρηγορότερα κι ἀπὸ τὴν μουσική. πχ. Διαβάζεις ἕνα βιβλίο κι ἀμέσως ὁ χῶρος ἔστω καὶ ἄδειος γεμίζει. Ἀκόμα καὶ
ὁ γεμάτος, ἀπὸ κόσμο γύρω σου, χώρος
στὸ μετρό, στὸ λεωφορείο διευρύνεται. Βέβαια ὁ γραπτὸς λόγος εἶναι ἔμμεσος,
λύση ἀνάγκης, δὲν εἶναι ἄμεση τέχνη τοῦ λόγου, τῆς ἐπικοινωνίας, τῆς Κοινωνίας.
Ἔτσι λοιπὸν βρίσκεσαι σὲ μιὰ παρέα, συζητᾶτε. Πόσο καλύτερος σοῦ φαίνεται ὁ χώρος τώρα; Ἀρχίζει καὶ γίνεται
πραγματικὰ εὐρύχωρος. Ἀρκεῖ μιὰ
κουβέντα καλὴ γιὰ νὰ ἀλλάξει ἡ μέρα.
Κι
ὅμως, αὐτὴ ἡ πληθωρικὴ ἐποχὴ δὲν σὲ γεμίζει, κι ὁ χῶρος παραμένει ἄδειος, μὰ ἐν ταυτῷ τόσο στενάχωρος. Δὲν σοῦ ἀρκοῦν οἱ γλαφυρὲς περιγραφές, τὰ λόγια τὰ πολλά, οἱ
ἀτέλειωτες συζητήσεις καὶ οἱ τηλεφωνικὲς «ἀπεριορίστου δωρεὰν χρόνου» συνομιλίες. Δὲν σοῦ ἀρκοῦν οἱ
πολύπλοκοι ἐπιθετικοὶ προσδιορισμοί, τὰ ρήματα καὶ τὰ οὐσιαστικά. Ὑπάρχουν
στιγμὲς ποὺ τὰ πάντα βουίζουν στ’ αὐτιά σου. Ὅλα χρησιμοποιοῦνται δίχως νὰ
φέρουν τὸ πραγματικό τους νόημα, ἁπλὰ καταναλώνονται. Τί εἶναι λοιπὸν πάνω κι ἀπ'
τὴν τέχνη τοῦ λόγου;
Ἂς πάρουμε ἕνα ἄλλο παράδειγμα τοῦ πώς
φτιάχνεται αὐτὸς ὁ νοητὸς χῶρος, ἀπὸ
τὴν ἔβδομη λεγόμενη τέχνη καὶ συγκεκριμένα τὴν ταινία τοῦ Ἀντρέι Ταρκόφσκυ ΣΤΑΛΚΕΡ. Ὁ Στάλκερ εἶναι ἕνας ξεναγὸς ἢ ἕνας
καθοδηγητής, ποὺ προσπαθεῖ νὰ ὁδηγήσει τὸν συγγραφέα καὶ τὸν ἐπιστήμονα, σ’ ἐκεῖνο
τὸ νοητὸ χῶρο, τὴ Ζώνη, ὅπου κάθε
κρυφὴ ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου μπορεῖ νὰ πραγματοποιηθεῖ. Καὶ
ἐνῶ ὁ Συγγραφέας καὶ ὁ Ἐπιστήμονας διασχίζουν τὴν ἐπικίνδυνη καὶ παράξενη ἔκταση
τῆς ἀπαγορεύμενης περιόχης, ἀποκλειστικῆς (ὄχι οἰκονομικῆς) Ζώνης, ὁ Στάλκερ, ὁ ὁδηγός τους, τοὺς
διηγεῖται μιὰ ἱστορία –ἀληθινὴ ἢ θρύλο, ἄγνωστο- γιὰ κάποιον ἄλλο Στάλκερ, μὲ τὸ
ὄνομα Ντικομπράζ . Ὁ Ντικομπρὰζ κατάφερε
νὰ περάσει στὴ Ζώνη καὶ εὐχήθηκε νὰ γυρίσει στὴ ζωὴ ὁ ἀδερφός του, ποὺ εἶχε
σκοτωθεῖ ἀπὸ δικό του σφάλμα. Ὅταν ὅμως γύρισε σπίτι, ἀνακάλυψε πὼς εἶχε γίνει
πάμπλουτος. Ἡ Ζώνη, ἀγνοώντας τὴν εὐχή του, ποὺ ὁ ἴδιος ἤθελε νὰ πιστεύει πὼς ἐκφράζει
ὅ,τι πιὸ πολύτιμο γι’ αὐτόν, ἐκπλήρωσε τὸν πραγματικό του πόθο, κι ὁ Ντικομπράζ
πῆγε καὶ κρεμάστηκε. Τελικά, οἱ δύο ἄντρες φτάνουν στὸν προορισμό τους.
Πέρασαν πολλά, σκέφτηκαν γιὰ τὸν ἑαυτό τους, καὶ δὲν ἔχουν τώρα τὸ θάρρος νὰ
περάσουν τὸ κατώφλι τοῦ δωματίου, τοῦ Φαντασιακοῦ ἐκείνου Κόσμου - ΧωροΧρόνου.
Καταλαβαίνουν τὸ τραγικό, ζήτησαν τὴ δύναμη νὰ κοιτάξουν μέσα τους, καὶ
τρόμαξαν.
… Μὲ τὸν Στάλκερ
θέλησα κατὰ κάποιο τρόπο νὰ δώσω μιὰ ὁλοκληρωμένη μαρτύρια· πὼς μόνο ἡ
ἀνθρώπινη ἀγάπη ἀποτελεῖ –θαυματουργή- ἀπόδειξη κατὰ τῆς ὠμῆς διαπίστωσης ὅτι
δὲν ὑπάρχει ἐλπίδα γιὰ τὸν κόσμο. Ἡ ἀγάπη εἶναι κοινὴ καὶ ἀδιαφιλονίκητα
πολύτιμη περιουσία μας. Παρόλο ποὺ δὲν ξέρουμε πιὰ πὼς ἀκριβῶς νὰ ἀγαπᾶμε… μᾶς λέει ὁ
σκηνοθέτης Ἀντρέι Ταρκόφσκυ.
Εἶναι
λοιπὸν ἄλλη τέχνη, ποὺ δὲν θέλει οὔτε κὰν λόγια, παρὰ μονάχα ἕνα βλέμμα, μιὰ
κίνηση, μιὰ εὐχὴ τοῦ νοῦ ἀπὸ καρδιᾶς. Τέτοια πράγματα γίνονται ἐργαλεία αὐτῆς τῆς
τέχνης. Τίποτα περισσότερο. Τὸν χῶρο
φτιάχνεις, συν+χωρᾶς.
Χωρᾶς τὴν φασαρία, χωρὰς τὴν βρωμιά, χωρᾶς
κάθε παραξενιά. Σχωρνᾶς τὸν κόσμο ὅλον.
Αὐτὸς
ὁ νοητὸς, ἰδανικὸς χῶρος, ὁ
παράδεισος, ἡ βασιλεία τοῦ «ἐντὸς ὑμῶν ἐστι», μπορεῖ νὰ εἶναι κιτσ; Γεμάτος πλαστικὲς
καρέκλες, πλαστικὰ τραπέζια καὶ πλαστικὰ πιάτα. Τίποτα ἔντεχνο δὲν διακοσμεῖ αὐτὸν
τὸν χῶρο. Δίχως μία ἐπιτήδευση. Γεμᾶτος
θόρυβο, δίχως κὰν μουσική. Παιδιὰ ποὺ τρέχουν ἀπὸ παντοῦ καὶ φωνάζουν, μανάδες
ποὺ προσπαθοῦν νὰ τὰ ταΐσουν. Ἄνθρωποι ποὺ δὲν ἔχουν συνείδηση τοῦ τριδολογικοῦ
δόγματος. Ἔνα πανηγύρι φολκλὸρ καὶ χωριάτικο…
ποὺ χωράει ὅμως τὰ πάντα!
«Χωρὶς λοιπὸν νὰ νοσταλγῶ μ’ αὐτὰ ποὺ λέω, τοὺς ἀργαλειοὺς ἢ τὶς
πέτρες τῶν ἐλαιοτριβείων, ἁπλῶς μακαρίζω τὰ χέρια τ’ ἀνθρώπινα πού, μὲ τὸ νὰ
φθείρονται ἐκεῖνα στὴν κλίμακα τὴν ἀτομική, ἀποκτούσανε τὴ δύναμη νὰ σταματοῦνε
τὴ φθορά στὴν κλίμακα τὴν ὁμαδική». [1]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου