Ή
Κλεισούρα, την όποια τέμνει ό ποταμός Δυτικός Μοράβας, περνώντας μέσα από τις
κατηφορικές πλαγιές των βουνών Όβτσαρ και Κάμπλαρ, ήταν κατοικημένη ακόμη από την
εποχή της προϊστορίας, κατά την αθηναϊκή εποχή και εξής έως και τον μεσαίωνα,
όταν κατοίκησαν εκεί (ανύψωσαν τις κατοικίες τους) οι μοναχοί πού κατέφευγαν από
τον Άθωνα και το Σινά κατά τις επιδρομές του Τουρκικού στρατού.
'Η
Κλεισούρα επειδή είναι με φυσικό τρόπο απομονωμένη και δύσκολα επισκέψιμη, ήταν
πάρα πολύ κατάλληλη για την ζωή των μοναχών πού ήταν αφιερωμένοι στην προσευχή,
ιδιαιτέρως των ασκητών, των κατοίκων της ερήμου. Οι Σιναΐτες πού ακολουθούσαν την
ησυχαστική παράδοση κατοίκησαν σέ πολυάριθμες σπηλιές πού δύσκολα μπορούσε
κανείς να τις προσέγγιση στους κρημνούς τού Κάμπλαρ και στην μεγαλύτερη απ’ αυτές,
στην όποια υπήρχε πηγή (καλουμένη Άγιοσαββαϊτική), ίδρυσαν σπηλαιώδη εκκλησία, αφιερωμένη
στην Μεταμόρφωση του Κυρίου. Τον ίδιο καιρό αλλά και αργότερα ανοικοδομήθηκαν και
άλλα μοναστήρια ως Κοινόβια, κρυμμένα στα απρόσιτα δάση της Κλεισούρας'
Το Σερβικό ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ. ς είναι μοναδικό σύνολο μοναχικών κατοικιών, πού ήταν κατοχυρωμένο από ψηλούς
πύργους - φρούρια, πού κτίσθηκαν στα υψώματα, τά όποια κυριαρχούσαν επάνω στις
εισόδους της Κλεισούρας στην δυτική πλευρά, στο κωνικό βουνό επάνω της Μονής
του Ευαγγελισμού και στον λόφο επάνω από την Μονή Γιόβανια, στην είσοδο της
Κλεισούρας έξ Ανατολών. Οι οχυρωμένοι πύργοι εκτός από το ότι συνεχώς εξυπηρετούσαν
να παρατηρούνται οι γύρω χώροι και οι είσοδοι, δέχονταν και μοναχούς και κατά την
διάρκεια των κινδύνων και των εχθρικών επιθέσεων εκεί φυλάσσονταν ότι πολύτιμο υπήρχε
στα Μοναστήρια. Στην χαλικόστρωση επέκταση τού Κάμπλαρ, ή οποία διεισδύει στην
κοίτη του ποταμού, διασωσμένη παράδοσις αναφέρει πύργο μετά καμπαναριού υπεράνω
της Μονής Γιόβανια, από το όποιο ανακοινώνονταν οι ώρες της προσευχής στα υπόλοιπα
Μοναστήρια της Κλεισούρας. Γραπτά χειρόγραφα των μοναχών, σέ ιερατικά βιβλία
μαρτυρούν πώς σ’ αυτή υπήρχε γραφείο γραμματείας και κάτωθεν τού χώρου αυτού
φυλακή. Στα χειρόγραφα μνημονεύεται ό πύργος ως Κλίμαξ, ώστε ή φυλακή μπορεί να
αναγνωρισθεί ως χώρος οικειοθελούς υπομονής και μαρτυρίων των μοναχών, χάριν
πνευματικών αναβάσεων τις όποιες περιέγραψε ό άγιος Ιωάννης της Κλίμακος,
Σιναΐτης ασκητής στο έργο του με τίτλο Κλίμαξ. Στον πύργο του Κάμπλαρ βρισκόταν
και εκκλησία αφιερωμένη στην κοίμηση της Θεοτόκου και στον πύργο άνωθεν της
Μονής τού Ευαγγελισμού υπήρχε ναός αφιερωμένος στον προφήτη της Παλαιάς
Διαθήκης, Ηλία. Κατά τις καταστροφές του οχυρού πού φύλαγαν τις εισόδους των
Μονών στην Κλεισούρα του Δυτικού Μοράβα, οι μοναχοί και οι πιστοί φύλαξαν την παράδοση
και τις αφιερώσεις των ιερών μνημείων τους. Και τούς δύο χώρους λατρείας, Ίλινιε
(= του προφ. Ήλιού) και της Κοιμήσεως, ανακαίνισε ό επίσκοπος Ζίτσης Νικόλαος
Βελιμίροβιτς πριν τον β' παγκόσμιο πόλεμο, υψώνοντας και άλλα εγκαταλειμμένα
μοναστήρια στην Κλεισούρα.
Στον
λόφο του Κάμπλαρ και στο μέρος όπου υπήρχαν οι βάσεις από τά ίχνη πού σώθηκαν των
γκρεμισμένων κτηρίων των περασμένων εποχών, πού ονομαζόταν Γκράντινα, πολύ
κοντά στον γκρεμισμένο πύργο με τις διασκορπισμένες του πέτρες ανεγέρθη εκκλησία,
ή όποια αφιερώθηκε και πάλι στην εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Ό ναός, ασυνήθιστης
αρχιτεκτονικής, έχει σχήμα κατά τά πρότυπα των μεσαιωνικών Ναών, πού είχαν κτίσει
υψηλοί εκκλησιαστικοί άρχοντες της Αχρίδας, των Ναών των άγιων Κωνσταντίνου και
Ελένης, της Θεοτόκου και του Νικολάου του Νοσοκομείου. Εσωτερικά, ό Ρώσος ακαδημαϊκός
ζωγράφος Ιωάννης Μελνίκοφ, πλούτισε το εικονοστάσι με εικόνες πού ζωγραφίσθηκαν
κατά το πνεύμα πού από αιώνες υπήρχε στην Σέρβική παράδοση της αγιογραφίας. Ό
Δεσπότης Νικόλαος είχε την επιθυμία στο ανύψωνα άνωθεν της Μονής Γιόβανια, στην
πάλαι ποτέ Λαύρα μεταξύ των ιερών του Σερβικού Αγίου Όρους, να την ορίσει ως
αιώνια κατοικία για τον εαυτό του, αλλά και για τούς μετέπειτα επισκόπους
Ζίτσης, σχηματοποιώντας τον Ναό από τούς ευρύχωρους τάφους, κτισμένους στην εξωτερική
πλευρά του βορεινού τείχους, έτσι όπως τον 14ο και 15ο αι., το σκέφθηκαν οι
πρόγονοί του. Ή πρόθεσης παρέμεινε άγνωστη στους συγχρόνους και στους διαδόχους,
Απραγματοποίητη μετά τά τραγικά γεγονότα των μαρτυρίων του Δεσπότου Νικολάου και
τού θανάτου του στην Αμερική.
Ή
εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου κτίσθηκε το 1939, στην χαραυγή των
δυστυχιών πού έφερε ό πόλεμος στα Μοναστήρια της Κλεισούρας Όβτσαρ - Κάμπλαρ,
σχεδόν μισό αιώνα έστεκε άδεια και έρημη, ως Μετόχι της Μονής Γιόβανια, πού τον
καιρό εκείνο γκρεμίστηκε, καταποντίστηκε και έκ νέου κτίσθηκε στο ίδιο μέρος. Στο
έρημο παρεκκλήσιο στην Κούλινα, τέλη 20οϋ αι. Φθάνουν προσκυνητές και ευεργέτες,
ώστε να εμποδίσουν την καταστροφή του και να του εμφυσήσουν ζωή.
Με τον ερχομό της Μοναχής Ναούμας το 2003, ως προεστώσα του νέου Μοναστηριού, με την εγκάρδια βοήθεια του λαού και του όλου και περισσοτέρου αυξανομένου αριθμού των φίλων της Μονής, έχουν πραγματοποιηθεί επιτυχώς εργασίες προς ανακαίνιση και εξοπλισμό του Ναού, των μοναχικών κελιών και ολοκλήρου του μοναστηριακού συγκροτήματος. Μετά την μεγάλη ανακαίνιση και την ανοικοδόμηση, με μαρμάρινα δάπεδα, το καινούργιο πέτρινο εικονοστάσι στον ναό και στο παρεκκλήσι και την ταιριαστή σχηματοποίηση τους και αφού ό επίσκοπος Ζίτσης Χρυσόστομος έκανε τά εγκαίνια το 2005, στο καινούργιο Μοναστήρι πού επανήλθε στην παλαιά μοναστηριακή του θέση, έζησαν ξανά οι ακολουθίες, οι ικεσίες των πιστών και τά διακονήματα των Μοναχών. Προς ενθύμηση και διαφύλαξιν του αφιερώματος, ό μοναστηριακός ναός πανηγυρίζει την εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (15 / 28 Αυγούστου) και το νότιο παρεκκλήσιο του στους Επτά Μάρτυρες τούς έν'Εφέσω (4/17 Αυγούστου και 22/4 Νοεμβρίου).
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου