Τά πόδια της ξυπόλητα, χορεύαν μές τόν δρόμο,
πού ‘χ’ ἡ βροχή τῆς Ἂνοιξης, ρυάκι μετατρέψει
κι ἡ πλάνα θηλυκότητα, σάν ἒρως δίχως νόμο,
τά δόλια εἶχε μάτια μας, στήν θέα τους πλανέψει
καί σέρνονταν ξοπίσω της, στά χνάρια πού ἀφῆναν,
τά γυμνωμένα πέλματα καί φέγγιζαν κεράκια,
μέ φλόγες πού ἀχνόφεγγαν, γι αὐτήν καί τρεμοσβῆναν
κι ἦταν θαρρεῖς ἱέρεια, στῶν πόθων τά σοκάκια ….
πού ‘χ’ ἡ βροχή τῆς Ἂνοιξης, ρυάκι μετατρέψει
κι ἡ πλάνα θηλυκότητα, σάν ἒρως δίχως νόμο,
τά δόλια εἶχε μάτια μας, στήν θέα τους πλανέψει
καί σέρνονταν ξοπίσω της, στά χνάρια πού ἀφῆναν,
τά γυμνωμένα πέλματα καί φέγγιζαν κεράκια,
μέ φλόγες πού ἀχνόφεγγαν, γι αὐτήν καί τρεμοσβῆναν
κι ἦταν θαρρεῖς ἱέρεια, στῶν πόθων τά σοκάκια ….
ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΑΛΤΕΖΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου