Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2014

Μνήµη καί βίωµα τῶν παλαιῶν ἐφηµερίων µας

Οἱ προπορευόµενοι.....

 

   π. Κων. Ν. Καλλιανός
Συντροφευμένο τό παλιό ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Ρηγίνου στόν Πύργο ἀπό τά πυκνοφυτευμένα πεῦκα ἀποτελεῖ κι ἀπομένει μιά ξεχωριστή, συγκινητική θά τήν ἔλεγα, σωματική καί πνευματική ὄαση, μέχρι σήμερα. Καί τό λέω αὐτό μέ τήν ἐμπειρία πού ἔχω, καθώς ξεπέρασα τό μισό αἰῶνα ζωῆς  καί καθώς ἀναλογίζομαι τήν ἀναψυχή, τήν ὁποία πρόσφερε αὐτό τό ξωκκλήσι στόν κουρασμένο καί ὀδυνώμενο ὁδοιπόρο πού ξεκινοῦσε ἀπό τό Λουτράκι, τή Γλώσσα καί τά Κλήματα καί κατευθυνόταν γιά τή Σκόπελο, μέχρι τά μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ 1960. Γιατί δέν ἦταν καί τόσο εὔκολο ν᾿ ἀνεβεῖς μέ τά πόδια τόν ἀνήφορο καί μάλιστα κάτω ἀπό ἀντίξοες συνθῆκες, μέ βροχή δηλαδή, ἤ μέ χιόνια, ὥστε νά πᾶς στή Χώρα! Τοῦτο δέ, ἐπειδή τό μονοπάτι ἦταν κακοστρατιά, παρ᾿ ὅλο πού τό περπατοῦσαν δεκάδες πόδια καθημερινά, ἀνθρώπων καί ζωντανῶν. Γι᾿ αὐτό καί κούραζε τόν στρατοκόπο πολύ. Ἔτσι ὁ Ἅγιος Ρηγῖνος ἀπο­τε­λοῦσε καί ἦταν ἡ παραμυθία τοῦ πληγωμένου ὁδοιπόρου, τοῦ ἄρ­ρω­στου, τοῦ ὑπόδικου, τοῦ χρεώστη.


γιος Ρηγνος στν Πργο
παρδοση θλει ν στθηκε κε, στ θση δηλαδ πο εναι τ κκλησκι, γιος Ρηγνος κατ τν ναζτηση το θηρου, τ ποο πρκειτο ν σκοτσει. στσο, τ βθος ατς τς χαμνης πι παρδοσης, σον φορ τν δρυση κα παρουσα τοτου το πανάρχαιου ναο –τ σημεριν κτσμα εναι το 17ου α. (τ παλαιτερο, πο σφαλς θ πρχε, πτε, ραγε, θεμελιθηκε;) εναι ξάπαντος λλο. Πρπει δ –κατ τν κτιμησ μου πντα– ν σχετζεται δρυση το ναο ατο μ κποιο θαμα πο γινε στ νησ, γνωστο πτε. πως σχετζεται περιοχ “Δρακοντσχισμα”μ κάποιο θαμα, πο σφαλς ο Σκοπελτες γνοοσαν, φο μτε πολς Καισριος Δαπντες τ ναφρει. Πντως ατ τ παλι ξωκκλσι πο παλαιτερα φιλοξνησε στ δπλα του κελλ κποιους μοναχος, νκει στ ερ το νησιο προσκυνματα, που ψυχ ναθλλει στν ρημα, ν συγκνηση νκλησης στ νο τν στιγμν τν παλαιτερων πανηγρων, τν Τρτη τς Πεντηκοστς –ατ μς παραδδει Δαπντες– ρχεται ν θυμσει πρσωπα ερων ερομονχων, πιτρπων, προσκυνητν, πανηγυριστν, τ ποα μνο Μνμη το Θεο διασζει μ κρβεια. πως πσης κα τν σων κατοκησαν τ γρω π τν γιο περιοχ, ζησαν κε, τελειθησαν κε κα θφτηκαν σιμ στν γιο. Ποιο, πσοι, ποι διτητ τους, λικα κα τ φλο τους; Δν θ τ μθουμε ποτ. Μνο στ σθαμπο τν ματιν τς ψυχς μας τοτες τς μρες, τς προερτιες τν Χριστουγννων μρες, θ τος παρατηρομε μσα σ να σγνεφο, σν ν κανε θυ­μ­αμα κα νεβανει λευκογλαζο, ν κατευθνονται στ μισοσκτεινο να το γου ν προσκυνσουν, ν᾿ κοσουν σως κα τν κολουθα π κποιο ταπειν Λευτη, πο φνοντας τ Χρα νβηκε κα σ᾿ κε­­νους τος ξωμερτες. Γιατ δν εναι δυνατ ατ πο ναφρονται στς Πα­­πα­δι­α­μαντικς τς σελδες, κι εναι ξπαντος γεγοντα, ν μν γι­ναν κα στ δικ μας τ χματα! Γραφδα δ βρθηκε ν τ᾿ ναστσει. Εδεμ θ εχαμε να πλθος πληροφοριν σχετικν μ τ θρησκευτικ συμπεριφορ τν προγνων μας. μως, στν ψυχ κτι φτερουγζει π τ ργος τς μνμης το χτς, πο πρασε φνοντας μονχα τν ασθηση παρουσας κποιων ταπεινν ψυχν, ο ποοι  μς παρατηρον π τ ψος το χρνου κα τν ελογημνη τ Βγλα το Θεο.


Τρα, λοιπν, ς πασχσουμε ν συλλαβσουμε τ χρνο το χτς μ τ διθεση τς ελαβικς τς μνμης, λλ κα τς εγνωμοσνης πναντι στ πρσωπα κενα τν προκατχων μας, ερων κα ερομονχων, κε­νων πο προπορετηκαν δηλαδ. τσι, μρες προερτιες πο εναι κι καταχνι ξω π τ ξωκκλσι το γου κατεβανει σιωπηλ μαζ μ τ μελανιασμνα τ σγνεφα, καθς στ μισοσκταδο το ερο Β­μα­τος ξετυλγεται τ νμα τς Εχαριστιακς προσφορς, μνμη προ­σπα­θε ν συνδρμει τν ρα τς ναφορς μ τν νκληση τν σων προ­πο­ρε­τηκαν στ χρο ατ κα τν καθαγασαν προσφροντας κι κενοι τ Δρα τους, μ τς διες λξεις, σως στν διο τν χο, μ μεγαλτερη ελβεια σφαλς, τονζοντας κενο τ, “τ Σ κ τν Σν”.

Καθρεφτζεται στν σιτητ τους δικ σου ναξιτητα· π τς ρχαες τς πλκες το ερο νεβανει γρασα τν δακρων τους κα ο κεσες τν προσευχν τους, ν στος τοχους, πο τος φωτζει πενιχρ τ μελισσοκρι-δυστυχς το μπορου-θαρρες πς λιτανεουν ο ψυχς ατν πο εροργησαν, αἰῶνες τρα, στ χρο ατ..... ς ποπειραθομε ν τος χνογραφσουμε. Μ  διθεση ελβειας λλ κα εγνωμοσνης, μ γνωρζοντας πολλς φορς μτε τ νματα κποιων π᾿ ατος, γιατ  μ τ σκνη πο φησε χρνος ξαφανστηκαν μν, μως καθνας π᾿ ατος εναι ββαιο, τι ποτυπθηκε στ Μνμη το Θεο κα στ κιτπια τς γνωστης κκλησιαστικς στορας τν λησμονημνων ξωκκλησων μας.  γνωστο πτε κα πς.

Στ θμβος, λοιπν, το χτς συνυπρχουν τ Πρσωπα τν παλαιν κενων ερων μ τ σκαμνα πρσωπα π τ βσανα, τος κπους κα τν δνη. λλ γιατ χι κι π τ δκρυα; Τ δκρυα πο νβαιναν στ πληγωμνα τους μτια π μι ψυχ κουρασμνη π τν καθημεριν τν μχη. 

Ν σηκνεσαι χαρματα, ν βρχει ν χιονζει κι σ ν πηγανεις γι τ Πανηγρι, γι ν λειτουργσεις, γι ν στεφανσεις, ν βαφτσεις, ν θψεις.... Πτε μ τ πδια, πτε μ τ φτωχ κι ποσταμνο γαϊδου­ρκι, ατ τ μσον τς μετακνησης, ατ τν ψυχολα πο πομονετικ φερε στν πλτη του μαζ μ τν ερα κα τ ερ, στε ν τελεστε τ Μυστριο τς Θεας Εχαριστας1.

χι, δν πρχαν ττε βαλιτσκια μ λα τ χρειδη σον φορ τν τλεση τς Θεας Λειτουργας σ κτς το νοριακο ναο χρο. Τ ερ τους ο παλιο ο παπδες τ τοποθετοσαν σ ταγρια· τ διο κα τ λι­τ, καλαγνια δισκοπτηρα κα τ κομψ, καπνισμνα, μως, μπροτζινα  θυ­μιατ. Μαζ τους εχαν πσης κα τ παρατητο ξυλο­κρβουνο, βγαλ­μ­νο π καμνι, γι τ ναμμα το θυμιατο. Κα βδιζαν ρες, γι φτ­σουν στν προορισμ τους. Μουσκεμνοι, κουρασμνοι, πεινασμνοι κ­ποτε, περμεναν μ τ περσσευμα το προσφρου ν πνε στ φαμλια τους λγο ψωμ2 κι ,τι τος φλευαν στ καλβια: τυρ, βγ, φροτα...

Ο προπορευμενοι, λοιπν, τν ποων τ νματα χουν γραφε στ βιβλο το Θεο “δι τν μαρτυραν ν εχον” (π. 6,10). ερες κα ερομναχοι, κθε λικας κα τξεως. Ατο εναι, κενοι ο ποοι, κθε φορ πο πηγανουμε ν λειτουργσουμε στ παλι ξωκκλσια μς νογουν τ δρμο, παραμερζοντας τν καθημεριντητα κα τς συννεφις το βου, πρς τν Κατνυξη, πρς τν γλυκασμ τς ψυχς, πρς τν νθευτη δοξολογικ ανεση το νματς Του. Σκβουμε μπροστ στούς σκιους τους μ σεβασμ κα εχαριστες, εγνωμονντας τους.


                               

                                               
  πηγή«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 137

           Ἰανουάριος 2014

Δεν υπάρχουν σχόλια: