Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2014

Το καφενείο των ποιητών στο Κολωνάκι




Από τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και τον Κώστα Βάρναλη στους πολιτικούς της δεκαετίας του ’80 κι από κει στους νοσταλγούς της ρομαντικής Αθήνας, οι οποίοι απολαμβάνουν σήμερα το καφεδάκι τους όπως... παλιά, ανακατεμένοι με τη νεολαία.

Το καφενείο στην πλατεία Δεξαμενής στο Κολωνάκι δεν είναι ένα απλό στέκι, έχει συνδεθεί με την Ιστορία της νεότερης Ελλάδας. Οταν πριν από περίπου τέσσερα χρόνια κατέβασε ρολά (μετά το «πείραμα» της «μεταμόρφωσής» του σε ακόμη ένα καθωσπρέπει στέκι του Κολωνακίου), οι κάτοικοι της περιοχής έχασαν αυτομάτως κάτι από την όμορφη ρουτίνα της καθημερινότητάς τους. Το φετινό καλοκαίρι, ευτυχώς, ο ιστορικός καφενές απέκτησε και πάλι πνοή. Και κάπως έτσι πήρε ξανά και η πλατεία το παραδοσιακό ελληνικό χρώμα της.

«Αυτό δεν είναι μαγαζί, είναι θρύλος» λέει στην «κυριακάτικη δημοκρατία» ο Νεκτάριος Νικολόπουλος, γνωστός επιχειρηματίας, ο οποίος βρίσκεται πίσω από το νέο ξεκίνημα της «Δεξαμενής» σε συνεργασία με τον συνεταίρο του Παύλο Γιαβή και τον δικηγόρο Γιάννη Μαρακάκη.

Οι τρεις τους αποφάσισαν να μην αλλάξουν καθόλου το ύφος του καφενείου. «Είσαι στο κέντρο της Αθήνας και νομίζεις ότι βρίσκεσαι σε πλατεία χωριού. Ο χαρακτήρας αυτού του μαγαζιού οφείλει να μείνει παραδοσιακός. Αυτή είναι άλλωστε και η ομορφιά του. Να σηκώνεις τις τέντες το καλοκαίρι και να βλέπεις τον έναστρο ουρανό» συνεχίζει ο κ. Νικολόπουλος. «Ούτε τζάμια θα βάλουμε ούτε θα κάνουμε ειδικές κατασκευές. Καλύτερα να χάσουμε δυο μήνες δουλειάς τον χειμώνα, παρά να του δώσουμε την εικόνα των καφέ της πλατείας Κολωνακίου» σημειώνει.

Οι κάτοικοι της πλατείας (και όχι μόνο) αγκάλιασαν αμέσως το νέο καφενείο τους. Ο λόγος είναι προφανής: τους θύμισε τα παλιά. Ο βαρύς γλυκός, η βανίλια, τα ουζάκια, τα τσίπουρα, οι μεζέδες, όλα σε λογικές τιμές, τους ταξίδεψαν στο παρελθόν. Οι αναμνήσεις ξύπνησαν και πολλοί ήταν οι πελάτες που αναζήτησαν το παλιό τους στέκι, βρίσκοντας εκεί ένα κομμάτι της χαμένης νιότης τους. «Μας επισκέφθηκε μια κυρία 100 χρονών, η οποία είχε να βγει από το σπίτι της δύο χρόνια. Την έφερε εδώ ο ηλικιωμένος γιος της. Με χαρά και συγκίνηση κάθισε μαζί του σε ένα τραπεζάκι, ήπιε το καφεδάκι της και επέστρεψε σπίτι της. Βρήκε τη δύναμη να έρθει στο παλιό της στέκι» μας λέει ο επιχειρηματίας.

Και οι νέοι όμως φαίνεται ότι έχουν βρει στη «Δεξαμενή» ένα καινούργιο σημείο συνάντησης. «Δεν είναι μόνο η οικονομική κρίση. Η νεολαία έχει κάνει στροφή στις απλές χαρές της ζωής. Μπορούν να ξεχωρίσουν αυτό που αξίζει πραγματικά. Οι δύο τελευταίες δεκαετίες δεν ήταν η πραγματικότητα. Τώρα γίνεται η αλλαγή...» σχολιάζει ο Νεκτάριος Νικολόπουλος και προσθέτει ότι η καλύτερή του ώρα στο μαγαζί είναι όταν ηλικιωμένοι, νέοι και μαμάδες με παιδιά γίνονται ένα, δημιουργώντας ένα ιδιαίτερο ψηφιδωτό πελατείας. Ο χαρακτηρισμός «Νηπιαγωγείο, Μπαρ, Γηροκομείο» που είχε αποδώσει στο καφενείο ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στις αρχές του 20ού αιώνα είναι λοιπόν κάτι παραπάνω από διαχρονικός.

Ο θρύλος

«Εκεί απάνω βρήκα μαζί με τα ψηλά δέντρα, τον καθαρόν αέραν, τον ήλιο και τη μακρινή θέα του Σαρωνικού, που με μεθούσε με τη γαληνάδα του και τ’ αστράμματά του, τον καλύτερο εαυτόν μου... Η Δεξαμενή τότε είχε όλη της τη φυσική ομορφιά. Δεν είχε μαρμάρινες σκάλες, δεν ήταν σφιγμένη σε... κορσέδες από πέτρινα ντουβάρια και σιδερένια κάγκελα. Χαιρότανε το ψήλος της και τη λευτεριά της μακριά από τη βέβηλη πολιτεία. Οι λεύκες της ψηλές και ρωμαλέες, από τις ωραιότερες της Αθήνας, χαρίζανε τον δροσερό τους ίσκιο στους ερημίτες της νεοελληνικής λογοτεχνίας και μια βρύση στη μέση έτρεχε αδιάκοπα μέρα και νύχτα και αχολογούσε φλύαρα και χαρούμενα σαν ένα πλήθος από πουλιά...»

Ετσι έγινε εικόνα στα μάτια του Κώστα Βάρναλη η Δεξαμενή, στο Κολωνάκι το 1906. Οπως έχει γράψει ο σπουδαίος λογοτέχνης στα απομνημονεύματα του, στο συγκεκριμένο σημείο δεν υπήρχε πλατεία στις αρχές του περασμένου αιώνα. Ηταν απλά ένας λόφος, από τον οποίο το βλέμμα σου μπορούσε να ταξιδέψει ως τη θάλασσα.

Εκεί, στην όμορφη γωνιά της Αθήνας, είχε φτιάξει το πρώτο καφενεδάκι της Δεξαμενής ο κυρ Γιάννης, ο οποίος είχε πελάτες λογίους. Μεταξύ αυτών και ο Βάρναλης, που το περιέγραψε πολλές φορές στα γραφόμενά του. Ηταν μια παράγκα και τον χειμώνα ο αέρας έμπαινε από τις χαραμάδες και τους θέριζε. Ακριβώς δίπλα στα τζάκι υπήρχε ένα σιδερένιο στρογγυλό τραπέζι με πολλά βιβλία πάνω. Ηταν το τραπέζι των ανθρώπων του πνεύματος των αρχών του περασμένου αιώνα. Εκεί μελετούσαν, αντάλλασσαν απόψεις και προετοιμάζονταν για τις εξετάσεις του διπλώματός τους.

Τους ζεστούς μήνες το σκηνικό άλλαζε. Τα τραπέζια έβγαιναν έξω, οι συζητήσεις γίνονταν με τη συνοδεία ούζου και μεζέ, ενώ οι φωνές και τα γέλια των νέων φοιτητών δεν άφηναν τους ηλικιωμένους να διαβάσουν την εφημερίδα τους ούτε τους γείτονες να κοιμηθούν το μεσημέρι ή αργά το βράδυ. Ο Βάρναλης το έχει παραδεχτεί στα γραπτά του ότι ο ίδιος μαζί με άλλους «μαλλιαρούς» της θορυβώδους συντροφιάς ήταν υπεύθυνοι για την οχλαγωγία που επικρατούσε στη γειτονιά, ενώ φλέρταραν τα κορίτσια από... μακριά κάνοντάς τους καντάδες δίχως να ελπίζουν περισσότερο. «Αγαπούσαμε μονάχα εξ αποστάσεως όλοι μαζί το ίδιο κορίτσι στην οδό Δεινοκράτους και του κάναμε καντάδες. Και ποτές δεν τσακωθήκαμε γι’ αυτόν τον κοινό καημό. Δεν είχε καμία προοπτική να καταλήξει σε τίποτα. Ηταν ο καημός του... άπειρου, που έδερνε την άδεια και χαώδη νεανική καρδιά μας εκείνου του καιρού. Ξεθυμαίναμε στα... ποιήματα» έγραψε ο λογοτέχνης στα απομνημονεύματά του.

Στην παρέα των διανοουμένων που σύχναζαν στο καφενεδάκι του κυρ Γιάννη ήταν ακόμη ο Κονδυλάκης, που υπήρξε και πρώτος πρόεδρος της Ενωσης Συντακτών το 1914, ο Σουρής, ο Καζαντζάκης και βέβαια ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Ειδικά ο κοσμοκαλόγερος, όπως τον αποκαλούσαν χαρακτηριστικά, ήταν σχεδόν κάθε μέρα στην παράγκα της Δεξαμενής από το 1906 έως το 1908, ενώ εκεί τραβήχτηκε η πρώτη φωτογραφία του -έπειτα από πολλές αντιρρήσεις του συγγραφέα- από τον Παύλο Νιρβάνα.

«Το συγκεκριμένο καφενείο ήταν πιο πολύ περίπτερο. Δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για το σημείο όπου βρισκόταν ακριβώς. Εκείνη την εποχή, στις αρχές του αιώνα, η Δεξαμενή δεν ήταν όπως σήμερα» σχολίασε στο παρελθόν ο συγγραφέας Γιάννης Καιροφύλας, ο οποίος ερευνά εδώ και δεκαετίες την παλιά Αθήνα.

Καθώς οι δεκαετίες πέρασαν και οι ψηλές πολυκατοικίες που δημιουργήθηκαν τριγύρω έκρυψαν τη θέα στον Σαρωνικό, το καφενείο πήρε τη σημερινή παραδοσιακή μορφή του. Εγινε ο καφενές της πλατείας με τα στρογγυλά τραπέζια και την πελατεία όλων των ηλικιών. Γέροι, νέοι και παιδιά συνδύαζαν την καθημερινή τους βόλτα με το καφεδάκι, το παγωτό ή το ουζάκι τους, το οποίο συνοδευόταν πάντα με μεζέ!


Η χρυσή εποχή με Λάσκαρη και Λυκουρέζο, τα μεγάλα γλέντια, η παρακμή και το λουκέτο

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80 το καφενείο διένυσε τη χρυσή εποχή του. Μεταξύ των πελατών του ήταν τότε γνωστοί πολιτικοί, δημοσιογράφοι και καλλιτέχνες. Ανάμεσά τους ο Νίκος Κούνδουρος, η Ζωή Λάσκαρη με τον Αλέξανδρο Λυκουρέζο, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος και ο Κωνσταντίνος Τζούμας, ο οποίος πηγαίνει ακόμα.

Ο τότε ιδιοκτήτης του, ο Γιώργος Κουτρούλιας, έγινε μία από τις πιο χαρακτηριστικές και αγαπημένες φιγούρες της πλατείας. Το καφενείο ήταν εκείνα τα χρόνια σαν το σπίτι τους. «Πηγαίναμε ακόμη και για να ζητήσουμε ψωμί, όταν τελείωνε στον φούρνο, ή για να αφήσουμε κάτι σε κάποιον, ο οποίος θα περνούσε από τη γειτονιά όταν θα λείπαμε» θυμάται ηλικιωμένη πελάτισσα που συχνάζει στη «Δεξαμενή» περί τα 60 χρόνια.

«Ο Γιώργος δυνάμωσε πολύ το μέρος, οργάνωνε εκδηλώσεις και μαζευόταν πολύς κόσμος. Κάθε χρόνο, στη γιορτή των Θεοφανίων, γινόταν πάντοτε μεγάλο γλέντι. Το ίδιο και το Πάσχα. Εψηνε αρνιά στην πλατεία και κερνούσε μεζέδες στους περαστικούς».

Μπορεί η «Δεξαμενή» να άφησε εποχή επί των ημερών του κ. Γιώργου (από τη δεκαετία του ’80 ως το 2002), ωστόσο η συνέχεια υπήρξε απογοητευτική. Ο επόμενος που ανέλαβε να εκμεταλλευτεί τον χώρο επένδυσε χρήματα στο καφενείο, έφτιαξε στέγαστρο και έκλεισε με τζάμι έναν χώρο για τις κρύες μέρες και νύχτες του χειμώνα. Το μηνιαίο ενοίκιο στον δήμο έφτασε τότε στο υπέρογκο ποσό των 11.500 ευρώ. Μοιραία ανέβηκαν και οι τιμές. Το παραδοσιακό καφενεδάκι έχασε την ταυτότητά του. Εγινε όπως τα πολλά μαγαζιά της πλατείας. Οι πελάτες απογοητεύτηκαν και κάποια χρονική στιγμή ο επιχειρηματίας έκρινε την επένδυσή του ασύμφορη και έκλεισε το μαγαζί. Λίγο αργότερα ο δήμαρχος έκρινε παράνομη τη γυάλινη κατασκευή και την γκρέμισε. Παρά τους διαγωνισμούς που ακολούθησαν για την ενοικίαση του χώρου, οι ενδιαφερόμενοι δεν τα βρήκαν με τους ιθύνοντες του δήμου, καθώς τα ενοίκια που ζητούσαν εξακολουθούσαν να είναι υπέρογκα. Το λουκέτο στον καφενέ άλλαξε μοιραία και την εικόνα της πλατείας, αφού οι κάτοικοι της περιοχής διασκορπίστηκαν σε άλλα στέκια. Από το καλοκαίρι όμως «το μέγα καφενείον αναμνήσεων σπάνιων», όπως θα το χαρακτήριζαν οι λογοτέχνες της γενιάς του ’30, τους μάζεψε πάλι όλους στη Δεξαμενή. Πάμε πλατεία;


Ηλίας Μαραβέγιας

Δεν υπάρχουν σχόλια: