Ἦταν ἡ καθημερινότητα, τὸ ὑπόγειο
καὶ τοῦ φθορισμοῦ ἡ ψύχρα
ἡ ἀλατιέρα μπροστὰ στὰ μάτια μας αἰῶνες
μὰ ἐκείνη τὴ βραδιὰ ὁ φίλος, ὁ πλησίον καὶ ὁ ἄλλος
ἄρπαξε τὴν εὐκαιρία - ρίχνει στὸ ἄδειο πιάτο
γραμμάρια καμπόσα ἀπ' τοὺς λευκοὺς κρυστάλλους
- πῶς νὰ σὲ καλέσω φίλο, ἂν μαζὶ ψωμὶ κι' ἀλάτι δὲν γευθοῦμε;
βοῦτα τὴ βούκα σου λοιπόν, τί περιμένεις;
στῆς τηλευκολίας τοὺς καιροὺς
τί εὐκοπώτερον ἐστιν;
- Ἀλλάβερσιν, φωνάζω τοῦ Ἀγάλλου, τοῦ Σταμάτη καὶ τοῦ Στάθη.
τόσα κιλὰ ἰδέες, κι' ἀκόμα πεινασμένοι
καὶ πρόπερσι καὶ πέρυσι
ποτέ σου τὴν ἀλήθεια δὲν θὰ μάθεις
τόσος πόνος στὴ γεύση καὶ μόνο τοῦ ψωμιοῦ
ποιός ἀέρας τὸ φουσκώνει,
μέλος ἀρχέγονο,ποιός κτύπος, ποιός ρυθμός,
τὸ ἄλεσμα, ἡ ζύμη μήπως;
τὰ σαράντα κύματα κι' ὅλη ἡ σκόνη τ' ούρανοῦ
οὔτε ἡ σίκαλη, οὔτε τὰ στάρια, τὰ κριθάρια
σκόρπια, καὶ ἄδεια ἡ ζωή
-Δὲν ἔχει ὁ κόσμος ψωμί; ἂς φάει παντεσπάνι!
τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων τῆς τραπέζης
μὲ τὰ σκυλιὰ στὰ πόδια σου κάθεσαι καὶ παίζεις
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου