Περτίτζιν εκακκάρισεν 'που κα' στο μερσινάτζιν
μια κόρη το εσσιάστηκεν 'που το παναθυράκιν:
«Πουλλίν, νάχα τα κάλλη σου, νάχα τες ομορκιές σου,
νάχα τες καλωσύνες σου τζιαί τες παρπατησσιές σου!»
«Κόρη, ίντα μ' αζούλεψες εμέναν το πουλλάκιν!
Εσύ τρώεις ψουμίν γλυτζύν, τζι' εγώ τρώω χορτάκιν,
εσού πίννεις νερόν γλυτζύν, τζι' εγιώ πίννω φαρμάκιν·
΄σου καρτεράς τον κάλον σου νάρτει να σ΄αγκαλίσει,
'γω καρτερώ τον τζυνη(γ)όν, νάρτει να τζυνη(γ)ήσει,
να σύρει το ττουφέκκιν του τζιαι να με τταππαρίσει,
τζιαι να με βάλει στο λαμπρόν, τζιαί να με καψαλίσει.»
Μάνα μ', αντάν σ' εφίλησα, νύκτά 'τουν, πκοιός μας είδεν,
αυκή 'τουν, πκοιός μας ένωσεν, νύκτά 'τουν, πκοιός μας είδεν;
Η νύκτα τόπεν της αυκής τζιαί η αυκή του νέφους,
το νέφος το 'ψιχάϊσεν, ο ποταμός το πήρεν,
στην θάλασσαν τό 'ριξεν, τό 'πκιασεν το κατάρτιν,
τζιαί το κατάρτιν τό 'ριξεν, σαν τον θεόν που 'στράφτει.
Ο ναύτης το τραούδησεν στης λυερής την πόρταν,
τζι' ο κόσμος το 'γεμώστηκεν πώς σ' αγαπώ, χανάππιν.
Στην Κύπρον αναγιώθηκα, τζει εν τα γεννητικά μου
αχ, στην Κύπρο θέλω να θαφτούν
αχ, στην Κύπρο θέλω να θαφτούν,
ρα μουζουρού τζιαί μεν τα κόκκαλά μου.
Της Κύπρους χώμαν μου γλυτζύν,
κάμνεις τον τάφον αλαβρύν.
Π΄αππεξωθιόν εδιάβαιννα 'που την Φανερωμένην,
μιαν λυερήν εσσιάστηκα, όμορφα χολλιασμένην,
ένεψά της για το φιλίν, τζιαί τζείν' ήτουν καμένη·
πάω να μπω στην πόρταν της, την πέτροχαλασμένην,
πάω να βκω στην σκάλαν της, που να την δω σπασμένην!
'Που κάτω που την τάβλαν της πέντ' έξ' αρματωμένοι,
εκάμαν την ραχούλλάν μου μαύρην σκοτεινιασμένην.
Που το πωρνόν στην εκκλησσιάν εθώρέν με τζι' εγέλαν.
«Ανάθθεμάν σε, λυερή, τζι' εσέν τζιαί το φιλίν σου,
εψές εθανατώσαν με στην μέσην της αυλής σου»
«Εψές σου 'γέλουν, νιούλλικε, τζι, αν θέλεις πόψε, έλα.»
μια κόρη το εσσιάστηκεν 'που το παναθυράκιν:
«Πουλλίν, νάχα τα κάλλη σου, νάχα τες ομορκιές σου,
νάχα τες καλωσύνες σου τζιαί τες παρπατησσιές σου!»
«Κόρη, ίντα μ' αζούλεψες εμέναν το πουλλάκιν!
Εσύ τρώεις ψουμίν γλυτζύν, τζι' εγώ τρώω χορτάκιν,
εσού πίννεις νερόν γλυτζύν, τζι' εγιώ πίννω φαρμάκιν·
΄σου καρτεράς τον κάλον σου νάρτει να σ΄αγκαλίσει,
'γω καρτερώ τον τζυνη(γ)όν, νάρτει να τζυνη(γ)ήσει,
να σύρει το ττουφέκκιν του τζιαι να με τταππαρίσει,
τζιαι να με βάλει στο λαμπρόν, τζιαί να με καψαλίσει.»
Μάνα μ', αντάν σ' εφίλησα, νύκτά 'τουν, πκοιός μας είδεν,
αυκή 'τουν, πκοιός μας ένωσεν, νύκτά 'τουν, πκοιός μας είδεν;
Η νύκτα τόπεν της αυκής τζιαί η αυκή του νέφους,
το νέφος το 'ψιχάϊσεν, ο ποταμός το πήρεν,
στην θάλασσαν τό 'ριξεν, τό 'πκιασεν το κατάρτιν,
τζιαί το κατάρτιν τό 'ριξεν, σαν τον θεόν που 'στράφτει.
Ο ναύτης το τραούδησεν στης λυερής την πόρταν,
τζι' ο κόσμος το 'γεμώστηκεν πώς σ' αγαπώ, χανάππιν.
Στην Κύπρον αναγιώθηκα, τζει εν τα γεννητικά μου
αχ, στην Κύπρο θέλω να θαφτούν
αχ, στην Κύπρο θέλω να θαφτούν,
ρα μουζουρού τζιαί μεν τα κόκκαλά μου.
Της Κύπρους χώμαν μου γλυτζύν,
κάμνεις τον τάφον αλαβρύν.
Π΄αππεξωθιόν εδιάβαιννα 'που την Φανερωμένην,
μιαν λυερήν εσσιάστηκα, όμορφα χολλιασμένην,
ένεψά της για το φιλίν, τζιαί τζείν' ήτουν καμένη·
πάω να μπω στην πόρταν της, την πέτροχαλασμένην,
πάω να βκω στην σκάλαν της, που να την δω σπασμένην!
'Που κάτω που την τάβλαν της πέντ' έξ' αρματωμένοι,
εκάμαν την ραχούλλάν μου μαύρην σκοτεινιασμένην.
Που το πωρνόν στην εκκλησσιάν εθώρέν με τζι' εγέλαν.
«Ανάθθεμάν σε, λυερή, τζι' εσέν τζιαί το φιλίν σου,
εψές εθανατώσαν με στην μέσην της αυλής σου»
«Εψές σου 'γέλουν, νιούλλικε, τζι, αν θέλεις πόψε, έλα.»
Επήα πέρα τζι' άρκησα τζι' έκαμα πέντε χρόνια,
τζι' έφερα μιαν βασιλιτζιάν με δκιαμαντένια κλώνια·
φυτεύκω την εις τον κρεμμόν, κρεμμά τζιαί πάει κάτω,
φυτεύκω την εις το στενόν, πατούν την οι δκιαβάτες·
να σσίσω την καρτούλλάν μου να την ψυτέψω μέσα,
τζι' αν έρτουν 'που του βασιλιά κλωνίν να μεν τους κόψω,
τζι' αν έρτει τζι' η αγάπη μου, να την ηξηριζώσω
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου