«Μετὰ δὲ ταῦτα ἀνέδειξεν ὁ Κύριος καὶ ἑτέρους ἑβδομήκοντα, καὶ ἀπέστειλεν αὐτοὺς ἀνὰ δύο πρὸ προσώπου αὐτοῦ εἰς πᾶσαν πόλιν καὶ τόπον (καὶ) ἔλεγεν οὖν πρὸς αὐτούς· ὑπάγετε· ἰδοὺ ἀποστέλλω ὑμᾶς ὡς ἄρνας ἐν μέσῳ λύκων. εἰς ἣν δ' ἂν οἰκίαν εἰσέρχησθε, πρῶτον λέγετε· εἰρήνη τῷ οἴκῳ τούτῳ. καὶ εἰς ἣν ἂν πόλιν εἰσέρχησθε καὶ δέχωνται ὑμᾶς, ἐσθίετε τὰ παρατιθέμενα ὑμῖν, καὶ θεραπεύετε τοὺς ἐν αὐτῇ ἀσθενεῖς, καὶ λέγετε αὐτοῖς· ἤγγικεν ἐφ' ὑμᾶς ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. εἰς ἣν δ' ἂν πόλιν εἰσέρχησθε καὶ μὴ δέχωνται ὑμᾶς, ἐξελθόντες εἰς τὰς πλατείας αὐτῆς εἴπατε· καὶ τὸν κονιορτὸν τὸν κολληθέντα ἡμῖν ἀπὸ τῆς πόλεως ὑμῶν εἰς τοὺς πόδας ἡμῶν ἀπομασσόμεθα ὑμῖν· λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι Σοδόμοις ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἀνεκτότερον ἔσται ἢ τῇ πόλει ἐκείνῃ. Ὁ ἀκούων ὑμῶν ἐμοῦ ἀκούει, καὶ ὁ ἀθετῶν ὑμᾶς ἐμὲ ἀθετεῖ· ὁ δὲ ἐμὲ ἀθετῶν ἀθετεῖ τὸν ἀποστείλαντά με (Λουκ. 10, 1-12, ἀποσπ.).
«Ὁ λαμβάνων, ἐάν τινα πέμψω, ἐμὲ λαμβάνει· ὁ δὲ ἐμὲ λαμβάνων λαμβάνει
τὸν ἀποστείλαντά με» (Ἰωάνν. 13, 20) .
«Τοιγαροῦν ὁ ἀθετῶν, οὐκ ἄνθρωπον ἀθετεῖ, ἀλλὰ τὸν Θεὸν,
τὸν καὶ δόντα τὸ Πνεῦμα αὐτοῦ τὸ ἅγιον εἰς ἡμᾶς. Ὅτι δεῖ τὴν διδασκαλίαν τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου οὕτως δέχεσθαι, ὡς ζωῆς
αἰωνίου καὶ βασιλείας οὐρανῶν περιποιητικήν· καὶ προθύμως ἐνεργεῖν αὐτὴν, κἂν ἐπίπονος εἶναι δοκῇ» (Μ. Βασιλείου, Ἠθικά, ὅρος οβ΄, κεφ. δ΄).
Εἶναι σαφὴς ἡ Ἐντολὴ τοῦ Κυρίου: Ὅποιος δὲν
δέχεται τὸ Εὐαγγέλιό μου, τὴ διδασκαλία μου, ποὺ ἐσεῖς οἱ μαθητές μου
κηρύττεται, τότε αὐτὸς δὲν δέχεται καὶ Ἐμένα καί, βέβαια, δὲν δέχεται καὶ τὸν
Πατέρα Μου καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Δηλαδὴ ἀρνεῖται ὅλη τὴν Ἁγία Τριάδα. Γι’ αὐτό, ἐντέλλεται
πρὸς τοὺς μαθητές Του, θὰ κηρύττετε τὸ Εὐαγγέλιο μόνο σ’ αὐτοὺς ποὺ θὰ τὸ
δέχονται, θὰ ἀπομακρύνεσθε δὲ παρευθὺς ἀπὸ ἐκείνους ποὺ δὲν τὸ δέχονται,
τινάζοντας μάλιστα καὶ τὴν σκόνη ἀπὸ τὰ ὑποδήματά σας. Καὶ λέγει ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος:
«Τί δὲ βούλεται τὸ Ἐκτινάξατε τὸν κονιορτὸν τῶν ποδῶν ὑμῶν; Ἢ ὥστε δεῖξαι
ὅτι οὐδὲν ἔλαβον παρ' αὐτῶν, ἢ ὥστε εἰς μαρτύριον αὐτοῖς γενέσθαι τῆς μακρᾶς
ὁδοιπορίας, ἣν ἐστείλαντο δι' αὐτούς» (Ὑπόμνημα εἰς τὸν ἅγιον Ματθαῖον).
Αὐτὴ τὴν Ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ δὲν θέλουν νὰ τὴν
ἐφαρμόσουν οἱ Οἰκουμενιστές. Ὄχι μόνον ἀρνοῦνται νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ τοὺς παμπάλαιους
καὶ ἐπιμένοντας στὴν αἵρεση Παπικούς, Προτεστάντες, Μονοφυσίτες κ.λπ., ὄχι μόνο
δὲν τινάσσουν τὴν «σκόνη», σὰν ἔνδειξη ὅτι καμιὰ σχέση δὲν ἔχουν μαζί τους(*), ἀλλὰ καὶ ἔχουν γίνει φίλοι.
Προσβάλλουν δὲ τὸν Θεὸ διπλά: καὶ ἀρνούμενοι
νὰ ἐφαρμόσουν τὴν Ἐντολήν Του καὶ προβάλλοντας ὡς δικαιολογία τῶν συμπροσευχῶν
καὶ τῶν Διαλόγων μὲ τοὺς αἱρετικοὺς τὴν Ἀγάπη, καταγγέλλοντας ἐμμέσως τὸν Θεό
γιὰ ἔλλειψη Ἀγάπης!
Καὶ οἱ Ἐπίσκοποι καὶ ποιμένες —αὐτὸ εἶναι τὸ
ἁμάρτημά τους καὶ θὰ συνεχίσουμε νὰ τοὺς τὸ ὑπενθυμίζουμε—
ἀντὶ νὰ
ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ αὐτούς, ἐφευρίσκουν χίλιες δυὸ δικαιολογίες: ὁμιλοῦν
περὶ
ὑπακοῆς στοὺς Ἐπισκόπους, περὶ διακρίσεως, περὶ ἀναμονῆς συγκλήσεως καὶ
ἀποφάσεως
Συνόδου ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστές(!) (ὡσὰν νὰ πρόκειται οἱ Οἰκουμενιστὲς νὰ
καταδικάσουν τὸν ἑαυτό τους)· ὁμιλοῦν περὶ δυνητικῆς τάχα ἀποτειχίσεως,
προσπαθώντας
ταχυδακτυλουργικὰ νὰ ἀλλοιώσουν τὴν ἔννοιαν ἑνὸς Κανόνος, ὡσὰν νὰ μὴν
εἶναι ὁ Ἱ. Κανόνας ἡ συνισταμένη τῆς ἐκκλησιαστικῆς πρακτικῆς, ὡσὰν νὰ
μὴν ὑπάρχει ἡ
σύμφωνη γνώμη τῶν Πατέρων καὶ τὸ παράδειγμά τους, ὅταν ἐπρόκειτο περὶ
διδασκαλίας
ἀντίθετης μὲ τὴν Εὐαγγελικὴ διδασκαλία.
Ὑπάρχουν καὶ κάποιοι ἄλλοι, ποὺ ἐπιμένουν ὅτι
πρέπει νὰ πολεμήσουν τὴν αἵρεση μένοντας στὴν Ἐκκλησία, καὶ «ἀπὸ μέσα» νὰ
προσπαθήσουν νὰ ἀναιρέσουν τὶς αἱρετικὲς κακοδοξίες. Ὡσάν, ὅσοι ἐφαρμόζουν τὴν ἐκκλη-σιαστικὴ
Παράδοση ἀπομακρυνόμενοι ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς νὰ εἶναι ἐκτὸς Ἐκκλησίας, ἢ ὡσὰν -ἐπίσης- νὰ εἶναι ἐκτὸς Ἐκκλησίας καὶ ὅσοι δὲν ἔχουν τὴν δυνατότητα
καὶ τὸ χάρισμα νὰ ἀναιρέσουν τὴν αἵρεση θεολογικά, καὶ κάνουν τὸ κατὰ δύναμιν, διακόπτουν τὴν ἐπικοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικοὺς Ἐπισκόπους!
Καὶ εἶναι κρῖμα, πὼς θεοσεβεῖς Ἐπίσκοποι, τὰ
καταλαβαίνουν ὅλα, περιγράφουν τὴν αἵρεση κατὰ πάντα, ἀλλὰ δὲν καταλαβαίνουν πὼς
οἱ ἴδιοι ἀθετοῦν αὐτὰ ποὺ γράφουν, ἐπικοινωνώντας μὲ τὴν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Γράφει ὁ Καρπασίας Χριστοφόρος:
Χειροφίλημα τοῦ αἱρεσιάρχη Πάπα, ἀπὸ τὸν "εἰς τύπον καὶ τόπον Χριστοῦ" Μητρ. Περγάμου Ἰωάννην Ζηζιούλα. |
«Θὰ
τολμοῦσα νὰ πῶ ὅτι αἱρετικὸς εἶναι καὶ ἕνας ὀρθόδοξος, ποὺ διὰ τῆς διδασκαλίας του καὶ ζωῆς του δὲν ὁδηγεῖ ἢ
δὲν ἀποσκοπεῖ σὲ αὐτὴ τὴν ἐμπειρία» καὶ
παραθέτει ἕνα χαρακτηριστικὸ ἀπόσπασμα τοῦ ἁγίου Συμεών:
«Ἀλλὰ περὶ ἐκείνων λέγω καὶ ἐκείνους ὀνομάζω
αἱρετικούς, τοὺς λέγοντας μὴ εἶναί τινα
ἐν τοῖς καθ’ ἡμᾶς χρόνοις καὶ ἐν μέσῳ ἡμῶν
τὸν δυνάμενον φυλάξαι τὰς εὐαγγελικὰς ἐντολὰς καὶ κατὰ τοὺς ἁγίους
γενέσθαι πατέρας· πρῶτον μὲν πάντων, πιστὸν καὶ
πρακτικὸν – διὰ γὰρ τῶν ἔργων ἡ πίστις δείκνυται, ὡς διὰ τοῦ ἐσόπτρου ἤ τοῦ προσώπου ἐμφέρεια-, ἔπειτα
θεωρητικώτατόν τε ὁμοῦ καὶ θεόπτην, ἐν
τῷ φωτισθῆναι δηλαδὴ καὶ λαβεῖν Πνεῦμα
Ἅγιον καὶ δι’ αὐτοῦ τὸν Υἱὸν σὺν τῷ Πατρί κατιδεῖν. Οἱ τοῖνυν τοῦτο ἀδύνατον εἶναι λέγοντες, οὐ μερικὴν τινὰ
αἵρεσιν κέκτηνται, ἀλλὰ πάσας, εἰ οἷόν
τε εἰπεῖν, ὡς ταύτης πάσας ἐκείνας τῇ ἀσεβείᾳ καὶ τῇ τῆς βλασφημίας ὑπερβολῆ ὑπεραιρούσης καὶ
καλυπτούσης. Ὁ τοῦτο λέγων ἀνατρέπει
πάσας τὰς θείας Γραφάς» (Συμεὼν νέος
Θεολόγος, τόμος Α΄, Κατηχήσεις καὶ Εὐχαριστία,
Λόγος ΚΘ΄, 377), σὲ πρόσφατη ὁμιλία τοῦ Ἐπισκόπου Καρπασίας Χριστοφόρου, “Γιατί πρέπει νὰ ἀντιμετωπίζουμε
ποιμαντικὰ τὶς αἱρέσεις–λατρεῖες”).
Σημάτης Παναγιώτης
________________________
(*) Ἂς διαβάσουν οἱ ἐνδιαφερόμενοι, ποιά ἦταν ἡ πνευματικότητα τῶν Ἁγίων
διδασκάλων καὶ Πατέρων, καὶ ποιά προσοχὴ ἔδιδαν, ὄχι μόνο στὴ σχέση τους μὲ τοὺς
αἱρετικούς, ἀλλὰ καὶ σὲ πολλὲς ἄλλες περιπτώσεις σχέσεων μὲ ἄλλους ἀνθρώπους:
Κυρίλλου
Ἀλεξανδρείας: καὶ "μὴ μεταβαίνετε ἐξ οἰκίας "εἰς οἰκίαν," ὅπερ
ρεμβασμὸν δηλοῖ, καὶ μισθὸν αἰτούντων καὶ διαβολῆς ἐστι τεκμήριον. Προεγράφετο
εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον. Ἔτι δὲ καὶ τὰ τούτων ἀκόλουθα ἕως ὧδε· "ὁ δὲ ἐμὲ
ἀθετῶν ἀθετεῖ τὸν "ἀποστείλαντά με."
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου