Όμορφη
μέρα η σημερινή και όλα "τόσο, όσο":Ζέστη τόση, όση να μην ιδρώνεις,
Ιούνιος τόσος ώστε να θυμάσαι και λίγη δροσούλα Άνοιξης, δυσκολίες τόσες
ώστε να μην Τον ξεχνάς, θαύματα μικρά, μικρούλικα, μικρότερα.. πολλά
(καταργώντας το "τόσο,όσο" και εγκαινιάζοντας το πολύ του Ελέους και για
σήμερα).
Έλενα
Είπε
να φορέσει κάτι εκτός του -σήματος κατατεθέν της- μαύρου και
ντύθηκε σκούρο γαλανό νυχτωμένου ουρανού και ένα λευκό μπλουζάκι με
παραστάσεις παιχνιδίζουσες. Την έπιασαν τα γέλια που το τόλμησε, έφυγε
γελώντας και στα σοβαρέματά της έλεγε:"Κύριε κατεύθυνον τα διαβήματα
ημών προς εργασίαν των εντολών Σου".
Καθώς
οδηγούσε, βάλθηκε να Του λέει αν ετούτο είναι εντολή Του, αν το άλλο
δεν είναι και τέλος αποφάσισε να Τον ρωτάει και για τα απλούστερα, από
τον φόβο μην παραγεμίσει το ήδη φουσκωμένο σακούλι με τα εφάμαρτά της.
"Ζαλούρα
θα Σου είμαι" μουρμούρισε αλλά αμέσως θυμήθηκε πως Αυτός έχει πει να
Του ζητάμε, να Του χτυπάμε την πόρτα και αναπαύτηκε.
Στο
μεσημέρι που πλησίαζε καιγόταν οι έγνοιες, οι θυμοί, ομόρφαιναν οι
άνθρωποι και έλεγε κι' αυτή για τον εαυτό της :" Να μην γίνω Χριστέ μου
τίποτε περισσότερο από το σκουπίδι που ήδη είμαι αλλά να φυσούν άνεμοι
Χάριτος που θα κυλούν αυτό το σκουπίδι προς τα κει που είσαι Εσύ....Μόνο
αυτό!"
Και κοίτα που βρήκε αμέσως παρκάρισμα και κοίτα που έπεσε πάνω στον Φώτη (σας έχω μιλήσει γι αυτόν) και
του λέει "Χριστός Ανέστη" και αυτός είπε "Χρόνια πολλά", της έπιασε
απαλά το χέρι και πρόσθεσε "όλα τα καλά να είναι μαζί σου, σήμερα" και
προσπέρασε.
Ήθελε
να του πει " Μα είναι όλα τα καλά μαζί μου! Φορώ γαλάζια, έχει ήλιο,
ό,τι βλέπω είναι Αυτουνού κι' εγώ είμαι το σκουπιδάκι που το ονομάζει
παιδάκι Του" αλλά δεν πρόφτασε. Ο Φώτης είχε απομακρυνθεί και η ευχή του
"χρόνια πολλά" ακουγόταν που αναπηδούσε πάνω στις βιτρίνες, στα
ξενοίκιαστα μαγαζιά, στα χαμόγελα των περαστικών.
Η
πόλη υπέφερε την αδιαφορία των δυνατών, η πατρίδα στέναζε στις ειδήσεις
των ανοιχτών τηλεοράσεων, κάπου μαγείρευαν γεμιστά και το κρεμμύδι
μύριζε από το παράθυρο, ήταν πάλι καλοκαίρι και ήταν δύσκολα, στους
κάδους τα σκυλιά μάλωναν με τους φτωχούς αλλά κάτι της τραγουδούσε
-εντός της- πως τα λευκά συννεφάκια, που έβλεπε, ήταν το ρούχο της Κυράς
που σκέπαζε και τούτη την μέρα.
Αυθόρμητα έκανε τον σταυρό της καταμεσής της αγοράς και τότε κατάλαβε πως την κοίταζαν περίεργα.
Καθόλου
δεν την πείραξε αλλά δεν μπόρεσε να τους πει, όπως θα ήθελε, "Τί
κοιτάζετε; Αυτό θα έπρεπε να το κάνω συνέχεια. Και σεις επίσης. Και όλοι
μας. Και η πατρίδα".
Σήκωσε
τα μάτια στον ουρανό και -δεν θα το ορκιζόταν- αλλά της φάνηκε πως τα
κρόσσια του ρούχου Της πήγαιναν πέρα-δώθε....ή απλά προχωρούσαν τα
σύννεφα; Έλενα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου