Της Αγγελικής Σπανού
Το ισλανδικό παράδειγμα είναι το αγαπημένο της ευρωπαϊκής Αριστεράς. Όποτε γίνεται πιεστική η ανάγκη για την επίκληση ενός εναλλακτικού μοντέλου διαχείρισης της κρίσης, η απάντηση αναζητείται στο ηφαιστειογενές νησί του Βόρειου Ατλαντικού που υπήρξε το πρώτο θύμα της αρρώστιας του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Όχι μόνο άφησαν τις τράπεζες να χρεοκοπήσουν χωρίς να φορτώσουν τη διάσωσή τους στο λαό, αλλά και δίκασαν τον πρωθυπουργό που τους οδήγησε στην κατάρρευση.
Και ξαφνικά, ο μύθος κατάρρευσε. Οι Ισλανδοί στις εκλογές της προηγούμενης Κυριακής ψήφισαν το κόμμα που ηγήθηκε της πορείας προς την οικονομική καταστροφή. Κόπωση από τη λιτότητα, ευρωσκεπτικισμός και τι άλλο; Τι μπορεί να εξηγήσει την επαναφορά στην εξουσία της Κεντροδεξιάς, που ταυτίστηκε με την πτώχευση της χώρας το 2008;
Το συντηρητικό Κόμμα Ανεξαρτησίας του 43χρονου πρώην ποδοσφαιριστή Μπγιάρνι Μπένεντικτσον κέρδισε τις εκλογές με ποσοστό 26,7% και θα συγκυβερνήσει με το Προοδευτικό Κόμμα, που έπιασε 24,4%. Και τα δύο κόμματα τάσσονται υπέρ της διάρρηξης των δεσμών με την Ε.Ε. και εξασφαλίζουν 38 (19 έκαστο) από τις 63 έδρες του Κοινοβουλίου.
Οι Σοσιαλδημοκράτες καταβαραθρώθηκαν, είχαν την τύχη του ΠΑΣΟΚ, πέφτοντας » στο 13%. Πλήρωσαν τις περικοπές στο κοινωνικό κράτος, τη δυσκολία να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας και ανάπτυξη, ενώ αποδείχθηκε στην πράξη ότι η ισλανδική κοινωνία δεν είναι ευχαριστημένη από τη ζωή της, παρόλο που από τη μια άκρη του κόσμου ως την άλλη διαφημίζεται το «εναλλακτικό» ισλανδικό οικονομικό θαύμα.
Το Κόμμα Ανεξαρτησίας, που επιστρέφει στην εξουσία, κυβερνούσε συνεχώς την Ισλανδία από το 1991 ως το 2007 σε συμμαχία με το Προοδευτικό Κόμμα. Ο πρώην πρωθυπουργός της χώρας Γκέιρ Χάαρντε, ο οποίος είχε την ηγεσία την περίοδο 2006-2009, βρέθηκε στο εδώλιο ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου κατηγορούμενος για το «σκάσιμο» της χρηματοπιστωτικής φούσκας. Η κάθαρση έγινε χωρίς φασαρία και κομματικές αντεγκλήσεις, μέσα σε μια παράξενη ησυχία, την οποία δύσκολα μπορεί να κατανοήσει ένας ξένος παρατηρητής, όπως και άλλες ιδιαιτερότητες μιας χώρας που δεν διαθέτει –γιατί δεν υπήρξε λόγος– τακτικό στρατό.
Από τον παράδεισο στην κόλαση
Πριν από το ξέσπασμα της παγκόσμιας κρίσης, η Ισλανδία ήταν μία από τις πλουσιότερες χώρες του πλανήτη. Το ακαθάριστο κατά κεφαλήν εισόδημα το 2007 ήταν 63.830 δολάρια (4η χώρα στον κόσμο, σύμφωνα με το ΔΝΤ).
Με πληθυσμό 320.000 ανθρώπων, η μικρή αυτή χώρα ζει από την αλιεία, τη γεωργία και την κτηνοτροφία, αλλά από το 2000 και μετά βρήκε μία ακόμη πηγή πλουτισμού: έγινε ελκυστικός προορισμός για μεγαλοκαταθέτες της Ευρώπης.
Το 2008 ήταν η μοιραία χρονιά: Οι τρεις μεγάλες τράπεζες της χώρας (Kaupthing, Glitnir και Landsbanki) έπεσαν, φέρνοντας το οικονομικό χάος. Οι Ισλανδοί αρνήθηκαν με δημοψήφισμα να πληρώσουν τα λάθη των τραπεζών.
Οι διαδηλώσεις ήταν πρωτοφανείς για τα δεδομένα της χώρας και ήταν η πρώτη φορά που έπεσαν δακρυγόνα, κάτι άγνωστο μέχρι τότε για τους φιλήσυχους πολίτες του νησιού. Η «επανάσταση των τηγανιών και των κατσαρολών», όπως έμεινε στα διεθνή ΜΜΕ, προκάλεσε παγκόσμιο ενδιαφέρον, ακριβώς γιατί οδήγησε σε απροσδόκητες για τις αγορές και την παγκόσμια ελίτ εξελίξεις.
Η ισλανδική κυβέρνηση εγγυήθηκε με κρατικό χρήμα μόνο τους τραπεζικούς λογαριασμούς των υπηκόων της και αρνήθηκε την αποπληρωμή των καταθετών από το εξωτερικό, που έχασαν τα λεφτά τους. Επρόκειτο για 400.000 (κυρίως Βρετανούς και Ολλανδούς) πελάτες των ισλανδικών τραπεζών που καλύφθηκαν τελικά από τις χώρες καταγωγής τους. Η Ισλανδία, για να μπορέσει να σταθεί, πήρε δάνειο από τα σκανδιναβικά κράτη 2,5 δισ. δολάρια και από το ΔΝΤ 2,1 δισ. δολάρια.
Στις 16 Ιουλίου 2009 η ισλανδική Βουλή αποφάσισε την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων της χώρας με την Ε.Ε. και ξεκίνησε συζήτηση για ενδεχόμενη ένταξη αργότερα στην Ευρωζώνη.
Ο νέος πρωθυπουργός έχει δεσμευτεί ότι θα «παγώσει» αυτή τη διαδικασία και θα φέρει την ανάκαμψη μειώνοντας τους φόρους και διαγράφοντας χρέη.
Οι Ισλανδοί έχουν λόγους να μην είναι ευχαριστημένοι: Οι περιορισμοί στις κινήσεις κεφαλαίων παραμένουν, πέντε χρόνια μετά την πρώτη επιβολή τους, σε ισχύ και η δυσπραγία είναι έντονη, παρόλο που οι αριθμοί ευημερούν, αν δει κανείς το δείκτη του ρυθμού ανάπτυξης ή της ανεργίας και του πληθωρισμού. Οι περισσότεροι δυσκολεύονται να πληρώσουν καταναλωτικά και στεγαστικά δάνεια, βλέπουν το εισόδημά τους να μειώνεται ή να μένει στάσιμο και ευοίωνες προοπτικές να μη διανοίγονται.
Ο απερχόμενος κεντροαριστερός συνασπισμός έκανε τα γνωστά: μειώσεις δημοσίων δαπανών, αυξήσεις φόρων. Και η τελευταία λύση που σκέφτηκε ήταν η στροφή προς την Ε.Ε. Η συνταγή κρίθηκε αποτυχημένη από το λαό, που αποφάσισε να φέρει ξανά στην εξουσία το κόμμα που ηγούνταν τον καιρό της πτώχευσης.
Η μνήμη του χρυσόψαρου
Όλοι έχουμε ανάγκη να πιστέψουμε ότι υπάρχει happy end. Ότι μπορεί μια αποφασισμένη κοινωνία, συμπαρασύροντας το πολιτικό σύστημα, να νικήσει το πανίσχυρο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Οι Ισλανδοί είπαν ένα «όχι» που θαυμάστηκε, ενέπνευσε, συνεπήρε, πυροδότησε πολιτικά μανιφέστα και πύρινες διακηρύξεις. Ο λαός νίκησε τις τράπεζες, μια πραγματικότητα σχεδόν μαγική. Τελικά, το θαύμα δεν ήταν ακριβώς όπως το φανταστήκαμε.
Οι Ισλανδοί δυσκολεύονται, πέντε χρόνια μετά, να τα βγάλουν πέρα και αναζητούν τη λύση στο κόμμα που δημιούργησε το πρόβλημα. Ξέχασαν; Μπερδεύτηκαν; Οι επόμενοι διέψευσαν τόσο πολύ τις προσδοκίες, ώστε λειτούργησε απλώς η διάθεση τιμωρίας; Ό,τι και να συνέβη, το παράδειγμα είναι διδακτικό. Και το συμπέρασμα έχει ένα στοιχείο τραγικότητας, για όσους εξακολουθούν να πιστεύουν ότι η πλειοψηφία έχει πάντα δίκιο.
πηγή
Το ισλανδικό παράδειγμα είναι το αγαπημένο της ευρωπαϊκής Αριστεράς. Όποτε γίνεται πιεστική η ανάγκη για την επίκληση ενός εναλλακτικού μοντέλου διαχείρισης της κρίσης, η απάντηση αναζητείται στο ηφαιστειογενές νησί του Βόρειου Ατλαντικού που υπήρξε το πρώτο θύμα της αρρώστιας του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Όχι μόνο άφησαν τις τράπεζες να χρεοκοπήσουν χωρίς να φορτώσουν τη διάσωσή τους στο λαό, αλλά και δίκασαν τον πρωθυπουργό που τους οδήγησε στην κατάρρευση.
Και ξαφνικά, ο μύθος κατάρρευσε. Οι Ισλανδοί στις εκλογές της προηγούμενης Κυριακής ψήφισαν το κόμμα που ηγήθηκε της πορείας προς την οικονομική καταστροφή. Κόπωση από τη λιτότητα, ευρωσκεπτικισμός και τι άλλο; Τι μπορεί να εξηγήσει την επαναφορά στην εξουσία της Κεντροδεξιάς, που ταυτίστηκε με την πτώχευση της χώρας το 2008;
Το συντηρητικό Κόμμα Ανεξαρτησίας του 43χρονου πρώην ποδοσφαιριστή Μπγιάρνι Μπένεντικτσον κέρδισε τις εκλογές με ποσοστό 26,7% και θα συγκυβερνήσει με το Προοδευτικό Κόμμα, που έπιασε 24,4%. Και τα δύο κόμματα τάσσονται υπέρ της διάρρηξης των δεσμών με την Ε.Ε. και εξασφαλίζουν 38 (19 έκαστο) από τις 63 έδρες του Κοινοβουλίου.
Οι Σοσιαλδημοκράτες καταβαραθρώθηκαν, είχαν την τύχη του ΠΑΣΟΚ, πέφτοντας » στο 13%. Πλήρωσαν τις περικοπές στο κοινωνικό κράτος, τη δυσκολία να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας και ανάπτυξη, ενώ αποδείχθηκε στην πράξη ότι η ισλανδική κοινωνία δεν είναι ευχαριστημένη από τη ζωή της, παρόλο που από τη μια άκρη του κόσμου ως την άλλη διαφημίζεται το «εναλλακτικό» ισλανδικό οικονομικό θαύμα.
Το Κόμμα Ανεξαρτησίας, που επιστρέφει στην εξουσία, κυβερνούσε συνεχώς την Ισλανδία από το 1991 ως το 2007 σε συμμαχία με το Προοδευτικό Κόμμα. Ο πρώην πρωθυπουργός της χώρας Γκέιρ Χάαρντε, ο οποίος είχε την ηγεσία την περίοδο 2006-2009, βρέθηκε στο εδώλιο ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου κατηγορούμενος για το «σκάσιμο» της χρηματοπιστωτικής φούσκας. Η κάθαρση έγινε χωρίς φασαρία και κομματικές αντεγκλήσεις, μέσα σε μια παράξενη ησυχία, την οποία δύσκολα μπορεί να κατανοήσει ένας ξένος παρατηρητής, όπως και άλλες ιδιαιτερότητες μιας χώρας που δεν διαθέτει –γιατί δεν υπήρξε λόγος– τακτικό στρατό.
Από τον παράδεισο στην κόλαση
Πριν από το ξέσπασμα της παγκόσμιας κρίσης, η Ισλανδία ήταν μία από τις πλουσιότερες χώρες του πλανήτη. Το ακαθάριστο κατά κεφαλήν εισόδημα το 2007 ήταν 63.830 δολάρια (4η χώρα στον κόσμο, σύμφωνα με το ΔΝΤ).
Με πληθυσμό 320.000 ανθρώπων, η μικρή αυτή χώρα ζει από την αλιεία, τη γεωργία και την κτηνοτροφία, αλλά από το 2000 και μετά βρήκε μία ακόμη πηγή πλουτισμού: έγινε ελκυστικός προορισμός για μεγαλοκαταθέτες της Ευρώπης.
Το 2008 ήταν η μοιραία χρονιά: Οι τρεις μεγάλες τράπεζες της χώρας (Kaupthing, Glitnir και Landsbanki) έπεσαν, φέρνοντας το οικονομικό χάος. Οι Ισλανδοί αρνήθηκαν με δημοψήφισμα να πληρώσουν τα λάθη των τραπεζών.
Οι διαδηλώσεις ήταν πρωτοφανείς για τα δεδομένα της χώρας και ήταν η πρώτη φορά που έπεσαν δακρυγόνα, κάτι άγνωστο μέχρι τότε για τους φιλήσυχους πολίτες του νησιού. Η «επανάσταση των τηγανιών και των κατσαρολών», όπως έμεινε στα διεθνή ΜΜΕ, προκάλεσε παγκόσμιο ενδιαφέρον, ακριβώς γιατί οδήγησε σε απροσδόκητες για τις αγορές και την παγκόσμια ελίτ εξελίξεις.
Η ισλανδική κυβέρνηση εγγυήθηκε με κρατικό χρήμα μόνο τους τραπεζικούς λογαριασμούς των υπηκόων της και αρνήθηκε την αποπληρωμή των καταθετών από το εξωτερικό, που έχασαν τα λεφτά τους. Επρόκειτο για 400.000 (κυρίως Βρετανούς και Ολλανδούς) πελάτες των ισλανδικών τραπεζών που καλύφθηκαν τελικά από τις χώρες καταγωγής τους. Η Ισλανδία, για να μπορέσει να σταθεί, πήρε δάνειο από τα σκανδιναβικά κράτη 2,5 δισ. δολάρια και από το ΔΝΤ 2,1 δισ. δολάρια.
Στις 16 Ιουλίου 2009 η ισλανδική Βουλή αποφάσισε την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων της χώρας με την Ε.Ε. και ξεκίνησε συζήτηση για ενδεχόμενη ένταξη αργότερα στην Ευρωζώνη.
Ο νέος πρωθυπουργός έχει δεσμευτεί ότι θα «παγώσει» αυτή τη διαδικασία και θα φέρει την ανάκαμψη μειώνοντας τους φόρους και διαγράφοντας χρέη.
Οι Ισλανδοί έχουν λόγους να μην είναι ευχαριστημένοι: Οι περιορισμοί στις κινήσεις κεφαλαίων παραμένουν, πέντε χρόνια μετά την πρώτη επιβολή τους, σε ισχύ και η δυσπραγία είναι έντονη, παρόλο που οι αριθμοί ευημερούν, αν δει κανείς το δείκτη του ρυθμού ανάπτυξης ή της ανεργίας και του πληθωρισμού. Οι περισσότεροι δυσκολεύονται να πληρώσουν καταναλωτικά και στεγαστικά δάνεια, βλέπουν το εισόδημά τους να μειώνεται ή να μένει στάσιμο και ευοίωνες προοπτικές να μη διανοίγονται.
Ο απερχόμενος κεντροαριστερός συνασπισμός έκανε τα γνωστά: μειώσεις δημοσίων δαπανών, αυξήσεις φόρων. Και η τελευταία λύση που σκέφτηκε ήταν η στροφή προς την Ε.Ε. Η συνταγή κρίθηκε αποτυχημένη από το λαό, που αποφάσισε να φέρει ξανά στην εξουσία το κόμμα που ηγούνταν τον καιρό της πτώχευσης.
Η μνήμη του χρυσόψαρου
Όλοι έχουμε ανάγκη να πιστέψουμε ότι υπάρχει happy end. Ότι μπορεί μια αποφασισμένη κοινωνία, συμπαρασύροντας το πολιτικό σύστημα, να νικήσει το πανίσχυρο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Οι Ισλανδοί είπαν ένα «όχι» που θαυμάστηκε, ενέπνευσε, συνεπήρε, πυροδότησε πολιτικά μανιφέστα και πύρινες διακηρύξεις. Ο λαός νίκησε τις τράπεζες, μια πραγματικότητα σχεδόν μαγική. Τελικά, το θαύμα δεν ήταν ακριβώς όπως το φανταστήκαμε.
Οι Ισλανδοί δυσκολεύονται, πέντε χρόνια μετά, να τα βγάλουν πέρα και αναζητούν τη λύση στο κόμμα που δημιούργησε το πρόβλημα. Ξέχασαν; Μπερδεύτηκαν; Οι επόμενοι διέψευσαν τόσο πολύ τις προσδοκίες, ώστε λειτούργησε απλώς η διάθεση τιμωρίας; Ό,τι και να συνέβη, το παράδειγμα είναι διδακτικό. Και το συμπέρασμα έχει ένα στοιχείο τραγικότητας, για όσους εξακολουθούν να πιστεύουν ότι η πλειοψηφία έχει πάντα δίκιο.
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου