Πέμπτη 23 Μαΐου 2013

Ο ερημίτης παπά-Τύχων.

Μέρος Β'


   Απέφυγε επιμελώς την κατάκριση. Όταν έστελνε του παραγυιούς του στις Καρυές, πήγαινε μαζί τους περίπου ένα χιλιόμετρο και περνούσαν από ένα Καλύβι Ρώσου γείτονά τους. Επειδή ήταν λίγο ευτραφής ο γείτονάς τους παπάς, για να μην τον κατακρίνουν, τους συμβούλευε πατρικά. "Όταν δείτε τον παπά-Ε., να πείτε: "Αυτός είναι άγιος άνθρωπος, την ευχή του να έχουμε" και να του φιλήσετε το χέρι".
   Όταν επέστρεφαν από τις Καρυές, τους έλεγε να μην τον ενοχλούν, αλλά μόνο να χτυπούν την πόρτα του κελιού του, για να καταλαβαίνει ότι επέστρεψαν, και ύστερα να πάνε στο κελί τους. Κάποτε ο ένας από καλή περιέργεια κοίταξε από τη χαραμάδα της πόρτας, για να δει τι κάνει ο Γέροντας.
Τον είδε να κλαίει, να σκουπίζει τα δάκρυά του με μανδήλι και να θρηνεί ραπίζοντας ελαφρά την κεφαλή του.
Αγαπούσε υπερβολικά τη μετάνοια, αν και η ζωή του ήταν αγία, δοσμένη από νεότητος στο Θεό. Τα δάκρυά του ήταν καθημερινή τροφή του. Είχε πολλά δάκρυα και πολλή κατάνυξη.
Με τα δάκρυά του μούσκευε τα πόδια του Εσταυρωμένου. Τα σκούπιζε με τα μαλλιά του σαν τη γυναίκα του Ευαγγελίου. Στο κελί του έκανε εργασία πνευματική καλλιεργώντας τη μετάνοια και το χαροποιόν πένθος.
   Και όταν εξομολογούσε κατανυσσόταν, έκλαιγε συμπάσχοντας με τον εξομολογούμενο. Ένας μαθητής της Αθωνιάδος εξομολογείτο στον παπα-Τύχωνα. Ύστερα έγινε παπάς και έλεγε: "Αυτή η φαλάκρα μου είναι βρεγμένη με τα δάκρυα του παπα-Τύχωνα".
   Λειτουργούσε συνήθως κάθε Κυριακή, αλλά είχε φυλαγμένο Άγιον Άρτο και κοινωνούσε κάθε μέρα.
   Στη λειτουργία έβλεπαν να αλλοιώνεται το πρόσωπό του. Τα μάτια του μέσα στο σκοτάδι ήταν πολύ φωτεινά.
   Πάντα λειτουργούσε με κατάνυξη και δάκρυα. Την ώρα της θείας Λειτουργίας το Ευαγγέλιο το διάβαζε με δάκρυα. Με δάκρυα σήκωνε τα Άγια και έκανε την Είσοδο, εκτός βέβαια από τις αρπαγές και τις θείες οπτασίες που είχε.
   Τον παπα-Τύχωνα, όταν ήταν μόνος του, τον ξελειτουργούσε και ο γερω-Γερόντιος. Τον πλήρωνα δέκα δραχμές για κάθε θεία Λειτουργία, την εποχή εκείνη που δίναν πέντε δραχμές στον παπά.
   Μια φορά τον είδε υπερυψωμένο πάνω από τη γη. "Πιο μεγάλο άγιο σ' όλο το Άγιον Όρος δεν έχω δει", έλεγε ο γερω-Γερόντιος.
   Διηγήθηκε ο γέροντας Παΐσιος: "Ο παπα-Τύχων στη Λειτουργία, για να μην αποσπάται, κλείδωνε την πόρτα της Εκκλησίας, κι εγώ έλεγα το Κύριε ελέησον απ' έξω από το διάδρομο. Μια φορά, σε μία θεία Λειτουργία κατά την ώρα του καθαγιασμού των Τιμίων Δώρων, χάθηκε η φωνή του. Περίμενα πέντε ώρες περίπου και δεν τον διέκοψα γιατί δεν είχα ευλογία. Μετά από πέντε ώρες συνέχισε με το "Εξαιρέτως...". Πού βρισκόταν τόσες ώρες; Μάλλον ηρπάζετο σε θεωρία. Την ημέρα εκείνη η θεία Λειτουργία τελείωσε το απόγευμα".
   Ήταν τελείως αμέριμνος και δεν ενδιαφερόταν καθόλου για τα εξωτερικά. Το κελί του ποτέ δεν το σκούπιζε. Στο πάτωμα του κελιού του τα χώματα και οι τρίχες είχαν κάνει βουναλάκια που έμοιαζαν σαν καύκαλα χελώνας.
   Έκανε γύρω στις τρεις χιλιάδες μετάνοιες και συμβούλευε κάποιον μοναχό: "Να κάνεις πολλές μετάνοιες, μέχρι να μουσκέψει η φανέλα σου απ' τον ιδρώτα, μέχρι να αλλάξεις φανέλα".

Δεν υπάρχουν σχόλια: