Σάββατο 20 Απριλίου 2013

Φωτὸς κατοικητήριον, Κόρη

Χρὴστος Μποκόρος - Χρώματα Ὁλόφωτα -Ζωγραφισμένο μὲ χρώματα λαδιοῦ σὲ ξύλο/λεπτομέρεια/2005




(Στὴν Ἰοκάστη, κόρη μου χαμαιριφή, παίδα εὐαγὴ ἐν τῇ καμίνω τῶν χαμαιπωλείων τῆς ὁδοῦ Τσακάλωφ).

ΤΙΣ ΠΡΟΑΛΛΕΣ, Παρασκευή, ἡ πέμπτη τῶν Χαιρετισμῶν, ὁλοκλήρου τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου. Ἐμφανίζεται, ἀπόγευμα, ἡ μονάκριβη θυγατέρα μου, ἡ Ἰοκάστη, μείραξ ἔντεκα καὶ κάτι, μὲ ὕφος ρέηντζερ ἀρβύλα, τύπου ραίημπαν μὲ κλωτσιὰ προεντεταμένη σὲ καλύβι βιετναμέζου. _Θὰ πᾶμε στὰ μαγαζιά_ γρυλλίζει σὲ κατὰ προσέγγισιν ἑλληνικά.
Ὡς ξεφτιλισμένος κούλης μετὰ τὴν μικρασιατικὴ καταστροφή,
παίρνω τὸ γραικυλικὸν μειδίαμα μὲ τὸ ὁποῖο προσπαθοῦσα νὰ ἀποτρέψω τὸ μοιραῖον ἐνώπιον τοῦ καθηγητή μου τῶν Μαθηματικῶν καὶ τῆς ψελλίζω ραγιάδικα: _σήμερα, ἀγάπη μου, εἶναι οἱ τελευταῖοι Χαιρετισμοί_ Δὲν νομίζεις__. Ρομφαία!
_Αὐτὸ μοῦ ἔλειπε νὰ πάω στοὺς Χαιρετισμούς! Ἐγὼ εἶμαι
groovy!_.
_Τί εἶσαι παιδάκι μου; Εἶσαι γκρούβη; Δὲν εἶσαι βαφτισμένο;_
(Θὰ μοῦ πεῖς, βέβαια, μὲ τέτοιο ὄνομα ποὺ τῆς δώσαμε, τὸ παιδὶ φταίει ποὺ μᾶς προέκυψε groovy κι’ ὄχι Κασσιανή; Ἀλλά, ἄσε, μὴν ξύνεις πληγές).  
Πάντως αἰσθάνομαι ποιάν τινα ἀνακούφιση. Δὲν εἶναι ἀλήθεια, αὐτὰ ποὺ λένε γιὰ τὴν ἐκπαίδευση. Τὸ παιδὶ εἶναι μὲν groovy, ἐνδεχομένως καὶ γκρούβισσα, ἀλλὰ γνωρίζει καὶ τοὺς Χαιρετισμούς_ Στῶμεν καλῶς_ἔστω καὶ ἐκτὸς Χαιρετισμῶν.
Ξανὰ ὕφος μὲν δικό μου ἀξιοπρεποῦς εὐνούχου, ἀναλλοίωτη δὲ στὴν ὑπεροψία της ἡ Βαλιδὲ Σουλτάνα μου: _Θὰ πᾶμε, εἶπα, καὶ δὲν μ’ἐνδιαφέρει (τίποτα δὲν τὴν ἐνδιαφέρει, πλὴν τοὺ ἐνδιαφέροντός της), μοῦ τὸ ὑποσχέθηκες καὶ τὰ λεφτὰ εἶναι τοῦ παππού μου καὶ μοῦ τὰ χρωστᾶς!_
Χάνω. Τὸ βλέπω νά ’ρχεται. Θὰ πάρει τὴν ἐπάνω βόλτα τὸ ἄπιστο σκυλί, ἡ γκρούβισσα. Πάω γιὰ νέα διαπραγμάτευση: γλίτσα τὸ βλέμμα μου, οἱ ὤμοι μου κυρτωμένοι ὅπως ταιριάζει σὲ σκώληκα κυλινδούμενον ἐνώπιον τοῦ Αὐθέντου, φωνή μου, ἱκεσίας τρωγλοδυτική. Σέρνομαι: _Μὰ, ἀγάπη μου, ἡ τελευταία Παρασκευὴ τοῦ Ἀκαθίστου_.
Μεταλλικὴ ριπή, groovy, τοῦ ἀγαπημένου μου ἀνθρωπομόρφου
κτήνους: _Δὲν ξέρω ἐγὼ Ἀκάθιστο καὶ ξεκάθιστο. Τὰ μαγαζιὰ
εἶναι ἀνοιχτά!_. Νοιώθω ὅτι δὲν θὰ παίξω παράταση_
_Χαῖρε ἡ μάχαιρα, ἡ ἐκκόπτουσα τὰ κέρατα δαιμόνων__.
_Ποῦ ’ναι ἡ μάχαιρα, ποῦ ’σαι ρὲ μάχαιρα;_ ψάλλω καὶ ὀδύρομαι, ποῦ ’σαι ρὲ ράβδος ἡ βλαστήσασα, πατεράδων τὸ διάσωσμα, δαιμόνων groovy πολύστομον τραῦμα;_.
_Μά, ἀγάπη μου_. Τίποτε πιά. Σέρνομαι καὶ διασύρομαι. Νοιώθω πὼς ἔχω μπροστά της τὴν ἴδια διαπραγματευτικὴ ἰσχὺ μὲ τὸν Μητσοτάκη, ὅταν τοῦ τηλεφωνεῖ ὁ Μποῦς. Καὶ τὴν Πόλη θὰ τὴν πῶ Ἰσταμποὺλ καὶ τὰ Σκόπια Μακεδονία τοῦ Αἰγαίου καὶ πάσης Ἑλλάδος, ὅσο θὰ μ’ ἀφήνει ἄναυδο ἡ αὐδὴ τῆς κυανῆς γαλάζιας ὀμορφιᾶς της καὶ ἡ καλλονὴ τῆς μεγαλαυχίας της: Ναί, μονάκριβή μου Κόρη, δυσσεβοῦς φωτὸς κατοικητήριον. Κάνε μὲ κατοικίδιον στὰ πόδια σου καὶ ἀγαλλιάσονται ὀστέα τεταπεινωμένα μου. Ναί,Τρισεύγενή μου ἐσὺ καὶ καταναλωτικό μου φροντιστήριον. Πλυνεῖς με μ’ ὅλη τὴν ξεφτίλα ποὺ μὲ λούζεις καὶ ὑπέρ χιόνα λευκανθήσομαι_ Ὅτι ἐγὼ δοῦλος σου εἰμί. Κάθαρμα καταναλωτικό, δίδαξόν με τοῦ ποιεῖν τὸο θέλημά σου, ὅτι σὺ εἶ ἡ θεά μου. Ἔντεκα ἐτῶν καὶ κάτι, groovy θράσος καὶ hard ἀφασία. Κι’ ὅμως, ἐκεῖ στὸν πάτο, πνιγμένος μέσα στὴν χωματερὴ τῆς συντριβῆς μου, μὲ ἔσωσε ὁ Θουκυδίδης. Κρυφοκοιτάζω κατησχυμένος τὴν καλλιγάληνη ἀλαζονεία της καὶ λέω: νὰ τολμήσω; Νὰ μπλοφάρω; Καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταί; Ναί, ρέ, ἀναπτυξιακὲ groovy, μολῶν λαβὲ καὶ τὰ τέτοια, ἄσε ποὺ εἶσαι καὶ βαζέλα καὶ νεοδημοκράτισσα, διότι γκρούβυ, βαζέλα καὶ Νέα Δημοκρατία πᾶνε μαζί, ἐνῶ ἐγὼ εἶμαι Ἀπόλλων Καλαμαριᾶς καὶ Παοκάρα καὶ τὰ μυαλά μου στὸ μίξερ ἢ στὰ κάγκελα, ὅπως ὁρίζει καὶ τὸ Δ, 10 τοῦ Θουκυδίδη, διότι _οὐδεὶς ἐξ ἡμῶν συνετὸς βουλέσθω δοκεῖν εἶναι_ κτλ. κτλ. ποὺ δὲν τὰ καταλαβαίνουν οἱ κυριλέδες δεξιὲς βαζέλες, καὶ γι’ αὐτὸ εἴμαστε Σαλοί, παοκάρες καὶ διὰ Χριστὸν ἀριστεροί.
_Ἰοκάστη μου, ρόδον τὸ ἀμάραντον, ἀγνείας θησαύρισμα καὶπατρός σου ἀποπτώχευσις, Ἰοκάστη μου, ἠδύπνοον κρίνον μου, γνωρίζεις βεβαίως, χάρη στὴν σοσιαλιστικὴ ἀναβάθμιση τῆς παιδείας μας, τὴν ὁποίαν κατάφερε τελεσιδίκως ἡ ΟΛΜΕ καὶ οἱ πανδημεῖ προοδευτικοὶ φορείς, δίκην ἐπιδημίας, ὅτι: _δυνατά δὲ οἱ προύχοντες πράσσουσι καὶ οἱ ἀσθενεὶς ξυγχωρούσιν_. _Ὡς θουκυδίδειον λοιπὸν καὶ ἠδυμιγὲς γύναιον, Ἰοκάστη μου, ἀκουσμα καὶ λάλημα φρικτόν, γνωρίζεις βέβαια, ὅτι προύχοντας εἶμαι ἐγώ, διότι ἐγὼ διαθέτω τὸ χρῆμα καὶ τὴν φάπα. _Χρῆμα καὶ φάπα_ λέγεται τὸ σηριάλιον στὸ ὁποῖο, μετ’ οὒ πολὺ κινδυνεύεις νὰ διακινδυνεύσεις: θὰ χάσεις τὸ χρῆμα, ποὺ δὲν μοῦ ἀνήκει ἀλλὰ ἐλέγχω, ἐνῶ σοῦ ἀνήκει ἀλλὰ δὲν ἐλέγχεις καὶ φεῦ, θὰ εἰσπράξεις ὄχι χρῆμα ἀλλὰ φάπα, ποὺ ἐσὺ μὲν δὲν ἐπιθυμεῖς, ἐγὼ ὅμως ἐπιβάλλω. Ἐσὺ ἀσθενὴς συγχωρεῖς κι’ ἐγώ, προύχων πράττω. Θουκυδίδης, ἔψιλον, 89, ἀγάπη μου, ὅπως γνωρίζει ἀκόμη καὶ ἡ ΟΛΜΕ, ἢ τὸ φῶς καὶ τὸ πὼς μηδένα διδάξασα_.
Καί, ἐξαίφνης, ἡ ἀπαλή μου ὡς πυρὸς προσκύνησις Ἱοκάστη, τὰ χρειάστηκε. Ἀνεπαισθήτως καὶ ἀκαριαίως, ἡ ὠνιομανὴς παιδίσκη τῶν groovy ὠνίων, ἔχασε τὴν λοκατζίδικη βαρβατίλα, διότι τὴν τσάκισε ἡ θουκυδίδεια ἀρβύλα: _καὶ ὅσω αὐτοὶ αὐτῶν δυνατώτεροι ἐγίγνοντο καὶ ἡμεῖς ἐρημότεροι_, ψέλλισε τὸ στερρὸν τῆς ὁδοῦ Τσακάλωφ ἔρεισμα, _χάνουμε τὰ ψώνια_, ξανασκέφτηκε καὶ ἀμέσως
τὸ ἀσίγητον στόμα τῆς Ἰοκάστης μου, ὡς τράπεζα βαστάζουσα
εὐθηνίαν ἱλασμῶν, κατέρρευσε: _αὐτός, ἐδῶ, εἶναι ἡ τράπεζα καὶ ἡ ἀφθονία. Διαθέτει προσέτι καὶ φάπα. Κι’ ἐπειδὴ ὁ φόβος φυλάει τὰ ἔρημα κι’ ἐγὼ θὰ μείνω χωρὶς ψώνια καὶ μὲ τὴν φτήνεια τῶν ἱλασμῶν μου_, ἐντάξει, μοῦ εἶπε ἡ θεοδρόμος, τοῦ δρόμου, ἡ τῆς ὁδοῦ Τσακάλωφ κόρη μου. _Ἐντάξει, πᾶμε γιὰ συμβιβασμό. Θὰ μὲ πᾶς πρώτα ἐμένα, ἐπειδὴ εἶμαι groovy, στὰ ψώνια καὶ μετά, ἐσύ,
ἐπειδὴ εἶσαι ψώνιο, θὰ πᾶς στὸν Ἀκάθιστο_.
Χαῖρε, αὐλὴ λογικῶν προβάτων, ἐκέκραξα, μὲ μύξα εὐγνωμοσύνης στὰ μάτια! Χαῖρε, τῆς ἀπάτης τὴν πλάνην πατήσασα, τῆς σωματοψυχῆς μου ἀλήτισσα! Χαῖρε, ἡ τοῦ βορβόρου τῆς Τσακάλωφ ρυομένη τῶν ἔργων, ρυπαρία μου ἐσὺ ἄσπιλη κι’ ἀμόλυντη! Ἕνα - ἕνα! Οὐρανόθεν ἐπέμφθη ἰσοπαλία! Σὲ ἰσοφάρισα τὴν τελευταία στιγμή, πεπυρωμένον βέλος τοῦ πονηροῦ, τῆς groovy δαπάνης, ἐσύ, θησαυρέ μου ἀδαπάνητε! Σ’ ἔσκισα! (ἔστω μ’ ἕνα - ἕνα, γιατὶ ἐγὼ μονίμως ἐκτὸς ἕδρας καὶ χαμένος ἀπὸ χέρι, μπροστὰ στὴν στροφορμὴ τῆς δίνης σου, Κόρη μου δροσοβολοῦσα!_
Ἔτσι κι’ ἔγινε. Ὁ συμβιβασμός, μὲ ἀμοιβαῖες συναινετικὲς διαδικασίες: ἐγὼ πλήρωνα κι’ αὐτὴ συμπλήρωνε ὅτι πρέπει κι’ ἄλλα νὰ πληρώσω. Καὶ ξαναπλήρωνα ἐγὼ καὶ ξανασυμπλήρωνε αὐτή, πεπληρωμένη ἀπληστίας. Γιὰ δύο ὧρες, ἐκεῖ ἐν καμίνῳ τοῦ πολυγώνου τῆς ἀκολασίας, Τσακάλωφ - Σκουφά, γκρούβη αὐτή, μπούζι ἐγώ. Πενήντα δύο χιλιάρικα μοῦ στοίχισε αὐτὴ ἡ ἀμοιβαία κατανόηση γιὰ δυὸ ὧρες. Ἡ ἁγνὴ παιδίσκη μου_ Μὲ πυγοστόλον πολυτελείας τοῦ Ξενοδοχείου Χίλτωνος νὰ πήγαινα, φτηνότερα θὰ τὴν ἔβγαζα. Καὶ ξαπλωμένος μάλιστα καὶ καθιστός. Ἔβγαλα ὅμως ἔτσι Ἀκάθιστο. Χαῖρε, θεῖον Ἰοκάστης κάρα_
Ἔτσι λοιπὸν καὶ πηγαίναμε, ὁ ἀρχηγὸς τῆς ἀκράτου σπατάλης
ὁδηγὸς καὶ σερνάμενος ἐγώ, δεσμώτης τῆς ὑπὸ τρόμον δαπάνης. Πίσω ἐγώ, μπρὸς αὐτή, μαγαζί τὸ μαγαζί. Δὲν ἀφήσαμε τίποτα. Ἔμπαινε ἀσυστόλως πειναλέα καὶ σ’ αὐτὰ ποὺ δὲν ἤθελε. Ἀγόραζε καὶ μετάνοιωνε, μετάνοιωνε καὶ ξαναγόραζε. Καμένη γῆ, ποὺ παραδίδει ἡ ἐκάστοτε κυβέρνηση στὴν ἀκόλουθή της, μοῦ παρέδιδε κι’ ἐμένα τούτη ἡ λαίλαψ τῶν ψωνίων_
Κι’ ἐνῶ πλησίαζε ἡ ὥρα τῶν Χαιρετισμῶν, παρατηροῦσα τὰ μαγαζιά, τοὺς μαγαζάτορες καὶ τοὺς ἐνσκήπτοντες νεαροὺς ἀλάστορες,ἄλλων ἀτυχῶν γονέων. Ὡραία καταστήματα, ποὺ ἐπιδείκνυαν προκλητικῶς ὄμορφα σκευάσματα, ἄλλα γοητευτικῶς ἄχρηστα κι’ ἄλλα ἀχρήστως γοητευτικά. Κι’ ἔβλεπα τοὺς νέους καὶ τὶς νέες, μέσα στὰ μαγαζιά ἐκεῖ, μόνον νέοι σχεδὸν ἦταν ἐκεῖ μέσα, ὅλοι τους εὐσταλείς, χαλαροὶ μέσα στὴν κατανάλωση καὶ ὑποθερμικὰ παρόντες σ’ ὅλη αὐτὴν τὴν ἀπουσία ἔντασης. Οὔτε ἡ ὀμορφιὰ τῶν πραγμάτων, οὔτε ἡ εὐειδής τους ρώμη, ἀπένειμε κάποιο νόημα στὸ τοπίο τῶν ὠνίων τῶν ὀνείρων τους.
Κι’ ἀναρωτιόμουν: τί, στὴν εὐχή, αὐτὴ ἡ σαχλαμαροειδὴς
ὀμοιομορφία τοῦ ἀγοράζω μέσα στὸ ἄντε νὰ σερνόμαστε, ὅ,τι
να’ναι, ὅπου να’ναι καὶ ὅποια μέρα να’ναι; Παρασκευὴ τῶν
Χαιρετισμῶν κι’ ὅπου να’ναι στὶς ἐκκλησίες παντοῦ, ἡ αἰώνια Ἑλλὰς θὰ ἐκτόξευε πάλι στὰ ὕψη, τὸ ὡραιότερο ποίημα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, τὸν Ἀκάθιστο. Ἡ ζῶσα παράδοση, πρότεινε σ’ αὐτὰ τὰ παιδιὰ νὰ γίνουν πυριφλεγεὶς Πύραρχοι, κι’ αὐτὰ τὰ ξενέρωτα, χάζευαν κουρελαρίες τύπου ἄντε νὰ σὲ σινιάρουμε. Γιατί τέτοια ἀφασία; Πῶς αὐτὴ ἡ ἀκηδία; Καὶ δηλαδή, χάθηκε ὅλα
αὐτὰ τὰ μηδενοπωλεία νὰ κλείνουν μιςὴ ὥρα νωρίτερα, τέσσερεις Παρασκευὲς τὸν χρόνο καὶ νὰ τρέχουν ὅλοι τους μαζί νὰ χαζέψουνε τὸ ὡραιότερο σούπερ-σώου τῆς χρονιᾶς (τῆς κάθε χρονιᾶς), τὴν ἀκολουθία τοῦ Ἀκαθίστου, ἀντὶ νὰ τ’ ἀκουμπᾶνε σὰν βλαχαδερὰ στὸ Μέγαρο Μουσικῆς, ὅπου ὡς γνήσιοι Ρωμηοὶ σκυλοβαριοῦνται, μόλις παύουν νὰ ἀλληλοχαζεύουν τὰ πλουμίδια, ποὺ κρεμάσανε στὶς κρεμάστρες τῶν κορμιῶν τους; Τί πλουμίδια καὶ τί στολίδια ψάχνουν τὶς Παρασκευὲς τοῦ Ἀκαθίστου;
Ἐγὼ ὅμως πρόλαβα. Ἄφησα ἐν τάχει τὸ εὐώνητον νήπιον τῶν ὠνίων στὸ σπίτι καὶ ἔτρεξα μὲ τὸν παλιό μου συμμαθητὴ καὶ νῦν καθηγητὴ τῆς κλασσικῆς Μηχανικῆς στὴν Φυσικομαθηματικὴ Θεσσαλονίκης, Θόδωρο Χρηστίδη, στὴν Μονὴ Πετράκη. Ὁ Θόδωρος, ὡς τεχνολόγος, δὲν εἶναι ἄλογος. Χαῖρε, ἡ τοὺς τεχνολόγους ἀλόγους ἐλέγχουσα! Ὁ Θόδωρος Χρηστίδης, ἄριστος ἐπιστημολόγος τῆς θεωρίας στὴν Φυσική, εἶναι φυσικῶς ψάλτης. Μέγας Ψάλτης τῆς Κωνσταντινοπολίτικης σχολῆς, μαθητὴς στὴν Θεσσαλονίκη τοῦ μεγάλου Ταλιαδώρου.
Ἔχω προσέξει ὅτι οἱ σπουδαῖοι φυσικοὶ καὶ μαθηματικοὶ στὸν τόπο μας, εἶναι λιγώτερο ἐπιρρεπεὶς στὴν δυτικίζουσα ἠλιθιότητα τοῦ ἐκσυγχρονισμοῦ τῆς Ψωροκώσταινας, ἡ ὁποία ἐν κενοφροσύνῃ νεοπλούτου, ἀπορρίπτει τὴν ἑλληνορωμέηκη παράδοση. Οἱ καλύτεροι κβαντο-φυσικοὶ καὶ μαθηματικοί, αὐτὴν τὴν στιγμὴ στὸν τόπο μας, εἶναι παιδιὰ καὶ διάκονοι τῆς μάνας Ἐκκλησίας καὶ τῆς μητρίδας Ἑλλαδίτσας. Φταίει ἄραγε ὅτι οἱ μαθηματικο-φυσικοὶ εἶναι πιὸ ἐπιρρεπείς, λόγῳ χαρίσματος στὴν Μουσική, ἄρα στὴν ἀληθῶς Φιλοκαλίαν τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολῆς; Ἢ ἁπλῶς, ἐν ἀντιθέσει μ’ ἑμᾶς τῶν λεγομένων _κοινωνικῶν ἐπιστημῶν_, αὐτοὶ εἶναι οἱ μόνοι σωστοὶ ἐπιστήμονες καὶ κατὰ τὸν ὀρθὸν λόγον _ἐπίστανται_ τὰ ἀληθῶς ζωοποιούντα, ἐνῶ οἱ _κοινωνιολόγοι_ εἴμαστε συνεχῶς εἰσαγόμενοι γενίτσαροι; Ὁ Θόδωρος Χρηστίδης ὅμως προχώρησε, ἤρεμος διάκονος πρὸς τοὺς Ψάλτες καὶ ἔκανε ἕνα ἰσοκράτημα, ποὺ εἶχα ν’ἀκούσω ἀπὸ τότε.
Κι’ ὅταν, τιμῆς ἔνεκεν, οἱ Ψάλτες τῆς Μονῆς Πετράκη τοῦ
παραχώρησαν τὰ πρεσβεία, ἔψαλλε, κορυφαῖος τοῦ τρόπου μας, μέσα στὸν Ἀκάθιστο ποὺ μετατρέπει τὰ καταναλωτικὰ ἰζήματα σὲ εὐπατρίδες. _Οἱ πρώην ἀπάτη γυμνωθέντες στολὴν ἀφθαρσίας ἐνεδύθημεν τῇ κυοφορία σου, καὶ οἱ καθεζόμενοι ἐν σκότει παραπτώσεων φῶς κατωπτεύσαμεν, φωτός κατοικητήριον, Κόρη.
Ἄιντε, καὶ καλὴ Ἀνάσταση.

Υ.Γ. Τὸ δραχμοβόρον μειράκιον μου, ἐπωφελήθη τῆς ἀπουσίας μου καὶ ξεγέλασε μιὰ οἰκογενειακή μας φίλη. Ὅταν ἐπέστρεψα, μετὰ τὸν Ἀκάθιστο, τὴν βρῆκα, ὡς παίδα εὐαγή, καθισμένη μπροστὰ στὴν τηλεόραση, ὅπως ταιριάζει στοὺς καινουργούντας τὴν Κτίσιν. Στὸ μεταξύ, εἶχε προλάβει νὰ τσακίσει ἄλλα ἐφτὰ χιλιάρικα, ἐκεῖ στὴν Τσακάλωφ τῆς πολυφθόγγου ἀφθεγξίας _Ρήτορας πολυφθόγγους ὡς ἰχθύας ἀφώνους ὁρῶμεν ἐπὶ σοί, Θεοτόκε_

4ΤΡΟΧΟΙ Μάιος 1992
Κώστας Ζουράρις - ΙΣΑΛΟΣ ΓΡΑΜΜΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια: