του Νικόλα Γεωργιακώδη Ακόμα και αν δεν έχεις
προλάβει τις «παλιές καλές εποχές» του ελληνικού κινηματογράφου, ακόμα
και αν υποστηρίζεις ακράδαντα τα multiplex και το 3D, ακόμα και αν ο
όρος συνοικιακό σινεμά σε ξενίζει κάπως, δεν γίνεται να μην
έχεις περάσει μια φορά από τους Αμπελόκηπους και να μη σου τραβήξει το
βλέμμα η γιγαντοαφίσα στη μαρκίζα του σινεμά Αθήναιον. Σε
πείσμα των καιρών, εδώ και μισό αιώνα περίπου, ο κ. Βασίλης Δημητρίου
κρατάει ζωντανή την τέχνη της ζωγραφιστής αφίσας. Μια τέχνη που σε
παλαιότερες εποχές ανθούσε, όμως σήμερα αργοσβήνει.
Από μικρός στην τέμπερα «Τι σπουδάσατε;», τον ρωτάω καθώς καθόμαστε στο μικρό ατελιέ του στην Αγία Παρασκευή, δίπλα στην σόμπα. Απέναντί μας η μισοτελειωμένη αφίσα του Μάγου του ΟΖ καλύπτει ολόκληρο τον τοίχο. «Τίποτα, αυτοδίδακτος είμαι», απαντάει, «Αν και αυτοδίδακτος δεν είναι κανείς, όλοι κάτι βλέπουν, όλοι από κάτι παρακινούνται, όλοι κοιτάνε γιατί έβαλε αυτό το χρώμα και όχι το άλλο. Όλοι όσοι έχουν το μεράκι μέσα τους και το μικρόβιο. Ε, και εγώ ένας από αυτούς είμαι».
Το «μικρόβιο» του κ. Δημητρίου δεν άργησε να τον επισκεφτεί από τα πρώτα χρόνια της ζωής του. «Από μωρό παιδί ζωγραφίζω. Δευτέρα τάξη του δημοτικού, έφτιαξα στον πίνακα την αλεπού που κοιτάει το σταφύλι και να λέει ‘ όσα δεν φτάνει η αλεπού’. Τελειώνει το διάλειμμα, μπαίνουν μέσα τα παιδιά ‘ωραίο’ λένε, ήξεραν ότι το είχα κάνει εγώ. Μπαίνει και η δασκάλα που δεν το ήξερε όμως, με ρωτάει ‘εσύ το έκανες αυτό;’. Εγώ, της λέω. Φάααααπ μου δίνει ένα χαστούκι, ‘γιατί λες ψέματα; Ξαναφτιάχτο’, μου λέει. Το ξαναφτιάχνω εγώ κλαίγοντας και τρεμάμενος, παιδάκι τώρα καταλαβαίνεις και με αγκαλιάζει και με φιλάει. Ήταν η πρώτη που μου είπε ότι έχω ταλέντο, που να ήξερα εγώ τότε τι θα πει ταλέντο», περιγράφει.
Οι γονείς του ποτέ δεν είδαν με καλό μάτι την ενασχόλησή του με την ζωγραφική. «Ο πατέρας μου ούτε να ακούσει κουβέντα για ζωγράφος. ‘Θα πεθάνεις στην ψάθα, όλοι οι ζωγράφοι γίνονται αδερφές’ μου έλεγε, και τι δεν έχω ακούσει και από την μάνα μου. Θέλανε να πάω να κάτσω κοντά στον μπάρμπα μου να γίνω χασάπης. Μόνο ο αδερφός μου ο συγχωρεμένος βοήθησε την κατάσταση. Τους λέει ‘Ο Βασίλης θέλει να γίνει ζωγράφος θα γίνει ζωγράφος. Αφού έχει ταλέντο ρε μάνα’. Πού να ξέρει η μάνα μου τώρα από ταλέντο, ήταν από χωριό. ‘Είναι γεννημένος για να κάνει αυτή την δουλειά’, τους έλεγε.
Στο ρινγκ της ζωγραφικής Σε ηλικία 14 χρονών, μετά το θάνατο του πατέρα του, ο κ. Δημητρίου πιάνει δουλειά στον κινηματογράφο Αττικόν στην Κυψέλη, ως βοηθός του ζωγράφου Κώστα Γρηγοριάδη. Αν και ήταν καλός άνθρωπος, όπως λέει, ο άσχημος τρόπος του τον ανάγκασε να φύγει από εκεί. «’Πιάσε ρε μαλάκα το τελάρο’, μου έλεγε. Εγώ δεν μπορούσα έτσι. ‘Γιατί να με πει έτσι εμένα;’. Στεναχωριόμουν. Μια, δυο, τρεις, δέκα, σταμάτησα και πήγα σε έναν επιγραφοποιό», λέει για την έναρξη της συνεργασίας του με τον Βικέντιο Μπέκνερ. «Μου έλεγε αυτός: ‘Βασιλάκη, σε παρακαλώ πολύ μπορείς να μου πιάσεις το μαύρο το χρώμα;’ ‘Ορίστε κύριε Νίνο’ του έλεγα και του το έδινα. Ήταν το καλλιτεχνικό του. ‘Γιατί να μιλάμε έτσι; Μέχρι να μου το πεις όλο αυτό εγώ θα στο είχα φέρει’ του έλεγα, ‘ Όχι, έτσι θα μιλάς. Θα είσαι ευγενικός με όλον τον κόσμο’, απαντούσε. Φοβερός άνθρωπος», συνεχίζει, ενώ παρατηρώ το αριστερό του χέρι να τρέμει.
Τι σύμπτωση. Αμέσως αλλάζει θέμα. «Εμένα όπως τα έφερε η τύχη, ο πατέρας μου ήταν παλαιστής και έμπλεξα με τον αθλητισμό από μωρό παιδί, με την πυγμαχία. Είχα λόξα με την πυγμαχία και με τη ζωγραφική. Περισσότερο με την ζωγραφική βέβαια. Βλέπεις το χέρι μου πως κουνιέται; Αυτό είναι από τα χτυπήματα, δεν δίνεις μόνο, τρως κιόλας», μου λέει και μου δείχνει ακριβώς από πίσω μου ένα αγαλματίδιο ενός μποξέρ δίπλα σε μια παλιά του φωτογραφία.
«19 χρονών λέω στον Νίνο ‘γιατί δεν κάνουμε και εμείς κινηματογραφική αφίσα όπως κάνουν και οι άλλοι;’», συνεχίζει να περιγράφει, αλλάζοντας πάλι θέμα, «’Πού να πάμε εμείς ρε Βασίλη’, μου έλεγε αυτός. Αυτοί είναι θηρία. Τότε ήταν ο Βακιρτζής, ο Μανώλης ο Κουφός,’ τι να πάμε να κάνουμε εμείς με αυτούς;’». Ο κ. Δημητρίου δεν πτοήθηκε όμως.
Σαν παλιό σινεμά Οι κινηματογράφοι με τους οποίους συνεργάστηκε δεκάδες. «Υπήρχαν χρονιές που είχα μέχρι και δώδεκα κινηματογράφους ταυτόχρονα. Για λίγο καιρό δούλευα στο Αττικόν και τον Απόλλωνα. Επίσης ήμουν στον Έσπερο απέναντι, μετά στο Άστορ. Πιο κάτω το Ιντεάλ στην Πανεπιστημίου, μετά για τέσσερα χρόνια ήμουν στο Ρεξ, μετά στο Μόντιαλ, που έπαιζε τότε ταινίες βήτα κατηγορίας», θυμάται και συνεχίζει να απαριθμεί: «Μετά είχα στην Ομόνοια το Σταρ, ωραίος κινηματογράφος τότε. Μετά άρχιζε να παίζει πορνό, καράτε, σου' πα μου' πες… Είχα το Άνεσις στους Αμπελόκηπους και μετά πήγα στο Αθήναιον, στην θέση του Νίκου Ανδρεάκου. Από τότε, εδώ και 35 χρόνια το Αθήναιον το φτιάχνω εγώ. Γέρασα εκεί μέσα».
Τα έργα του, εκατονταπλάσια. Τόσα, που ούτε ο ίδιος δεν θυμάται. «Πολλά χρόνια, πολλές αφίσες, πολύ άγχος. Και τώρα έχω άγχος. Αν με δεις να ζωγραφίζω θα καταλάβεις. Στάζει ο ιδρώτας από το κούτελό μου», λέει χαρακτηριστικά. Τον ρωτάω ποιο ή ποια είναι τα αγαπημένα του. «Αυτό εδώ είναι ένα από τα καλύτερα που έχω φτιάξει», απαντά δείχνοντας τον «Μάγο», «έχει ατμόσφαιρα όλο, όταν τελειώσει και το βάλουμε πάνω στο Αθήναιον να πας να το δεις».
Κάποτε για να φτιάξει μια αφίσα έκανε το πολύ μιάμιση μέρα. Πλέον, ο ίδιος παραδέχεται ότι ένα έργο μπορεί να του πάρει μέχρι και τρεις ημέρες. «Δεν είναι καλά», μονολογεί, «άμα βγάλεις σε τρεις ημέρες ένα τέτοιο, άμα έχεις πέντε αφίσες να φτιάξεις, πότε θα τις φτιάξεις;».
Αμετανόητος σινεφίλ, ο κ. Δημητρίου, παραδέχεται ότι το σημερινό σινεμά τον ξενίζει. «Παλιά έβλεπα τέσσερεις ταινίες την εβδομάδα, τώρα δεν βλέπω καμία. Δεν μπορώ να μπω στα multiplex. Ούτε στα συνοικιακά. Μου αρέσει το Αθήναιον», λέει γελώντας, «και οι κινηματογράφοι που παίζουν ταινίες όπως το Αθήναιον, έχουν δηλαδή το διάλειμμα.Θα βγεις έξω, θα πάρεις μια πορτοκαλάδα από το μπαρ, θα μιλήσεις με αυτόν που συνοδεύεις ή σε συνοδεύει, θα ακούσεις άλλες συζητήσεις για την ταινία, θα βγάλεις τα συμπεράσματά του και θα πας μέσα να ξεκοκαλίσεις το υπόλοιπο έργο και να σου μείνει κάτι. Ε, αυτό δεν γίνεται στους άλλους κινηματογράφους».
Του ζητάω να θυμηθεί κάποιο περιστατικό από το παρελθόν που να του έμεινε. Σκέφτεται λίγο, και μου λέει: «Κάποτε έπαιζε στο Άνεσις μια πολεμική ταινία με τον Ρίτσαρντ Μπάρτον και την Σοφία Λώρεν. Έφτιαξα λοιπόν, μια αφισάρα πολύ ωραία να πούμε. Η Σοφία Λώρεν ήταν από τις γυναίκες που μου άρεσαν, η φυσιογνωμία της, όλα της τα χαρακτηριστικά και έγινε πολύ ωραίο. Το βάλαμε λοιπόν Κυριακή βράδυ γιατί Δευτέρα άρχιζε η προβολή και Δευτέρα πρωί πρωί με παίρνει τηλέφωνο ο ιδιοκτήτης. ‘Ρε τι μου έκανες στο μαγαζί ρε, δεν θα μπει άνθρωπος’, ‘Γιατί κύριε Γιώργο; Δεν σου αρέσει η αφίσα;’, ‘Ρε, η αφίσα μου αρέσει, αλλά δεν είναι η Σοφία Λώρεν!’, ‘Γιατί, δεν μοιάζει;’, ‘Μοιάζει’, ‘Ε, τότε τι θέλεις;’ ‘Μπούστο θέλω! Με ζιβάγκο η Σοφία Λώρεν μπροστά στη βιτρίνα, ποιος θα μπει μέσα;’ ‘Εντάξει, μην ανησυχείς’, του λέω, θα την κάνω με μπούστο.
»Παίρνω τα μπογαλάκια μου και πάω. Τότε είχα το εργαστήριο στο τέρμα της Ιπποκράτους και ήμουν κοντά. Πάω με τα χρώματα, κατεβάζω την αφίσα και αρχίζω να ‘βγάζω’ το πουλόβερ που φορούσε αυτή και την κατεβάζω μέχρι να φαίνεται το στήθος της. Εκείνη την ώρα είχε κόσμο γύρω και μου λέει ένας από τους περαστικούς ‘Μπράβο ρε φίλε, αυτή είναι η Σοφία Λώρεν!’».
Το παρόν και το μέλλον μιας τέχνης που σβήνει Πριν από τρία περίπου χρόνια, ο Δήμος Αθηναίων διοργάνωσε έκθεση προς τιμήν του κ. Δημητρίου με τίτλο «Η εικαστική όψη του κινηματογράφου. Βασίλης Δημητρίου 60 χρόνια δημιουργίας», στην Τεχνόπολη, αποτίοντας έστω και αργά φόρο τιμής στο έργο του. «Συγκινήθηκα πολύ, ήταν φοβερή έκθεση, δεν έχει ξαναγίνει. Μιλάμε για πολύ δουλειά», μου λέει, «Κάποια στιγμή σηκώνεται ο Αντιδήμαρχος και αρχίζει να λέει αυτά που δεν χωνεύω, ‘ο μεγάλος, ο τεράστιος, ο απίθανος ζωγράφος, ο Βασίλης Δημητρίου’, ‘Για ποιόν μιλάει;’, αναρωτιόμουν και του κάνω νόημα ότι θέλω να μιλήσω. Σταμάτησε και μου έδωσε τον λόγο, ‘Απ’ έξω στην αφίσα γράφετε εξήντα χρόνια δημιουργίας του Βασίλη Δημητρίου’, του λέω, ‘Τώρα θυμηθήκατε ότι είμαι ο μεγάλος ο ζωγράφος και ο τρανός; Τόσα χρόνια, εξήντα χρόνια, κανείς δεν δέχτηκε να πει αυτό το παιδί έχει ταλέντο, κάτσε να του δώσουμε μια επιχορήγηση να μην δουλεύει τόσο με την αφίσα για να φτιάξει καλύτερα πράγματα;’ Μετά αλλάξαμε κουβέντα. Γενικά εγώ δεν θέλω φανφάρες και λόγια παχιά», λέει.
Τον ρωτάω για το κατά πόσο ισχύει ότι είναι ο μοναδικός άνθρωπος στην Ευρώπη που ασχολείται με αυτήν την τέχνη. Μου λέει ότι κάποια στιγμή τον πήραν τηλέφωνο από ένα κανάλι της Κολωνίας και του ζήτησαν να τους παραχωρήσει συνέντευξη. «Στην αρχή νόμιζα ότι μου έκανε πλάκα ο φίλος μου ο Δημήτρης ο Πιατάς, τα κάνει κάτι τέτοια», μου λέει, «εν τέλει ήταν όντως από την Γερμανία και θέλανε να με τραβήξουν βίντεο ενώ δουλεύω. Είχα και εγώ την απορία όταν ήρθαν και τους ρώτησα, ‘Πώς με βρήκατε εμένα και ήρθατε από τη Γερμανία να μου πάρετε συνέντευξη;’ ‘Σήμερα στην Ευρώπη είστε μόνο εσείς, δεν υπάρχει άλλος’, μου απάντησαν. ‘Τι θα μπορούσα να βάλω στο μυαλό μου;’», περιγράφει.
Είναι δεν είναι ο τελευταίος καλλιτέχνης αφισών στην Ευρώπη, ο κ. Δημητρίου ασχολείται με ένα επάγγελμα το οποίο δύσκολα θα έχει συνέχεια. Εύλογη απορία μέχρι πότε θα συνεχίσει να το κάνει. «Γεννήθηκα στις 18 Φεβρουαρίου του 1936. Ξεκίνησα 14 χρονών τώρα πάω στα… ούτε ξέρω πόσο πάω. Μέχρι πότε θα το κάνω; Ε, άμα πεθάνω θα σταματήσω», μου λέει συγκινημένος.
«Στην ζωή μας όλοι κάνουμε λάθη Νικόλα», μου λέει, «και άμα είσαι ξεροκέφαλος σαν και μένα και δεν ακούς, όταν μεγαλώσεις καταλαβαίνεις το λάθος σου και τότε σε πειράζει λίγο, αλλά είναι αργά τότε. Εγώ δεν έχω σύνταξη για παράδειγμα. Παίρνω μόνο ένα επίδομα λόγω ηλικίας. Σαχλαμάρες. Γιατί; Γιατί δεν ήθελα να ασχοληθώ με τα ΙΚΑ τα ΤΕΒΕ και σου’πα μου’πες και ξέρω ‘γω τι. Άμα είσαι γεροδεμένο παιδί δεν σε νοιάζει. Σαν και σένα ήμουν και εγώ, γυρνούσα με το φανελάκι. Σιγά ρε γυναίκα της έλεγα, τι να το κάνω το ΙΚΑ;».
Επιμένοντας σε πείσμα των καιρών «Η αφισογραφία είναι ιστορική», μου λέει ο κ. Δημήτρης Γάκας, ιδιοκτήτης του Αθήναιον, «Ο Βακιρτζής, ο Ανδρεάκος… Υπήρχαν πάρα πολλοί καλλιτέχνες, τώρα δυστυχώς ο Βασίλης έχει μείνει ο τελευταίος πράγμα που εμάς μας προβληματίζει γιατί δεν ξέρουμε για πόσο ακόμα θα μπορεί ο Βασίλης να κάνει τα πανό». Το κόστος της αφίσας για τον κινηματογράφο, όπως με πληροφορεί, είναι αρκετά μεγάλο αν αναλογιστεί κανείς ότι γίνεται σε εβδομαδιαία βάση, όμως ο κ. Γάκας και οι συνεργάτες του επιμένουν.
«Είναι κάτι που δεν θέλουμε να χαθεί από την πόλη. Αγαπάμε τον κινηματογράφο και θα συνεχίσουμε να χρηματοδοτούμε αυτήν την παράδοση, δεν θέλουμε να εκλείψει», προσθέτει.
«Το Αθήναιον είναι ένα σημείο που πολλοί Αθηναίοι σταματάνε και κοιτάζουν τις αφίσες. Με την τεχνολογία και τις μεγάλες εκτυπώσεις μπορούμε να φτιάξουμε αφίσες που θα έχουν μεγαλύτερη λεπτομέρεια. Όμως δεν θέλουμε να βάλουμε μια μεγάλη φωτογραφία, θέλουμε να βάλουμε την αφίσα του καλλιτέχνη. Ο Βασίλης εδώ και χρόνια, βρέξει χιονίσει, ό,τι και να γίνει Τετάρτη βράδυ το πανό στο Αθήναιον δεν έχει καθυστερήσει ποτέ», λέει ο ίδιος.
Χθες το βράδυ, περασμένες έντεκα, ο κ. Δημητρίου στάθηκε για ακόμα μια φορά στην είσοδο του κινηματογράφου κοιτώντας περήφανος το έργο του να ανεβαίνει στην μαρκίζα. Αξίζει να περάσετε μια βόλτα να δείτε και εσείς μια από τις καλύτερες δημιουργίες του.
«Μέχρι πότε θα το κάνω; Άμα πεθάνω θα σταματήσω…»
Από μικρός στην τέμπερα «Τι σπουδάσατε;», τον ρωτάω καθώς καθόμαστε στο μικρό ατελιέ του στην Αγία Παρασκευή, δίπλα στην σόμπα. Απέναντί μας η μισοτελειωμένη αφίσα του Μάγου του ΟΖ καλύπτει ολόκληρο τον τοίχο. «Τίποτα, αυτοδίδακτος είμαι», απαντάει, «Αν και αυτοδίδακτος δεν είναι κανείς, όλοι κάτι βλέπουν, όλοι από κάτι παρακινούνται, όλοι κοιτάνε γιατί έβαλε αυτό το χρώμα και όχι το άλλο. Όλοι όσοι έχουν το μεράκι μέσα τους και το μικρόβιο. Ε, και εγώ ένας από αυτούς είμαι».
Το «μικρόβιο» του κ. Δημητρίου δεν άργησε να τον επισκεφτεί από τα πρώτα χρόνια της ζωής του. «Από μωρό παιδί ζωγραφίζω. Δευτέρα τάξη του δημοτικού, έφτιαξα στον πίνακα την αλεπού που κοιτάει το σταφύλι και να λέει ‘ όσα δεν φτάνει η αλεπού’. Τελειώνει το διάλειμμα, μπαίνουν μέσα τα παιδιά ‘ωραίο’ λένε, ήξεραν ότι το είχα κάνει εγώ. Μπαίνει και η δασκάλα που δεν το ήξερε όμως, με ρωτάει ‘εσύ το έκανες αυτό;’. Εγώ, της λέω. Φάααααπ μου δίνει ένα χαστούκι, ‘γιατί λες ψέματα; Ξαναφτιάχτο’, μου λέει. Το ξαναφτιάχνω εγώ κλαίγοντας και τρεμάμενος, παιδάκι τώρα καταλαβαίνεις και με αγκαλιάζει και με φιλάει. Ήταν η πρώτη που μου είπε ότι έχω ταλέντο, που να ήξερα εγώ τότε τι θα πει ταλέντο», περιγράφει.
Οι γονείς του ποτέ δεν είδαν με καλό μάτι την ενασχόλησή του με την ζωγραφική. «Ο πατέρας μου ούτε να ακούσει κουβέντα για ζωγράφος. ‘Θα πεθάνεις στην ψάθα, όλοι οι ζωγράφοι γίνονται αδερφές’ μου έλεγε, και τι δεν έχω ακούσει και από την μάνα μου. Θέλανε να πάω να κάτσω κοντά στον μπάρμπα μου να γίνω χασάπης. Μόνο ο αδερφός μου ο συγχωρεμένος βοήθησε την κατάσταση. Τους λέει ‘Ο Βασίλης θέλει να γίνει ζωγράφος θα γίνει ζωγράφος. Αφού έχει ταλέντο ρε μάνα’. Πού να ξέρει η μάνα μου τώρα από ταλέντο, ήταν από χωριό. ‘Είναι γεννημένος για να κάνει αυτή την δουλειά’, τους έλεγε.
Στο ρινγκ της ζωγραφικής Σε ηλικία 14 χρονών, μετά το θάνατο του πατέρα του, ο κ. Δημητρίου πιάνει δουλειά στον κινηματογράφο Αττικόν στην Κυψέλη, ως βοηθός του ζωγράφου Κώστα Γρηγοριάδη. Αν και ήταν καλός άνθρωπος, όπως λέει, ο άσχημος τρόπος του τον ανάγκασε να φύγει από εκεί. «’Πιάσε ρε μαλάκα το τελάρο’, μου έλεγε. Εγώ δεν μπορούσα έτσι. ‘Γιατί να με πει έτσι εμένα;’. Στεναχωριόμουν. Μια, δυο, τρεις, δέκα, σταμάτησα και πήγα σε έναν επιγραφοποιό», λέει για την έναρξη της συνεργασίας του με τον Βικέντιο Μπέκνερ. «Μου έλεγε αυτός: ‘Βασιλάκη, σε παρακαλώ πολύ μπορείς να μου πιάσεις το μαύρο το χρώμα;’ ‘Ορίστε κύριε Νίνο’ του έλεγα και του το έδινα. Ήταν το καλλιτεχνικό του. ‘Γιατί να μιλάμε έτσι; Μέχρι να μου το πεις όλο αυτό εγώ θα στο είχα φέρει’ του έλεγα, ‘ Όχι, έτσι θα μιλάς. Θα είσαι ευγενικός με όλον τον κόσμο’, απαντούσε. Φοβερός άνθρωπος», συνεχίζει, ενώ παρατηρώ το αριστερό του χέρι να τρέμει.
Τι σύμπτωση. Αμέσως αλλάζει θέμα. «Εμένα όπως τα έφερε η τύχη, ο πατέρας μου ήταν παλαιστής και έμπλεξα με τον αθλητισμό από μωρό παιδί, με την πυγμαχία. Είχα λόξα με την πυγμαχία και με τη ζωγραφική. Περισσότερο με την ζωγραφική βέβαια. Βλέπεις το χέρι μου πως κουνιέται; Αυτό είναι από τα χτυπήματα, δεν δίνεις μόνο, τρως κιόλας», μου λέει και μου δείχνει ακριβώς από πίσω μου ένα αγαλματίδιο ενός μποξέρ δίπλα σε μια παλιά του φωτογραφία.
«19 χρονών λέω στον Νίνο ‘γιατί δεν κάνουμε και εμείς κινηματογραφική αφίσα όπως κάνουν και οι άλλοι;’», συνεχίζει να περιγράφει, αλλάζοντας πάλι θέμα, «’Πού να πάμε εμείς ρε Βασίλη’, μου έλεγε αυτός. Αυτοί είναι θηρία. Τότε ήταν ο Βακιρτζής, ο Μανώλης ο Κουφός,’ τι να πάμε να κάνουμε εμείς με αυτούς;’». Ο κ. Δημητρίου δεν πτοήθηκε όμως.
Σαν παλιό σινεμά Οι κινηματογράφοι με τους οποίους συνεργάστηκε δεκάδες. «Υπήρχαν χρονιές που είχα μέχρι και δώδεκα κινηματογράφους ταυτόχρονα. Για λίγο καιρό δούλευα στο Αττικόν και τον Απόλλωνα. Επίσης ήμουν στον Έσπερο απέναντι, μετά στο Άστορ. Πιο κάτω το Ιντεάλ στην Πανεπιστημίου, μετά για τέσσερα χρόνια ήμουν στο Ρεξ, μετά στο Μόντιαλ, που έπαιζε τότε ταινίες βήτα κατηγορίας», θυμάται και συνεχίζει να απαριθμεί: «Μετά είχα στην Ομόνοια το Σταρ, ωραίος κινηματογράφος τότε. Μετά άρχιζε να παίζει πορνό, καράτε, σου' πα μου' πες… Είχα το Άνεσις στους Αμπελόκηπους και μετά πήγα στο Αθήναιον, στην θέση του Νίκου Ανδρεάκου. Από τότε, εδώ και 35 χρόνια το Αθήναιον το φτιάχνω εγώ. Γέρασα εκεί μέσα».
Τα έργα του, εκατονταπλάσια. Τόσα, που ούτε ο ίδιος δεν θυμάται. «Πολλά χρόνια, πολλές αφίσες, πολύ άγχος. Και τώρα έχω άγχος. Αν με δεις να ζωγραφίζω θα καταλάβεις. Στάζει ο ιδρώτας από το κούτελό μου», λέει χαρακτηριστικά. Τον ρωτάω ποιο ή ποια είναι τα αγαπημένα του. «Αυτό εδώ είναι ένα από τα καλύτερα που έχω φτιάξει», απαντά δείχνοντας τον «Μάγο», «έχει ατμόσφαιρα όλο, όταν τελειώσει και το βάλουμε πάνω στο Αθήναιον να πας να το δεις».
Κάποτε για να φτιάξει μια αφίσα έκανε το πολύ μιάμιση μέρα. Πλέον, ο ίδιος παραδέχεται ότι ένα έργο μπορεί να του πάρει μέχρι και τρεις ημέρες. «Δεν είναι καλά», μονολογεί, «άμα βγάλεις σε τρεις ημέρες ένα τέτοιο, άμα έχεις πέντε αφίσες να φτιάξεις, πότε θα τις φτιάξεις;».
Αμετανόητος σινεφίλ, ο κ. Δημητρίου, παραδέχεται ότι το σημερινό σινεμά τον ξενίζει. «Παλιά έβλεπα τέσσερεις ταινίες την εβδομάδα, τώρα δεν βλέπω καμία. Δεν μπορώ να μπω στα multiplex. Ούτε στα συνοικιακά. Μου αρέσει το Αθήναιον», λέει γελώντας, «και οι κινηματογράφοι που παίζουν ταινίες όπως το Αθήναιον, έχουν δηλαδή το διάλειμμα.Θα βγεις έξω, θα πάρεις μια πορτοκαλάδα από το μπαρ, θα μιλήσεις με αυτόν που συνοδεύεις ή σε συνοδεύει, θα ακούσεις άλλες συζητήσεις για την ταινία, θα βγάλεις τα συμπεράσματά του και θα πας μέσα να ξεκοκαλίσεις το υπόλοιπο έργο και να σου μείνει κάτι. Ε, αυτό δεν γίνεται στους άλλους κινηματογράφους».
Του ζητάω να θυμηθεί κάποιο περιστατικό από το παρελθόν που να του έμεινε. Σκέφτεται λίγο, και μου λέει: «Κάποτε έπαιζε στο Άνεσις μια πολεμική ταινία με τον Ρίτσαρντ Μπάρτον και την Σοφία Λώρεν. Έφτιαξα λοιπόν, μια αφισάρα πολύ ωραία να πούμε. Η Σοφία Λώρεν ήταν από τις γυναίκες που μου άρεσαν, η φυσιογνωμία της, όλα της τα χαρακτηριστικά και έγινε πολύ ωραίο. Το βάλαμε λοιπόν Κυριακή βράδυ γιατί Δευτέρα άρχιζε η προβολή και Δευτέρα πρωί πρωί με παίρνει τηλέφωνο ο ιδιοκτήτης. ‘Ρε τι μου έκανες στο μαγαζί ρε, δεν θα μπει άνθρωπος’, ‘Γιατί κύριε Γιώργο; Δεν σου αρέσει η αφίσα;’, ‘Ρε, η αφίσα μου αρέσει, αλλά δεν είναι η Σοφία Λώρεν!’, ‘Γιατί, δεν μοιάζει;’, ‘Μοιάζει’, ‘Ε, τότε τι θέλεις;’ ‘Μπούστο θέλω! Με ζιβάγκο η Σοφία Λώρεν μπροστά στη βιτρίνα, ποιος θα μπει μέσα;’ ‘Εντάξει, μην ανησυχείς’, του λέω, θα την κάνω με μπούστο.
»Παίρνω τα μπογαλάκια μου και πάω. Τότε είχα το εργαστήριο στο τέρμα της Ιπποκράτους και ήμουν κοντά. Πάω με τα χρώματα, κατεβάζω την αφίσα και αρχίζω να ‘βγάζω’ το πουλόβερ που φορούσε αυτή και την κατεβάζω μέχρι να φαίνεται το στήθος της. Εκείνη την ώρα είχε κόσμο γύρω και μου λέει ένας από τους περαστικούς ‘Μπράβο ρε φίλε, αυτή είναι η Σοφία Λώρεν!’».
Το παρόν και το μέλλον μιας τέχνης που σβήνει Πριν από τρία περίπου χρόνια, ο Δήμος Αθηναίων διοργάνωσε έκθεση προς τιμήν του κ. Δημητρίου με τίτλο «Η εικαστική όψη του κινηματογράφου. Βασίλης Δημητρίου 60 χρόνια δημιουργίας», στην Τεχνόπολη, αποτίοντας έστω και αργά φόρο τιμής στο έργο του. «Συγκινήθηκα πολύ, ήταν φοβερή έκθεση, δεν έχει ξαναγίνει. Μιλάμε για πολύ δουλειά», μου λέει, «Κάποια στιγμή σηκώνεται ο Αντιδήμαρχος και αρχίζει να λέει αυτά που δεν χωνεύω, ‘ο μεγάλος, ο τεράστιος, ο απίθανος ζωγράφος, ο Βασίλης Δημητρίου’, ‘Για ποιόν μιλάει;’, αναρωτιόμουν και του κάνω νόημα ότι θέλω να μιλήσω. Σταμάτησε και μου έδωσε τον λόγο, ‘Απ’ έξω στην αφίσα γράφετε εξήντα χρόνια δημιουργίας του Βασίλη Δημητρίου’, του λέω, ‘Τώρα θυμηθήκατε ότι είμαι ο μεγάλος ο ζωγράφος και ο τρανός; Τόσα χρόνια, εξήντα χρόνια, κανείς δεν δέχτηκε να πει αυτό το παιδί έχει ταλέντο, κάτσε να του δώσουμε μια επιχορήγηση να μην δουλεύει τόσο με την αφίσα για να φτιάξει καλύτερα πράγματα;’ Μετά αλλάξαμε κουβέντα. Γενικά εγώ δεν θέλω φανφάρες και λόγια παχιά», λέει.
Τον ρωτάω για το κατά πόσο ισχύει ότι είναι ο μοναδικός άνθρωπος στην Ευρώπη που ασχολείται με αυτήν την τέχνη. Μου λέει ότι κάποια στιγμή τον πήραν τηλέφωνο από ένα κανάλι της Κολωνίας και του ζήτησαν να τους παραχωρήσει συνέντευξη. «Στην αρχή νόμιζα ότι μου έκανε πλάκα ο φίλος μου ο Δημήτρης ο Πιατάς, τα κάνει κάτι τέτοια», μου λέει, «εν τέλει ήταν όντως από την Γερμανία και θέλανε να με τραβήξουν βίντεο ενώ δουλεύω. Είχα και εγώ την απορία όταν ήρθαν και τους ρώτησα, ‘Πώς με βρήκατε εμένα και ήρθατε από τη Γερμανία να μου πάρετε συνέντευξη;’ ‘Σήμερα στην Ευρώπη είστε μόνο εσείς, δεν υπάρχει άλλος’, μου απάντησαν. ‘Τι θα μπορούσα να βάλω στο μυαλό μου;’», περιγράφει.
Είναι δεν είναι ο τελευταίος καλλιτέχνης αφισών στην Ευρώπη, ο κ. Δημητρίου ασχολείται με ένα επάγγελμα το οποίο δύσκολα θα έχει συνέχεια. Εύλογη απορία μέχρι πότε θα συνεχίσει να το κάνει. «Γεννήθηκα στις 18 Φεβρουαρίου του 1936. Ξεκίνησα 14 χρονών τώρα πάω στα… ούτε ξέρω πόσο πάω. Μέχρι πότε θα το κάνω; Ε, άμα πεθάνω θα σταματήσω», μου λέει συγκινημένος.
«Στην ζωή μας όλοι κάνουμε λάθη Νικόλα», μου λέει, «και άμα είσαι ξεροκέφαλος σαν και μένα και δεν ακούς, όταν μεγαλώσεις καταλαβαίνεις το λάθος σου και τότε σε πειράζει λίγο, αλλά είναι αργά τότε. Εγώ δεν έχω σύνταξη για παράδειγμα. Παίρνω μόνο ένα επίδομα λόγω ηλικίας. Σαχλαμάρες. Γιατί; Γιατί δεν ήθελα να ασχοληθώ με τα ΙΚΑ τα ΤΕΒΕ και σου’πα μου’πες και ξέρω ‘γω τι. Άμα είσαι γεροδεμένο παιδί δεν σε νοιάζει. Σαν και σένα ήμουν και εγώ, γυρνούσα με το φανελάκι. Σιγά ρε γυναίκα της έλεγα, τι να το κάνω το ΙΚΑ;».
Επιμένοντας σε πείσμα των καιρών «Η αφισογραφία είναι ιστορική», μου λέει ο κ. Δημήτρης Γάκας, ιδιοκτήτης του Αθήναιον, «Ο Βακιρτζής, ο Ανδρεάκος… Υπήρχαν πάρα πολλοί καλλιτέχνες, τώρα δυστυχώς ο Βασίλης έχει μείνει ο τελευταίος πράγμα που εμάς μας προβληματίζει γιατί δεν ξέρουμε για πόσο ακόμα θα μπορεί ο Βασίλης να κάνει τα πανό». Το κόστος της αφίσας για τον κινηματογράφο, όπως με πληροφορεί, είναι αρκετά μεγάλο αν αναλογιστεί κανείς ότι γίνεται σε εβδομαδιαία βάση, όμως ο κ. Γάκας και οι συνεργάτες του επιμένουν.
«Είναι κάτι που δεν θέλουμε να χαθεί από την πόλη. Αγαπάμε τον κινηματογράφο και θα συνεχίσουμε να χρηματοδοτούμε αυτήν την παράδοση, δεν θέλουμε να εκλείψει», προσθέτει.
«Το Αθήναιον είναι ένα σημείο που πολλοί Αθηναίοι σταματάνε και κοιτάζουν τις αφίσες. Με την τεχνολογία και τις μεγάλες εκτυπώσεις μπορούμε να φτιάξουμε αφίσες που θα έχουν μεγαλύτερη λεπτομέρεια. Όμως δεν θέλουμε να βάλουμε μια μεγάλη φωτογραφία, θέλουμε να βάλουμε την αφίσα του καλλιτέχνη. Ο Βασίλης εδώ και χρόνια, βρέξει χιονίσει, ό,τι και να γίνει Τετάρτη βράδυ το πανό στο Αθήναιον δεν έχει καθυστερήσει ποτέ», λέει ο ίδιος.
Χθες το βράδυ, περασμένες έντεκα, ο κ. Δημητρίου στάθηκε για ακόμα μια φορά στην είσοδο του κινηματογράφου κοιτώντας περήφανος το έργο του να ανεβαίνει στην μαρκίζα. Αξίζει να περάσετε μια βόλτα να δείτε και εσείς μια από τις καλύτερες δημιουργίες του.
«Μέχρι πότε θα το κάνω; Άμα πεθάνω θα σταματήσω…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου