ΚΟ: Η Δεύτερη Βατικάνειος
Σύνοδος, κοινώς γνωστή ως ‘Vatican II’, μια Οικουμενική Σύνοδος καρδινάλιων της Καθολικής Εκκλησίας, που άνοιξε υπό
τον Πάπα Ιωάννη XXIII το 1962 και έκλεισε υπό τον Πάπα Παύλο ΣΤ' το
1965, έφερε ριζικές – σεισμικές αλλαγές στην διδασκαλία της καθολικής
εκκλησίας, «εκσυγχρονίζοντας» μεταξύ άλλων, την λειτουργία της και προωθώντας ξεκάθαρα
τα «οράματα» του οικουμενισμού με την διακήρυξη ότι «σε όλες τις θρησκείες
υπάρχουν θετικά στοιχεία και ότι οι τρεις μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες, ο
Χριστιανισμός, ο Ιουδαϊσμός και το Ισλάμ πιστεύουν στον ίδιο Θεό». Είναι γνωστό
ότι το Βατικανό και ο εκάστοτε Πάπας πρωτοστατούν σε οικουμενικές -πανθρησκειακές
κινήσεις. Ενδεικτική ήταν η Α' πανθρησκειακή σύνοδος στην Ασίζη της Ιταλίας το 1986,
όπου υπήρχε πανθρησκειακή συνάντηση και συμπροσευχή προς τον «ίδιο Θεό» από όλους
εκεί τους συμπαραστάντες ετερόθρησκους και ετερόδοξους.
Μία όμως, από τις πιο «επαναστατικές
αλλαγές» που προέκυψε ήταν το κείμενο ‘Nostra Aetate’ σχετικά με τις σχέσεις της καθολικής εκκλησίας με
τους Εβραίους.
Σύμφωνα με αυτό το κείμενο
«Οι Εβραίοι δεν πρέπει να παρουσιάζονται ως απορριπτέοι ή καταραμένοι από το
Θεό, σαν αυτό να προκύπτει από την Αγία Γραφή. Επιπλέον, όσον αφορά την
απόρριψη κάθε δίωξης εναντίον οποιουδήποτε ανθρώπου, η Εκκλησία, έχοντας
επίγνωση της κληρονομιάς που μοιράζεται με τους Εβραίους και κινούμενη όχι από
πολιτικούς λόγους, αλλά από την πνευματική αγάπη του Ευαγγελίου, επικρίνει το
μίσος, τις διώξεις, και κάθε μορφή αντισημιτισμού, που στρέφονται κατά των Εβραίων
οποτεδήποτε και από οποιονδήποτε.
Όπως θα δείτε στο
παρακάτω άρθρο αυτό οδήγησε στην παύση του ιεραποστολικού έργου των καθολικών
προς τους Εβραίους. Πλέον, ενώ ένας οποιοσδήποτε άνθρωπος, εκτός (καθολικής)
εκκλησίας, θα έπρεπε να πιστέψει στον Χριστό και να βαπτιστεί για να σωθεί, αυτό
δεν ίσχυε για τους Εβραίους! Ως «ξεχωριστός» λαός και πάντοτε «αγαπητός από τον
Θεό», το γεγονός ότι κάποιος ήταν Εβραίος αρκούσε για να τον καταστήσει σωσμένο!
Οι αλλαγές αυτές δεν έγιναν ποτέ δεκτές από τους λεγόμενους «παραδοσιακούς καθολικούς». Ιδιαίτερα οι "σεντεβακαντιστές" αντιστρατεύονται το «Βατικανό ΙΙ» κατηγορώντας
το ότι εισήγαγε νεοπροτεσταντικές, αιρετικές και οικουμενιστικές θέσεις και
πολεμούν κυρίως την ιουδαιο-τεκτονική διάβρωση στο εσωτερικό της Καθολικής
Εκκλησίας.
Υπάρχουν βέβαια, σήμερα αρκετοί
καθολικοί που δεν εμπνέονται από το ‘πνεύμα’ του Βατικανού II. Διάβασε π.χ. : «Η Νέα Παγκόσμια Τάξη είναι Σιωνισμός», λέει σε βιβλίο τουΑμερικάνος Καθολικός και Διεγράφη
από την αποσχισμένη συντηρητική καθολική αδελφότητα «Άγιος Πίος ο Θ’», ο
επίσκοπος Richard Williamson που αρνήθηκε το Ολοκαύτωμα
Ακολουθεί άρθρο που
δημοσιεύτηκε στην Αμερικανο-εβραϊκή ιστοσελίδα Jewish Daily Forward από τον John Connelly, καθηγητή ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Berkeley της Καλιφόρνια και συγγραφέα του βιβλίου “From Enemy to Brother: The Revolution in Catholic Teaching on the Jews, 1933–1965”, («Από τον εχθρό στον αδελφό:
Η επανάσταση στην Καθολική Διδασκαλία για τους Εβραίους, 1933-1965").
Πενήντα χρόνια πριν, οι καθολικοί
επίσκοποι συγκεντρώθηκαν στη Ρώμη για μια Σύνοδο που θα έφερνε την καθολική εκκλησία
"στη σημερινή εποχή", με το να μιλά πιο άμεσα στο σύγχρονο κόσμο.
Μετά από τρία χρόνια συσκέψεων, οι επίσκοποι ψήφισαν και αποδέχτηκαν δηλώσεις που
επιτρέπουν στους πιστούς να παρακολουθούν την λειτουργία στη γλώσσα τους,
ενθαρρύνονται να διαβάζουν την Αγία
Γραφή και παρακαλούσαν τους Καθολικούς να θεωρήσουν τις άλλες θρησκείες ως «πηγές
της αλήθειας και της χάριτος». Η σύνοδος αναφέρθηκε στην εκκλησία ως «ο λαός
του Θεού» και πρότεινε μια πιο δημοκρατική διάταξη των σχέσεων μεταξύ των
επισκόπων και του Πάπα. Πέρασε επίσης μια δήλωση σχετικά με τις μη χριστιανικές
θρησκείες, γνωστή με το λατινικό τίτλο της, ‘Nostra Aetate’ («Στην εποχή μας»). Το τέταρτο μέρος της δήλωσης
αυτής, μια δήλωση σχετικά με τους Εβραίους, αποδείχθηκε η πιο αμφιλεγόμενη,
αρκετές φορές σχεδόν αποτυχημένη, λόγω της αντίθεσης των ‘συντηρητικών’
επισκόπων.
Η ‘Nostra Aetate’ επιβεβαίωσε ότι ο
Χριστός, η Μητέρα του και οι απόστολοι ήταν Εβραίοι, και ότι η εκκλησία είχε
την προέλευσή της στην Παλαιά Διαθήκη. Αρνήθηκε την θεωρία ότι οι Εβραίοι
μπορούν να θεωρηθούν συλλογικά υπεύθυνοι για το θάνατο του Ιησού Χριστού, και
επέκρινε όλες τις μορφές του μίσους, συμπεριλαμβανομένου του αντισημιτισμού.
Επικαλούμενη την επιστολή του Αποστόλου Παύλου προς τους Ρωμαίους, η Nostra Aetate ονόμασε τους Εβραίους τους "πιο αγαπημένους"
από το Θεό. Αυτά τα λόγια ήταν μια επανάσταση στην καθολική διδασκαλία.
Παρά την αντίθεση που
υπήρξε στο εσωτερικό, οι επίσκοποι αποφάσισαν ότι δεν μπορούσαν να μείνουν σιωπηλοί
για τους Εβραίους. Όταν το έγγραφο εξεδόθηκε το Μάιο του 1965, ένας από αυτούς εξήγησε
γιατί πρέπει να ασκήσουν πιέσεις για το θέμα: «Το ιστορικό πλαίσιο είναι αυτό:
6.000.000 Εβραίοι νεκροί. Εάν η σύνοδος, που λαμβάνει χώρα 20 χρόνια μετά τα
γεγονότα αυτά, σιωπά γι’ αυτούς, τότε θα προκαλούσε αναπόφευκτα την αντίδραση
που εκφράστηκε από τον Hochhuth στο «The Deputy». Ο επίσκοπος αυτός αναφερόταν στο Γερμανό θεατρικό συγγραφέα Rolf Hochhuth που απεικονίζει έναν «σιωπηλό και αδιάφορο Πάπα Πίο
XII μπροστά στο Ολοκαύτωμα».
Όπως αποκάλυψα, στο πρόσφατα
δημοσιευμένο βιβλίο μου, “From Enemy to Brother: The Revolution in Catholic Teaching on the Jews, 1933–1965,” πολλοί προσπάθησαν και πριν τη δεκαετία του 1960, σε Αυστρία
και Ελβετία, να διατυπώσουν καθολικά επιχειρήματα ενάντια στον αντισημιτισμό
κάτω από τη σκιά του ναζισμού τρεις δεκαετίες νωρίτερα. Εκείνοι που βοήθησαν να
οδηγήσουν την καθολική εκκλησία στην αναγνώριση της «συνεχιζόμενης ιερότητας
του Εβραϊκού λαού» ήταν νεοφώτιστοι καθολικοί, που ως επί το πλείστον δεν είχαν
γεννηθεί καθολικοί, πολλοί δε από αυτούς προέρχονταν από εβραϊκές οικογένειες.
Ο πιο σημαντικός ήταν ο Johannes Oesterreicher. Γεννήθηκε το
1904 γιος του Εβραίου κτηνίατρου Nathan και της συζύγου του, Ida, στο Stadt-Liebau, μια γερμανόφωνη κοινότητα
στη βόρεια Μοραβία. Ως παιδί, πήρε μέρος στους Σιωνιστές προσκόπους και
λειτούργησε ως εκλεγμένος εκπρόσωπος των Εβραίων στο Γυμνάσιό του, αλλά στη
συνέχεια, για λόγους που παραμένουν ανεξήγητοι (αργότερα είπε ότι "ερωτεύτηκε
τον Χριστό"), ο Oesterreicher άρχισε να ενδιαφέρεται για τα χριστιανικά κείμενα και κάτω από την επίδραση
ενός ιερέα που αργότερα μαρτύρησε από τους Ναζί ((Max Josef Metzger) έγινε καθολικός και στη συνέχεια ιερέας. Στις αρχές του 1930 ανέλαβε για
λογαριασμό της επισκοπής της Βιέννης τον προσηλυτισμό των Εβραίων, με την
ελπίδα να φέρει την οικογένεια και τους φίλους μέσα στην καθολική εκκλησία. Είχε
περιορισμένη επιτυχία. Εκεί που είχε επιτυχία ήταν σε συγκεντρώσεις με άλλους Καθολικούς
‘στοχαστές’ που ήθελαν να αντιταχθούν στο «ναζιστικό ρατσισμό». Ο Oesterreicher ένιωσε σοκ όταν βρήκε ρατσισμό σε έργα κορυφαίων καθολικών στοχαστών, που δίδασκαν
ότι οι Εβραίοι είχαν καταστραφεί φυλετικά και ως εκ τούτου δεν μπορούσαν να
λάβουν τη χάρη του βαπτίσματος. Στους φίλους του σε αυτή την προσπάθεια περιλαμβάνονταν
νεοφώτιστοι καθολικοί όπως ο φιλόσοφος Dietrich von Hildebrand και ο θεολόγος Karl Thieme και ο πολιτικός φιλόσοφος Waldemar Gurian. Το 1937, οι Gurian, Oesterreicher και Thieme έγραψαν μια καθολική «αντιρατσιστική»
δήλωση για τους Εβραίους, και ότι οι Εβραίοι είχαν μια «ειδική αγιότητα». Ούτε
ένας επίσκοπος δεν υπέγραψε την δήλωση.
Ο Oesterreicher διέφυγε στην Αυστρία όταν οι Ναζί ήρθαν στην
εξουσία, το 1938, και συνέχισε τις εργασίες από το Παρίσι, κάνοντας κηρύγματα στην
γερμανική γλώσσα, ενημερώνοντας τους Καθολικούς ότι ο Χίτλερ ήταν ένα "ακάθαρτο
πνεύμα" και ο "αντίποδας με ανθρώπινη μορφή," και περιγράφοντας
τα ναζιστικά εγκλήματα που διαπράχθηκαν εναντίον των Εβραίων και των Πολωνών.
Την άνοιξη του 1940 μέσω της Μασσαλίας και της Λισαβόνας βρέθηκε στη Νέα Υόρκη
και τελικά στο Seton Hall University, όπου έγινε ο κορυφαίος ειδικός της Καθολικής
Εκκλησίας της Αμερικής στις σχέσεις με τους Εβραίους.
Ο Oesterreicher εγκατέλειψε σταδιακά το «ιεραποστολικό» του έργο
προς τους Εβραίους και όλο το έργο του το ονόμασε «οικουμενικό». Ο ίδιος και οι
ομοϊδεάτες του καθολικοί προσπάθησαν να στηρίξουν την πίστη τους στη «συνεχή
αποστολή» που έχει ο εβραϊκός λαός στην Αγία Γραφή. Αν η μάχη πριν από τον
πόλεμο ήταν ενάντια στο ναζιστικό ρατσισμό, μετά τον πόλεμο είχε ως στόχο τις
βαθιά ριζωμένες αντι-Ιουδαϊκές πεποιθήσεις του χριστιανισμού. Στην πρώτη
περίοδο, η ομάδα των ‘στοχαστών’ του Oesterreicher υποστήριξε ότι οι Εβραίοι μπορούν να βαφτιστούν.
Στη δεύτερη περίοδο, επικεντρώθηκαν στην απόρριψη της θεωρούμενης «κατάρας» που
είχαν επάνω τους οι Εβραίοι.
Αν η ιστορία των Εβραίων ήταν
μια σειρά από δοκιμασίες που τις έστειλε ο Θεός για να τους τιμωρήσει επειδή
δεν δέχθηκαν τον Χριστό, τότε τι νόημα είχε το Άουσβιτς; Ήταν οι Ναζί όργανα
που εκτελούσαν το θέλημα του Θεού, προκειμένου οι Εβραίοι τελικά να στραφούν προς
τον Χριστό; Η απάντηση της Καθολικής Θεολογίας μέχρι το 1945 ήταν ναι. Στα
χρόνια που ακολούθησαν, οι ‘νεοφώτιστοι’ έπρεπε να οργανώσουν μια επανάσταση στην
καθολική εκκλησία. Το έκαναν επικεντρώνοντας την διδασκαλία της εκκλησίας στην
επιστολή του απ. Παύλου προς τους Ρωμαίους, και στα κεφάλαια 9-11, όπου ο
Απόστολος, χωρίς να μιλάει για βάπτισμα ή για μεταστροφή (στον Χριστιανισμό),
διακηρύσσει ότι οι Εβραίοι παραμένουν «αγαπημένοι του Θεού» και ότι «όλος ο
Ισραήλ θα σωθεί».
Αμέσως μετά τον πόλεμο, ο
Thieme ενώθηκε με την επιζήσασα του στρατοπέδου συγκέντρωσης
Gertrud Luckner (φωτο) και δημοσίευσε
το ‘Freiburger Rundbrief’ στη νοτιοδυτική Γερμανία, όπου έκαναν καίρια θεολογικά επιτεύγματα
σχετικά με την πορεία προς την συνδιαλλαγή με τους Εβραίους. Στο Παρίσι, ο
αιδεσιμότατος Paul Démann, ένας Ουγγρο-Εβραίος που είχε γίνει χριστιανός, άρχισε να δημοσιεύει τα ‘Cahiers Sioniens’ και, με τη βοήθεια άλλων
προσήλυτων, όπως του Geza Vermes και του Renée Bloch, αντέκρουσε τον αντι-Ιουδαϊσμό στις Καθολικές σχολές κατήχησης.
Το 1961, ο Oesterreicher κλήθηκε για εργασία στην επιτροπή του Βατικανού
ΙΙ που ήταν επιφορτισμένη για το «εβραϊκό ζήτημα», το οποίο έγινε το πιο
δύσκολο θέμα που αντιμετώπισαν οι καθολικοί επίσκοποι. Σε μια κρίσιμη στιγμή,
τον Οκτώβριο του 1964, οι ιερείς Gregory Baum και Bruno Hussar προσχώρησαν στον Oesterreich και έφτιαξαν το τελικό κείμενο του διατάγματος της Συνόδου σχετικά με τους
Εβραίους, που ψηφίστηκε από τους επισκόπους ένα χρόνο αργότερα. Όπως ο Oesterreicher, έτσι και ο Baum
και ο Hussar ήταν νεοφώτιστοι καθολικοί εβραϊκής καταγωγής.
Ανέσυραν ένα κείμενο που
είχε εμφανιστεί στην Πρώτη Βατικάνειο Σύνοδο το 1870, όταν οι αδελφοί Lémann - Εβραίοι που είχαν γίνει καθολικοί ιερείς - είχαν
παρουσιάσει ένα σχέδιο δήλωσης για τις σχέσεις της καθολικής εκκλησίας με τους Εβραίους,
δηλώνοντας ότι οι Εβραίοι "είναι πάντα πολύ αγαπητός στο Θεό" λόγω
των πατέρων τους και επειδή ο Χριστός είχε προέλθει από αυτούς "κατά σάρκα".
Χωρίς την παρουσία
Εβραίων που έγιναν καθολικοί, φαίνεται ότι η Καθολική Εκκλησία δεν θα «έβρισκε
τον δρόμο» να απομακρυνθεί «από τον ρατσιστικό αντι-Ιουδαϊσμό».
Ποια ήταν τα ερεθίσματα
πίσω από την εμπλοκή όλων αυτών των Εβραίων που έγιναν καθολικοί μετά τον
πόλεμο; Σε μια γενναιόδωρη αναθεώρηση του βιβλίου μου ο Peter Gordon στο ‘The New Republic’, δείχνει ότι η
προθυμία των ‘νεοφώτιστων’ να υποστηρίξουν
την αναθεώρηση της άποψης της Καθολικής εκκλησίας για τους Εβραίους, προήλθε
από μια ανησυχία για τον εαυτό τους. Είχαν διατηρήσει μια αίσθηση του εαυτού
τους, ως Εβραίοι, ακόμη και μέσα στην Καθολική Εκκλησία. Ο Gordon μας θυμίζει τον σκεπτικισμό του Σίγκμουντ Φρόιντ σχετικά με τη δυνατότητα
της αγάπης προς τον άλλον. Η αληθινή αγάπη, πίστευε ο Φρόιντ, «είναι πάντα
μπλεγμένη με ναρκισσισμό: δεν είναι ο άλλος που αγαπώ, αλλά ο εαυτός μου, ή
τουλάχιστον είναι μόνο η ποιότητα του άλλου που μου θυμίζει ή μοιάζει με το
πρόσωπο που ήμουν κάποτε». Ωστόσο, στον Oesterreicher βλέπουμε μια διαρκή αλληλεγγύη με την κοινότητα στην οποία ήταν κάποτε, την
πιο άμεση οικογένειά του. Το 1946 μελέτησε την τύχη του πατέρα του, ο οποίος
είχε πεθάνει από πνευμονία στο Theresienstadt (η μητέρα του
αργότερα δολοφονήθηκε στο Άουσβιτς). Σε αντίθεση με την αρχαία χριστιανική ιδέα
ότι δεν υπάρχει σωτηρία έξω από την εκκλησία, ο Oesterreicher δεν ήρθε σε απόγνωση για την τύχη του πατέρα του. Ο Nathan Oesterreicher ήταν ένας δίκαιος άνθρωπος, «στον οποίο υπήρχε η
μακαριότητα των ειρηνοποιών». Αν ο Oesterreicher, ο γιος, ήταν
ένας αληθινός ναρκισσιστής, θα μπορούσε να είχε αναπαυθεί με την πεποίθηση ότι
σώθηκε μέσω του βαπτίσματος. Ωστόσο, η έντονη αγάπη και ο καημός του για τον Εβραίο
πατέρα του άρχισε να «ανοίγει το μυαλό» του Oesterreicher για το ενδεχόμενο ότι «οι Εβραίοι θα μπορούσαν να σωθούν ως Εβραίοι»
(χωρίς δηλ. να βαπτιστούν χριστιανοί).
Το «συνεχές δώρο» αυτών
των προσήλυτων χριστιανών Εβραίων που βοήθησαν να ξαναγραφτεί η Καθολική διδασκαλία για τους
Εβραίους ήταν να επεκτείνουν μια αίσθηση «οικογενειακής αλληλεγγύης» μεταξύ Εβραίων
και Χριστιανών. Το 1964, ο Oesterreicher έπαιξε το ρόλο του στη Nostra Aetate σύμφωνα με την οποία η εκκλησία δεν μιλά πλέον
για ιεραποστολή προς τους Εβραίους, αλλά προσβλέπει στην ημέρα που όλοι οι «λαοί
θα απευθύνονται προς τον Κύριο με μια ενιαία φωνή» και θα «τον υπηρετούν ο ένας
δίπλα στον άλλο».
πηγή
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου