Τρίτη 5 Μαρτίου 2013

Από τους 65 κατοίκους το ’65, έμειναν σήμερα … δέκα!

Του Μανόλη Παντινάκη
Δεν ακούς τίποτα στον Οψιγιά, μια… αναπνοή από την άλλοτε πρωτεύουσα της επαρχίας Αμαρίου, το Νευς Αμάρι! Δεν βλέπεις ζώσα ψυχή πρωί και βράδυ εκτός κι αν είσαι… τυχερός και γυρνά κάποιος από τη Σχολή Ασωμάτων, την Αγία Φωτεινή ή το Φουρφουρά, τους κόμβους που συγκεντρώνουν τους ανθρώπους για τις δουλειές τους! Τα πάντα ζουν μέσα στην ερημιά, τίποτα δεν κινείται. Μόνο αν δεις κάποιον γάτο, ή αν ακούσεις ένα γάβγισμα σκύλου ή τα κουδούνια προβάτων στο βουνό…
οψιγιάς ερημωμένο χωριόΑπελπισία στον τόπο που χάνεται μέσα στη γαλήνη του! Το χωριουδάκι με τις 65 ψυχές το 1965, έχει σήμερα μετρημένους οκτώ γηγενείς κι αυτοί ηλικιωμένοι, και ένα ζευγάρι Αλβανών μεταναστών, που εργάζεται στην περιοχή.
Όλοι οι άλλοι που ζούσαν πριν μισό αιώνα εκεί, ή έφυγαν για «άλλες πατρίδες» ή πέθαναν και δεν αντικαταστάθηκαν. Τα χρόνια ζωής του Οψιγιά, όπως πορεύεται σήμερα, δεν είναι πολλά και τα σημάδια ύπαρξής του τα επόμενα χρόνια, είναι ορατά.
Όσο κι αν έψαχνα στην «ψυχή» του ερημητηρίου εκείνο το πρωινό, μάταιος ο κόπος! Μου έλεγαν πριν πάω να μην το τολμήσω γιατί δεν θα βρω άνθρωπο και όσοι ζουν εκεί «είναι σαράβαλα». Ευτυχώς, λίγο πριν το μεσημέρι, εμφανίστηκε στο δρόμο ένας και μοναδικός. οψιγιάς ερημωμένο χωριόΟ άλλος… μοναδικός, ο Νίκος Τζαγκαράκης, βρίσκονταν ενωρίτερα στο καφενείο του Φραγκίσκου Καλομενόπουλου στο Νευς Αμάρι και έπινε τον καφέ του, αναζητώντας μια διαφορετικότητα στη βαρετή καθημερινότητα του χωριού- νεκροταφείου. Δεν μπορεί και στο Ρέθυμνο, που είναι «γέννημα και θρέμμα του» και ελάχιστα βρίσκεται εκεί, «όταν τον φωνάξουν τα κοπέλια».
Προχωρώντας προς το σπίτι του από τον ασφαλτόδρομο, ο Νίκος Σπινθουράκης κοντά στα 85 του χρόνια, άκουσε και σταμάτησε. Ήταν στην Αγία Φωτεινή, στο κέντρο υγείας και όταν τέλειωσε, έβαλε τα πόδια του μπροστά για να γυρίσει, δρόμος απόστασης οκτώ χιλιομέτρων. Και δεν κουράστηκε ούτε βαρέθηκε ο μπάρμπα Νικόλας: «Πήγα στο κέντρο υγείας, πήρα τα φάρμακά μου και γύρισα. Έκανα μια στάση στην ταβέρνα του Κλάδου, οψιγιάς ερημωμένο χωριόήπια τον καφέ μου, είδα και δυο φίλους και ήπιαμε δυο ρακές και για να τα λέω κι ούλα ήπιαμε και ένα κανατάκι κρασί…»
ΧΩΡΙΟ… ΔΙΑΚΟΠΩΝ
Πόσοι επιμένουν στον Οψιγιά; Δεν είναι δύσκολο να τους βρεις! Δυο άτομα είναι από την οικογένεια του Νίκου Σπινθουράκη και δυο από εκείνη του Νίκου Τζαγκαράκη, και από τρία από τις φαμίλιες του Οδυσσέα Κουτάκη και του Μανώλη Κορωνιωτάκη. Οι λιγοστοί που εμφανίζονται, είναι οι μεμονωμένοι ή τα ζευγάρια «του… Σαββατοκύριακου», ή άλλων ημερών αλλά θα φύγουν για να επιστρέψουν στη βάση τους!οψιγιάς χωριό κάτοικοι
Η πλειοψηφία των σπιτιών έχουν αναστηλωθεί και έχουν γίνει κατοικήσιμα, όμως, μόνο για τις διακοπές του καλοκαιριού που «μαζεύονται πενήντα απόδημοι, μπορεί και παραπάνω». Από τον Οκτώβριο μέχρι το άλλο θέρος, τα πάντα πάλι θα μπουν στους γνωστούς μονότονους ρυθμούς και όσοι θα συνεχίσουν, θα κινούνται καθημερινά στο συνηθισμένο μοτίβο ζωής…
Κάποια άλλα σπίτια εγκαταλείφτηκαν στη φθορά του χρόνου, κρύβοντας την ιστορία τους και σε χωράφι ψηλά στο χωριό, εγκαταστάθηκαν και οι… καθρέπτες της ηλιακής ενέργειας, έτσι για να μη μείνει και αυτός ο έρημος οικισμός μακριά από τους κερδοσκόπους ,που απορροφούν κατά τις… γερμανικές παροτρύνσεις τα φυσικά πλούτη της ευλογημένης κρητικής γης.
οψιγιάς χωριό κάτοικοιΣτο στενό από το δρόμο, το σπίτι και η φάμπρικα του Ροδάμανθου Ανδρουλάκη έχουν εγκαταλειφτεί, όπως στην ίδια γειτονιά και το σπίτι με τη μεγάλη αυλή που χορτάριασε του Κώστα Τσαχάκη, που για 25 χρόνια λειτούργησε ως καφενείο στις εποχές που είχε κόσμο. Τώρα χάθηκαν και το καφενείο και οι άνθρωποι!
«ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΣΤΗ ΜΟΝΑΞΙΑ…»
Κι αν κάποιοι δεν αντέχουν τη μοναξιά, ορισμένοι άλλοι την επιζητούν! Γιατί ο φρουρός του Οψιγιά Σπινθουράκης «δεν κάνει στην πολιτεία» και του είναι απαραίτητη «η εξοχή να δει το χωραφάκι και να βρει χόρτα». Όταν γυρίζει τη μνήμη του στο χωριό με τους πολλούς ανθρώπους, θα «ξετυλίξει» και τη ζωή του: «Εγώ γεννήθηκα επαέ κι ούλα τα χρόνια μου δεν έφυγα. Έκανα πολλές δουλειές και γεννήθηκα το 1929. Άνοιξα ένα καφενείο στη μεσοχωριά το ’50 και το δούλεψα 25 χρόνια. Το έκλεισα γιατί ο κόσμος έφευγε, άλλοι ποθάνανε και το μαγαζί δεν έβγαινε. Στις καλές εποχές η βραδιά είχενε και σαράντα ανθρώπους! Το δούλευε η γυναίκα μου η Αφροδίτη το πρωί και εγώ το βράδυ που γύριζα από τις αγροτικές δουλειές…
»Άμα το έκλεισα πιάστηκα με την οικοδομή γιατί και ο πατέρας μου εργολάβος ήτανε! Άσχημα τα χρόνια που ζήσαμε στην κατοχή με τους Γερμανούς. Τρία χρόνια είχαμε ξεχάσει το ψωμί πέντε αδέρφια που ήμασταν και τρώγαμε χαρούπια, βελάνια και χόρτα. οψιγιάς χωριό κάτοικοιΜ’ αυτά μεγαλώσαμε η Αντωνία, ο Αντώνης, ο Γιάννης, η Μαρία κι εγώ! Δεν ζούνε από τους πέντε, παρά μόνο εγώ και οι καιροί μας είχαν κάνει να μην είμαστε απαιτητικοί, γιατί ο πατέρας μου ήτανε οικοδόμος και δεν είχε αγροτικά αποθέματα…»
«Πιάνεται» η ψυχή σου και ο ηλικιωμένος οδοιπόρος αφού, πρόθυμα, έδωσε την εικόνα του έρημου τόπου του, θα πάρει το στενό για να φτάσει στο σπίτι του. Θα πει μόνο: «Οι καιροί έχουνε αλλάξει! Τότε ούλα τα σπίτια ήτανε ανοιχτά μα τώρα σφαλίξανε και ανοίγουνε μόνο τα καλοκαίρια να έρθουνε οι χωριανοί να κάνουν μερικές μέρες διακοπές και να ξαναφύγουνε…». Φαίνεται, πως και αυτό το χωριουδάκι του Αμαρίου, έχει… ημερομηνία λήξεως και αυτή δεν θα αργήσει να έλθει! 

πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια: