Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2013

"14/2/1992"


Μ' ἀμφίεση νέα, 
Σταυρὸ καὶ ρομφαία,
σὲ Πύργο Λευκό.
Τῆς πρώτης σου νιότης,
σοῦ δίνω ἀνθρωπότης,
ἀστέρι χρυσό.

Ἑλλάδα Βεργίνα
Τὸ πλῆθος τὸ κῦμα,
ὁ Θερμαϊκός.
Ὁλάνοιχτος θόλος
ναί, ὁλάνοιχτος θόλος,
Βαλκάνιος ψαλμός.

Ρωμιὰ φωνὴ,ἐνῶ ἡ δύση παραπατάει,
ὀρμὴ χειμάρρου ποὺ ξεσπάει.
Δίνει φιλὶ, μυστικὰ χαμογελάει,
δώρα ἡ ἀνάσα της σκορπάει.

Διαβαίνω τοὺς δρόμους,
τῆς ἅγιας πόλης,
παντοῦ φωνὲς.
Συλλαλητήριο ποὺ ξεπερνάει
συνόρων γραμμές... (δις)


στίχοι:Λαμπρινὴ Σκλήνου
(πάνω σὲ μιὰ ἰδέα
τοῦ Πασχάλη Καλούδη)
μουσική:Βασἰλης Χατζηνικολάου
ἑρμηνεία: Διονύσης Σαββόπουλος

ἀπὸ τὸ δίσκο τοῦ Β.Χ"νικολάου "ὁ διερχόμενος" 1994








Ἔτσι γεννήθηκα στὴ Σαλονίκη. 




Μᾶς θυμίζει ὁ Γ. Σεφέρης: _Ἡ ἑλληνικὴ πνευματικὴ κληρονομιὰ εἶναι τόσο μεγάλη, ποὺ ἀλήθεια δὲν ξέρει κανεῖς ποιοὺς μπορεῖ νὰ διαλέξει γιὰ νὰ πραγματοποιήσει τὶς βουλές της. 


Εἶναι στιγμὲς ποὺ τὴν κρατοῦν στὰ χέρια τους οἱ πιὸ φημισμένοι ἄνθρωποι ποὺ ἀκούστηκαν ποτὲ στὸν κόσμο, καὶ εἶναι στιγμὲς ποὺ πάει καὶ φωλιάζει ἀνάμεσα στοὺς ἀνώνυμους, περιμένοντας νὰ φανερωθοῦν ξανὰ οἱ ἄρχοντες ἐπώνυμοι_ 


_Τὸ δημοτικὸ τραγούδι νὰ φωτίζει τὸν Ὄμηρο καὶ ὁ Αἰσχύλος νὰ 

συμπληρώνεται ἀπὸ τὸ δημοτικὸ τραγούδι, στὴν εὐαισθησία ἑνὸς 

καὶ τοῦ ἴδιου ἀνθρώπου, δὲν εἶναι λίγο πράγμα – κι’ αὐτὸ μόνο στὴν Ἑλλάδα μπορεῖ νὰ γίνει. Μιλῶ χωρὶς ὑπεροψία, γιατὶ δὲν ξεχνῶ πὼς μόνο στὴν Ἑλλάδα μποροῦν νὰ γίνουν ἀκόμη τὰ πιὸ ἀπίστευτα παραστρατήματα_.
[Γ. Σεφέρης: _Θεόφιλος_ (Δοκιμὲς A_)] 




Ναί. Ἐκείνη τὴν Σαλονικιὰ Παρασκευὴ μὲ τὸ συλλαλητήριο τῆς ὑπεραιωνίου Ἑλλάδας, ξαναγεννήθηκα στὴ Σαλονίκη. Ἐκεῖ, στὴν πλατεία τοῦ Ἀριστοτέλη, ν’ ἀνηφορίζει καὶ νὰ παίρνει μύρο ἀπ’ τὰ χέρια τοῦ Ἁη-Δημήτρη τοῦ Μυροβλήτη, θεοφρούρητη ἡ ἑλληνικὴ πνευματικὴ κληρονομιὰ πάει καὶ φωλιάζει ἀνάμεσα στοὺς ἀνωνύμους. 

Λαὸς πολιούχος, τοῦ Μυροβλήτη λαὸς καὶ Δῆμος δημοῦχος, τοῦ Ἀριστοτέλη πάνδημος. 



Ναί, μετὰ ἀπὸ τὸν καιρὸ τῆς σαχλαμάρας καὶ τῆς ἀκηδίας, μετὰ τὶς πλαστικὲς σημαῖες τῶν πλαστῶν καὶ τῶν ἐπιπλάστων, ἐπιτέλους ὁ καιρὸς τῆς καλοκαιρίας. Μὲ σημαῖες καὶ μὲ τραγούδια, μὲ τὴν ἠρεμία καὶ τὴν εἰρωνεία, ποὺ ἔδειξε, ἐκεῖ στὴν Σαλονίκη, καλὸς στὴν ταπεινὴ ἀλαζονεία τῆς διάρκειάς του, ὁ πάνσεπτος λαὸς τῆς θεοπτίας καὶ τῆς δημοκρατίας. 



Στὴν Θεσσαλονίκη, ἐκείνη τὴν Παρασκευὴ τὴν μικραναστάσιμη, ἦταν «τὰ πάντα πλήρη θεῶν», ὅπως μᾶς δίδαξε ὁ Θαλής, καὶ τὰ πάντα πληρούντα τὸ ἔθνος τῶν Ἑλλήνων ἐλεύθερον καὶ δυνάμενον ἄρχειν πάντων, μιᾶς τυγχάνον πολιτείας, ὄπως διδάσκει ὁ Σταγειρίτης. Κι’ ἐκεῖ στὴν Θεσσαλονίκη, εἴχαμε ξανὰ μιᾶς πολιτείας φρόνημα. 

Εἴχαμε, ἐκείνη τὴν μέρα νικήσει τὴν «κατὰ τῶν Θεσσαλῶν νίκη», τὴν ἐνδημικὴ διχόνοιά μας, κι ὅλη ἡ Ἑλλάδα πῆγε καὶ φώλιασε ἀνάμεσα στοὺς ἀνώνυμους, χωρὶς νὰ ἐνδιαφέρεται πιὰ νὰ φανερωθούν ἄθλιοι ξανὰ οἱ ἄρχοντες ἐπώνυμοι. 

«Κι’ αὐτὸ μόνο στὴν Ἑλλάδα μπορεῖ νὰ γίνει». 

Ποιό αὐτό; 



Μά, τόσο καιρό, δὲν μᾶς εἶχαν γονατίσει, περίπτυστες γνωματεύσεις περὶ παρακμῆς τῆς Ρωμηοσύνης; Κι’ ἡ ἄλλη ἡ ἀναντίρρητος γνωμάτευση γιὰ τὸν κοινωνικὸ ἰστό μας, ποὺ ἔπασχε ἀπὸ νεοπλασία τελικοῦ σταδίου; Κι’ ἡ ἐτυμηγορία ἡ ἀμείλικτη γιὰ τὴν ποδοσφαιροποίηση τῆς ζωῆς μας, γιὰ τὸ οἰκουμενικὸ Λόττο τοῦ λαοῦ τῶν τζογαδόρων; 





Ὅλα αὐτά ἦταν ἀλήθεια κι’ εἶναι ἡ καθημερινή μας πτωτικὴ ἀλήθεια, ὅπου ὅλοι μαζί, ταγοὶ καὶ οὐραγοὶ προστυχεύουμε τὴν ἀνακούφισή μας, κι’ ὅμως ὅλη αὐτὴ ἡ ἀληθινὴ κακομοιριά μας, νικήθηκε, ἐκεῖ στὴ Σαλονίκη, ἀπὸ μιὰ ἄλλη νίκη, μιὰ πιὸ 


ἀληθινὴ ἀλήθεια «κι’ αὐτὸ μόνο στὴν Ἑλλάδα μπορεῖ νὰ γίνει», μᾶς διδάσκει ὁ Γ. Σεφέρης. Μόνο στὴν Ἑλλάδα, «ἡ πτώση εἶναι Ἀνάσταση», λέει ὁ διδάχος τοῦ Γένους, ὁ Κωστὴς Μοσκώφ. Μέσα στὴν κοινὴ πτώση ἀρχόντων ἐπωνύμων μιζαδόρων καὶ ἀνωνύμων τζογαδόρων, «σύμπασα ἡ Ἑλλάς» τοῦ Θουκυδίδη, μέσα στὸ «συναμφότερον» τῆς κακομοιριᾶς καὶ τῆς ἀρχοντιᾶς ποὺ μόνον αὐτὴ πρωτοδιατύπωσε, μέσα στὸ «ἀγχίθυρον» τόσο κοντινὴ ἡ θύρα ποὺ ἑνώνει (ἢ, ἄραγε χωρίζει)- τὸ θάρρος ἀπὸ τὸ λάθος καὶ τὴν μαλακία ἀπὸ τὴν ἀρισταρχία, ναί, αὐτὸ «μόνο στὴν Ἑλλάδα μπορεῖ νὰ γίνει»: κι’ ἔδειξε, πρώτα στὸν ἑαυτό της καί, δευτερευόντως διότι αὐτὸ ἤσσονος σημασίας, στοὺς «ἄλλους», πὼς ἄρίστη ἡ Ἑλλὰς ἄρχει, ὅταν φτάσουν τὰ ἔσχατα, ἐναντίον τοῦ ἐσχάτου ἑαυτοῦ της: τοῦ τῶν ἐπωνύμων, φενακιστῶν καὶ λοιπῶν κοπρωνύμων, οἱ ὁποίοι τὴν νουθετοῦν στὴν «ποικίλη τέχνη τῶν στοχαστικῶν προσαρμογῶν», στὴν σύνεση τοῦ σφάξε με ἀγά μου ν’ ἁγιάσω, στὸν διεθνισμό τῆς φιλειρηνικῆς ἀφασίας καὶ στὸν κοσμοπολιτισμὸ τῆς «ὑπερεθνικῆς» σαπρίας. Σάπιοι, ἄφαντοι, συνετοὶ καὶ ἐπώνυμοι: ὅλοι τους «Ζάσταβα» γιὰ ἀπόσυρση σὺν ἀπολύμανση. Γιατὶ ἕνα, μέγα, ὑπῆρξε τὸ μάθημα ποὺ ἔστειλε ἡ Ἑλλάς ἡ Ὑπεράχρονος, στὴν Ἑλλάδα τῶν «παραλλήλων διαπραγματεύσεων», τοῦ «ἀνήκομεν εἰς τὴν Δύσιν», στὴν Ψωροκώσταινα τῶν ἐξευρωπαϊσμῶν, τῶν «ἱστορικῶν συμβιβασμῶν» καὶ ἐπιλοίπων συμβιβασμένων Γραικύλων: ἀρκεῖ! Ὡς ἐδῶ καὶ μὴ παρέκει! 





Ὅλοι, φάνηκαν νὰ μούδιασαν ἀπὸ τὸ μήνυμα «ἀγγέλων ὠράισμα» τῆς Σαλονίκης: ὅσοι ἐλπίζαμε, γιατὶ ἀκόμη κι’ ἡ ἐλπίδα ἦταν προσβλητικὴ γιὰ τὸν λαό μας. Ἡ μόνη ἐπιβεβλημένη ἀναμονὴ ἔπρεπε νὰ εἶναι ἡ βεβαιότητα. Κι’ ὅσοι περιμένανε νὰ μᾶς 

ἀπελπίσουν, τοὺς μούδιασε ἡ ἀπελπισία τους: σὲ τούτα ἐδῶ τὰ μάρμαρα, κακιὰ σκουριὰ δὲν πιάνει. Καὶ μόνον μιὰ καὶ μόνη ὑπῆρξε ἡ μορφὴ τοῦ συλλαλητηρίου τῆς 

Θεσσαλονίκης: ἡ Ὀμορφιά. Ἡ μορφή του εὔμορφη, ἀκριβῶς γιατὶ οἱ Ἑλληνες εἶναι οἱ πρώτοι ποὺ διατύπωσαν καὶ δια-μόρφωσαν Μορφή: εὔδαιμον τὸ ἐλεύθερον, ἐλεύθερον τὸ εὔψυχον. Ψυχὴ καλή, καλὴ μορφή. Μορφὴ προαιωνία τοῦ Τρόπου μας, μορφὴ προορατικὴ γιὰ τὴν μόρφωση-διαμόρφωση μιᾶς στάσης ζωής: ὄρθιας στάσης. 





Ὅσοι δὲν ἔζησαν τὴν Σύναξη τοῦ Κοινοῦ τῶν Ἑλλήνων, καὶ τὴν προσκύνησαν ὡς χλωμὸ ἀπείκασμα στὴν τηλεόραση, ἔμειναν ἀκόμη καὶ μέσα ἀπ’ τὸ ψυχρὸ γυαλί, ἀποσβολωμένοι: Δὲν ὑπῆρχε πουθενὰ παράφρων ἐθνικισμός, δὲν βλέπαμε πρόσωπα, ἀπὸ τὸ μίσος παραμορφωμένα. «Μορφωμένα» ἦταν τὰ νειάτα καὶ τὰ γηρατειὰ τῆς 


Σύναξης, Μορφὴ εὔμορφη Ὀμορφιᾶς εἶχαν, γιατὶ ὅλες οἱ μορφὲς ἤξεραν: Μόνον αὐτοὶ εἶχαν, ἀρχέγονοι, τὴν Μορφή τους δοσμένη ἀπὸ τὴν παράδοσή τους, τὴν πρώτη τοῦ Κόσμου. «Κι’ αὐτὸ μόνο στὴν Ἑλλάδα μπορεῖ νὰ γίνει», ξαναδιδάσκει ὁ Σεφέρης. Ἤξεραν ὅλοι τους οἱ ἀνώνυμοι, ὅτι ὅλοι τους ἦταν οἱ ἐπώνυμοι τοῦ κόσμου, γιατὶ πρῶτοι καὶ μόνοι οἱ Ἕλληνες εἶπαν ὅτι ὁ κόσμος γιὰ νὰ εἶναι κόσμημα πρέπει νὰ εἶναι κόσμιος. Πρῶτοι καὶ μόνοι οἱ ἀνώνυμοι Ἕλληνες ἔδωσαν ὄνομα στὰ πράγματα, καὶ τὸ πρῶτο ὄνομα ποὺ νίκησε τὴν ἀνωνυμία ἦταν ἡ ἐλευθερία. Καὶ πρῶτοι καὶ 


μόνοι οἱ Ἕλληνες εἶπαν ὅτι τὸ πρῶτο ἰσοδύναμο συνώνυμο τῆς ἐλευθερίας εἶναι τὸ εὐ θνήσκειν, δῆλα δὴ ἡ ἀθανασία. Γι’ αὐτὸ οἱ Ἕλληνες τῆς Ρωμηοσύνης, ποὺ συλλειτούργησαν μὲ τὶς ἰερὲς σκιὲς τῶν συμμαρτύρων καὶ νεομαρτύρων τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, νέκυες κατατεθνηῶτες τοῦ Καραολῆ καὶ τοῦ Δημητρίου τῆς Θεσσαλονίκης, γι’ αὐτὸ ὅλοι τους χαμογελοῦσαν πρὸς ὅλες τους κι’ ὅλες κι’ ὅλοι ἤρεμα χαιρετοῦσαν τῇ Υπερμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια. Δὲν τοὺς ἐνδιέφερε νὰ νικήσουν τὸν ὁποιονδήποτε. Ὅλοι τους στὴ Σαλονίκη, ἦταν πέρα ἀπὸ τὰ παρακατιανὰ παραληρήματα τῆς ἥττας ἢ τῆς νίκης. Κανείς τους δὲν πουλοῦσε μούρη λαοῦ «περιουσίου ἢ φυλῆς 


ἀνωτέρας», γνωστὰ ληρήματα τοῦ δυτικοῦ ἐσχατολογικοῦ φανατισμοῦ. Πλάκα σπάζανε οἱ Ἕλληνες τοῦ Τρόπου μας, ἐκεῖ στὴν Θεοφρούρητη πόλη τοῦ Μυροβλήτη μας. 

Κανείς τους δὲν ἤθελε «νίκη». 





Ὅλοι τους ἦταν σὲ Μονή. Ἐπιμονή. Παραμονή. Τί κάνεις Γέροντα; Ἐδῶ Μένω. Ὑπομένω κι’ ἐπιμένω. Ἐδῶ Μένουμε. Πάντα εδώ. Πρῶτοι, καλύτεροι και χειρότεροι ἀπὸ  ὅλους, ἀλλὰ ἐδῶ Μένουμε. Ὅταν οἱ ἄλλοι ἦταν ἀπόντες καὶ ἀπρόσωποι, ἐμεῖς μένοντες, ἐν μανικῷ ἔρωτι, προτυπώσαμε τὸ Ἱερὸ πρόσωπο τῆς ἀνθρώπινης περιπέτειας καὶ τὸ εἴπαμε μὲ πολλὰ συνώνυμα: Ἐλευθερία, δῆλα δὴ Δίκη, δῆλα δὴ Ἐκούσιον Πάθος, δῆλα δὴ Θεοπτία, δῆλα δὴ ἐπιείκεια, δῆλα δὴ γέλιο, πολὺ πικρόγελο καὶ πάντα πλακατζῆδες: 


-Πῶς τὸν λένε αὐτὸν τὸν Ντὲ Μαλάκα; Ντὲ Μικέλις, ρὲ μαλάκα! Σανὸ τὸν κλούβιο τὸν κεφάλα γιὰ τὸν Βουκεφάλα! Ὅλοι ὅσοι μεταλάβανε τοῦ Ὅλου Σώματος τοῦ Γένους, ἐκείνη τὴν Παρασκευὴ στὴ Σαλονίκη, ξαναναστήσανε τὰ νεκρωμένα σώματα τῆς κακομοίρικης ἀνέχειάς μας γιατί, ὅλοι μας ξαναβρήκαμε τὴν ἐντελέχειά μας, ἐκεῖ στὴ Σαλονίκη. Ξαναβρήκαμε τὸν ἑαυτό μας, ξαναθυμηθήκαμε πὼς ἐμεῖς οἱ Λοξίες τῆς ταπεινῆς ὑπεροψίας, ἔχουμε μέσα μας τὸν σκοπό μας, ἐν μέσῳ ἡμῶν τὸ Τέλος-Σκοπὸς 


καὶ δὲν χρειαζόμαστε ἀπὸ κανένα, οὐδεμία ἐπιβεβαίωση. Ἔχουμε ἐντελέχειαν, εἴμαστε ἐντελεὶς ἐντελῶς, ἀκόμη κι’ ὅταν εἴμαστε ἀτελείς, γιατὶ πρῶτοι ἐμεῖς καὶ γιὰ μεγάλο διάστημα, μόνοι ἐμεῖς, ὁρίσαμε ὅρια στὸν ἄνθρωπο καὶ στὴν ἀλαζονεία του, δῆλα δὴ τοῦ σμιλεύσαμε Πρόσωπο καὶ Ὀμορφιά. 





Ἡ ἐντελέχεια, λέξη ποὺ δίνει νόημα στὴν ἀνθρώπινη ἀπόπειρα πρὸς τὸ πουθενὰ ἢ τὸ πᾶν, εἶναι λέξη τοῦ Ἀριστοτέλη. Τὴν ξαναπῆρε ὁ γυιός του, τέκνο τῆς  Θεσσαλονίκης, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς γιὰ νὰ μᾶς περιγράψει τὸ συλλαλητήριο τῆς Παρασκευῆς, 14 Φεβρουαρίου 1992, ἐκεῖ, στὴν Θεσσαλονίκη. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς εἶδε ὅλο τὸ σῶμα τοῦ Γένους, ποὺ βρισκόταν μακάριο καὶ ἀφιλόνικειο, πράο πρὸς ὅλους καὶ εἰρηνικὸ πρὸς τοὺς πολεμοχαρείς. Καὶ ἔνιωσε ὁ Ἅγιος τὸ Σῶμα τοῦ Λαοῦ μας στὴν Θεσσαλονίκη μακάριο, γιατὶ εἶδε ὅτι ὁ λαός μας εἶχε ξαναβρεῖ τὴν ἐντελέχειά του, τὴν πίστη στὸν ἑαυτό του. Ἔτσι τὸ εἶδε τὸ συλλαλλητήριο τοῦ Ὅλου Σώματός μας, στὴ Σαλονίκη, ὁ Θεσσαλονικιὸς Ἅγιος μας: «Προελθὸν ο οὗν εἰς τὴν μακαρίαν ταύτην ἐντελέχειαν καὶ τὸ σῶμα θεουργεῖ». Ναί, τὸ Σῶμα τοῦ Λαοῦ μας θεούργησε, μεγαλούργησε στὴ Σαλονίκη, ἐπειδὴ ἦλθε σ’ αὐτὴν τὴν μακάρια ἐντελέχεια. Βρῆκε μέσα στὸν ἑαυτό του, τὸν σκοπό του, τὸ ἀληθινὸ Τέλος του κι ἀμέσως τέλειωσαν τὰ ψέματα τῶν προσκυνημένων Συζητητῶν τοῦ Αἰῶνος: ἐμεῖς, 


εἶμαστε οἱ Ἐμεῖς τοῦ ἐδῶ Μένω. «…τὸ Σῶμα θεουργεῖ, οὐκ ἀπὸ τῶν σωματικῶν καὶ προσύλων παθημάτων τότε αὐτὸ κινούμενον». Ναί, τὸ Σῶμα τοῦ Λαοῦ μας δὲν θεούργησε στὴ Σαλονίκη, ἐπειδὴ κινήθηκε ἀπὸ τὰ σωματικὰ καὶ ὑλικὰ του παθήματα. Αὐτὰ εἶναι δευτερεύοντα καὶ παρακατιανά.






Ἀλλὰ «ἀλλὰ αὐτὸ μάλλον πρὸς ἑαυτὸν τὸ Σῶμα ἐπιστρέφον καὶ ἁγιασμὸν αὐτὸ δι’ ἐαυτοῦ καὶ θέωσιν ἐμπνέον ἀναφαίρετον». (Γρ. Παλ. Συγγρ. τ1, 518, 22). Ναί, Ἅγιε Γρηγόριε Παλαμᾶ, γυιὲ τοῦ Ἀριστοτέλη καὶ τῆς  Θεσσαλονίκης. Τὸ Σῶμα τοῦ Ἑλληνικοῦ Λαοῦ θεούργησε καὶ μεγαλούργησε ἐκεῖ στὴ Σαλονίκη, προελθὸν εἰς μακαρίαν ἐντελέχειαν, ἐπειδὴ ἐπέστρεψε στὸν ἑαυτό του. Καὶ ἀγιασμὸ καὶ 


θέωση κατάφερε ὁ Λαός μας, ἐπιστρέφοντας καὶ παραμένοντας στὸ δικό του Σῶμα, Σῶμα αὐτὸ δι’ ἑαυτοῦ, Σῶμα ἐπιστρέφον πρὸς ἑαυτό, χωρὶς ἄρχοντες ἐπώνυμους, χωρὶς μεσολαβητές, χωρὶς προσκυνημένους τῶν παραλλήλων διαδικασιῶν. Σῶμα τῶς Ρωμηοσύνης εἰς μακαρίαν ἐντελέχειαν Ἀριστοτέλης, Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς καὶ Ἕλληνας λαός, Σῶμα ἀπὸ τὸ Σῶμα μας, ἐκεῖ στὴ Σαλονίκη. Νά ’τοι οἱ ἐπώνυμοι, νά ’τος κι’ ὁ Ἐπώνυμος Ἄρχων, ὁ Ἀνώνυμος λαός. Ἄλλους δὲν χρειαζόμαστε..._



Κ.Ζ. 




Υ.Γ. α) Τιμὴ σ’ ἐκείνους τοὺς ἀνώνυμους, ποὺ πασχίσανε, ἀμφιβάλλανε, ξαναμόνοιασαν κι’ ἐξοργίστηκαν, μέχρι νὰ βγάλουνε ἐκεῖνο τὸ τίμιο ψήφισμα τοῦ συλλαλητηρίου. Εἶναι τίμιο: οὔτε ἐμπνευσμένο, οὔτε κίβδηλο. Εἶναι σωστό, γιατὶ ὁλόσωστα ἦταν τὰ δίκια καὶ τὰ κύτταρα ἐκείνων, ποὺ τὸ ἔγραψαν. Εἶναι περήφανο χωρὶς νὰ εἶναι ξιπασμένο. Εἶναι φιλειρηνικὸ χωρὶς νὰ εἶναι ψεύτικο. Εἶναι γνήσια φιλικὸ πρὸς ὅλους, γιατὶ ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες δὲν ἐχθρευόμαστε τὸ λάθος. Τὸ λυπόμαστε. Εἶναι κομψό: δὲν ἔχει ἐθνικοφροσύνη, ἔχει ρωμηοσύνη. Καὶ ἐμφανίζει ἐπιτέλους, τὴν ὀρθοέπεια ποὺ πρέπει στοὺς ἀριστοκράτες, δῆλα δὴ στοὺς Ἕλληνες: ἔχει αὐστηρὴ τὴν ἀδιατάρακτη ἐπιείκειά του. 





Υ.Γ. β) Δὲν ξέρω ἂν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος διαβάζει τὴν Ἴσαλο Γραμμή, ἀλλὰ ἡ ἱκετευτική μου ὀργὴ τοῦ τελευταίου τεύχους εἰσακούστηκε. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἐτέλεσεν ἐπιτέλους τὰ Ἀρχιερατικὰ Σιχτήρια 1992, γιὰ τὸ Βατικανὸ τῶν φιλοναζί, τῆς Ἱερᾶς Ἐξετάσεως καὶ τῆς κεφαλαιοκρατικῆς «Τραπέζης τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Καιρὸς ἦταν καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι ὅπου γῆς βαριόμαστε νὰ ἐξηγήσουμε τὸ γιατί.




Κώστας Ζουράρις, 4Τροχοί-Ἀντίλογος-Ἴσαλος Γραμμή, Μάρτιος 1992

πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια: