ΑΠΟ ΜΙΚΡΟ ΠΑΙΔΙ ΜΕΧΡΙ ΤΑ ΒΑΘΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΑΜΑΤΑ ΕΙΧΕ ΠΟΛΛΕΣ ΟΡΑΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΟΣΜΟ. ΤΙ ΕΙΠΕ Ο ΓΕΡΟΝ ΠΑΙΣΙΟΣ ΟΤΑΝ ΤΟΝ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕ.
Από μικρός έμαθε την τέχνη του κτιστού και εργαζόταν φιλόπονα. Όταν έγινε 16 ετών, εργαζόταν σε κάποιο εξωκκλήσι του χωριού του. Εκεί είδε κάποια αποκάλυψη, πού όταν θέλησε έπειτα να την διηγηθεί, κόπηκε ή φωνή του για μισή ώρα. Κατάλαβε ότι δεν πρέπει να πει σε κανέναν αυτό πού είδε. Μετά αμέσως επανήλθε ή φωνή του.
Κάποτε πού περνούσε από ερείπια εξωκκλησιού του παρουσιάστηκε ή αγία Παρασκευή και του είπε: «Να μου κτίσης το ναό μου». «Θα στον κτίσω, Κυρία μου», απάντησε με την αγία του άφελότητα, αφού την προσκύνησε. Τήρησε τον λόγο του και ως καλός κτίστης πού ήταν, τον έκτισε.
Ό Δήμος με την ευλάβεια πού είχε, την μεγάλη απλότητα και την καθαρότητα του έβλεπε Αγίους από νέος, αλλά και τον διάβολο.
Κάποτε, ενώ εργαζόταν, του είπε ό εργοδότης του να κοιμηθεί στο κρεβάτι του γιου του Κωνσταντίνου πού απουσίαζε στην Αμερική. Ό Κωνσταντίνος δυστυχώς είχε γίνει χιλιοστής και επηρέαζε όλη την οικογένεια του. Ό Δήμος είδε τότε ένα διάβολο πάνω στο κρεβάτι, πού με δύναμη πέταξε σε απόσταση τριών μέτρων τον Δήμο.
Άλλ' αυτός δεν φοβόταν τον διάβολο. Είχε συνηθίσει με τα πειράγματα του, γιατί συχνά πάλευαν σώμα με σώμα. Τα όπλα του ήταν το σημείο του Σταυρού και ή επίκληση της Παναγίας, τα όποια έκαναν να εξαφανισθή ό διάβολος. Κάποτε πού του παρουσιάστηκε σαν δράκοντας, χωρίς να τον φοβηθεί καθόλου ό Δήμος, τον έπιασε από την ουρά και τον πέταξε μακριά.
Κάποτε κάθισε ό πειρασμός στον ώμο του και, μόλις φώναξε «Παναγία μου», εις έπήκοον της συζύγου του, αμέσως εξαφανίστηκε.
Κάποτε τον άγγάρευσαν οι κομμουνιστές να μεταφέρει όπλα από το χωριό του σε ένα άλλο. Καθ' όδόν τούς είπε: «Είπε και ό Χριστός: "Αφες αυτοίς ού γάρ οιδασι, τί ποιούσιν"». «Α, ξέρεις και τέτοια», του είπαν. «Όταν φθάσουμε στον προορισμό μας, θα σε τακτοποιήσουμε». Μόλις έφθασαν στο χωριό και άφησε τα όπλα, έτρεξε και κρύφτηκε πίσω από ένα σπίτι. Οι κομμουνιστές νόμισαν ότι πήρε τον δρόμο για να επιστρέψει και έτρεξαν προς αυτήν την κατεύθυνση, αλλά δεν τον βρήκαν. Έτσι ή θεία Πρόνοια τον διεφύλαξε.
Κάποτε του ζήτησε κάποιος ένα αξιόλογο ποσό να του δανείσει και του έδωσε παρά την φτώχεια του. Εκείνος δεν τα επέστρεψε και, όταν ό Δήμος τα είχε ανάγκη και του υπενθύμισε το χρέος του, τον απείλησε να τον φονεύσει. Τότε του είπε με απλότητα: «Άς το βρεις απ' άλλον». Και δυστυχώς συνέβη το πολύ δυσάρεστο. Ό άδικος αυτός άνθρωπος ζήτησε δανεικά και από κάποιον άλλον και, όταν δεν τα επέστρεψε, πάνω στην αψιμαχία τους ό άλλος φόνευσε τον άδικο πού δανειζόταν χωρίς να τα επιστρέφει και μάλιστα απειλώντας με φόνο.
Έφεραν κάποτε μία γυναίκα δαιμονισμένη σε Μοναστήρι της περιοχής. Όλο το εκκλησίασμα φώναζε στον διάβολο «έβγα». Τότε μόνο ό Δήμος πού ήταν παρών, τον είδε να εξέρχεται από το στόμα της σαν πετεινό σκουροκόκκινο.
Τα χρόνια περνούσαν, τα παιδιά του Δήμου μεγάλωσαν, έκαναν οικογένεια και απέκτησε και εγγόνια. Αλλά ό Ίδιος όλα αυτά τα χρόνια είχε ασίγαστη την επιθυμία να γίνει μοναχός. "Έλεγε: «Μ' έτρωγε μέσα μου ό θείος πόθος. Ό πόθος για τον Χριστό, για την μοναχική ζωή. Έτσι άφησα γυναίκα, παιδιά, περιουσίες, νιφάδες και εγγόνια, και ήρθα να προσφέρω στον Κύριο τα γεράματα μου, αφού δεν μπόρεσα να δώσω τα νιάτα μου» .
Για άγνωστο λόγο αναχώρησε και κοινοβίασε στην γειτονική μονή του Διονυσίου. Μετά τη νόμιμη δοκιμασία έκάρη μοναχός με το όνομα Δαυίδ. Ενθουσιασμένος από την μοναχική ζωή και λατρεία, την οποία στερήθηκε τόσα χρόνια, χαιρόταν, έκανε ακούραστα τα διακονήματά του και ήταν πολύ υπάκουος. Έτρεχε σαν μικρό παιδί και διακονούσε παντού. Είχε μάθει καλά το "ευλόγησον" και το "νάναι ευλογημένο". Ήταν φιλήσυχος, ειρηνικός με όλους. Δεν πείραζε κανένα, δεν κατέκρινε κανένα. Ήταν νηστευτής. Κατά καιρούς νήστευε περισσότερο. Δεν παρακαθόταν στην τράπεζα. "Έτρωγε τα τελευταία χρόνια μόνο ότι του πήγαινε ό πατήρ Θεόκτιστος στο κελί του. Ήταν ρακένδυτης. Φορούσε παλαιά και μπαλωμένα ζωστικά, και για κάλτσες έραβε κομμάτια από υφάσματα πού εύρισκε. Δεν τον ενδιέφερε ή εξωτερική του εμφάνιση.
Δεν του άρεσε ή άργολογία και έλεγε συμβουλευτικά σε νέο συγκοινοβιάτη του: «Κουβεντούλα-κουβεντούλα, τρώει ό λύκος την βετούλα». (Χρονιάρα γίδα). Δηλαδή με την άργολογία ζημιώνεται ή ψυχή μας. Στις λοιδορίες δεν απαντούσε- έκανε ότι δεν άκουγε. Την ημέρα πού έγινε Μεγαλόσχημος κάποιος παλαιότερος τον λοιδόρησε λέγοντας ένα δηκτικό λόγο, αλλά αυτός ήταν «ωσεί άνθρωπος ουκ άκούων και ουκ έχων εν τω στόματι αυτού ελεγμούς» . Όταν εκοιμήθη ό λοίδορος μοναχός, ό γερό-Δαυίδ τον είδε εντός λίμνης και μόλις φαινόταν λίγο το κεφάλι του.
Το κελί του ήταν πολύ ατημέλητο και λερωμένο γι' αυτό είχε πολλούς ψύλλους και κοριούς.
Όταν ήρθε ή συνοδεία του παπά-Χαράλαμπου από το Μπουραζέρι, θέλησαν να το καθαρίσουν και πέταξαν στην θάλασσα πολλά άχρηστα πράγματα. Ό γερό-Δαυίδ δεν αντέδρασε, μόνο έλεγε: «Δόξα τω Θεώ πού ήρθαν οι πατέρες και μας καθαρίζουν».
Είχε πραγματική ταπείνωση, ήταν ένας ταπεινός Κοινοβιάτης. Τον εαυτό του, όπως έλεγε, δεν τον λογάριαζε ούτε για σκνίπα. Αυτή ή ταπείνωση του ήταν ή ασπίδα του στις πολλές επιθέσεις του διαβόλου πού του εμφανιζόταν συχνά.
Άλλη φορά ανέβαινε τις σκάλες του Μοναστηριού και του παρουσιάστηκε δήθεν ό παπά-Θόδωρος, αδελφός της Μονής. Του πρότεινε το χέρι για να το φιλήσει. Ό γερό-Δαυίδ τραβήχτηκε πίσω παραξενεμένος. Σκεφτόταν: «Τί συμβαίνει; Γιατί μου δίνει το χέρι;», και σκύβοντας πέρασε κάτω από το χέρι του και πήγε στην ακολουθία.
Στον Μονοξυλίτη την ημέρα έκτιζε πεζούλια, καλυβόσπιτα, το όπωροφυλάκιο, και τη νύχτα έκανε αγρυπνία πού την άρχιζε με την ανατολή του αποσπερίτη, μέχρι πού ξημέρωνε.
Αλλά και στο κελί του δεν εύρισκε ησυχία από τον διάβολο. Το απλό γεροντάκι τον πολεμούσε και αυτό με τον τρόπο του. Από όπου ερχόταν ό πειρασμός, έβαζε ένα Σταυρό και μετά δεν τολμούσε να ξαναμπεί από το ίδιο σημείο. Έτσι είχε γεμίσει το κελί του με Σταυρούς. Στην πόρτα, στο παράθυρο, στους τοίχους, ακόμη και στο ταβάνι κρέμασε Σταυρούς με κλωστή. Οι Σταυροί πού έφτιαχνε ήταν απλοί και αυτοσχέδιοι. Έδενε δύο ξυλαράκια με κλωστή ή δύο λωρίδες από χαρτί ή από ύφασμα ή λαμαρίνα σε σχήμα Σταυρού. Ήταν μεν απλοί αλλά την δουλειά τους την έκαναν, γιατί εμπόδιζαν
Την είσοδο του πειρασμού. Έλεγε με απλότητα: «Σε όλους τούς ανθρώπους παρουσιάζεται ό διάβολος, αλλά δεν τον βλέπουν όλοι. Άμα ό άνθρωπος έχει πάθη, κακίες, αμαρτίες, έχει μέσα στην καρδιά του και στο μυαλό του τον διάβολο. Τούς πράους και ταπεινούς τούς φοβάται, αλλά δεν μπορεί να τούς κάνη τίποτε, διότι είναι με τον Χριστό» . Τον ρωτούσε συγκοινοβιάτης του: -Γερό-Δαυΐδ, βλέπεις τίποτε; Βλέπεις κανέναν Άγιο;
-Ε, τί σκαλίζεις εκεί πέρα; Άσε με, απαντούσε. Μετά όμως από επίμονες ερωτήσεις έλεγε με την χαριτωμένη του απλότητα σαν να διηγείτο ένα πολύ φυσικό γεγονός: «Να, χθες πήγα να ψάλω το Απολυτίκιο του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και εμφανίστηκε μπροστά μου όλος φώς. Τον χαιρέτησα με υπόκλιση και εκείνος εξαφανίστηκε».
Όταν επισκέφτηκε την Μονή Διονυσίου ό γερό-Παΐσιος, πήγε να δη και τον γερό-Δαυίδ στο κελί του. Τον βρήκε τυλιγμένο με τα κουρέλια του, με τραβηγμένες τις κουρτίνες για να είναι σκοτεινό το κελί του. Τον ρώτησε τί κάνει, και ό γερό-Δαυίδ απάντησε με απλότητα, «τί κάνουν οι καλόγεροι;» δείχνοντας το κομποσκοίνι του. Και όταν τον ρώτησε για τα μυστικά βιώματα του, απάντησε: «Δεν λέγονται, δεν λέγονται».
Έλεγε συνεχώς την ευχή και είχε προσοχή πολλή. Έλεγε ότι το κουκούλι μάς φυλάγει να μην περιεργαζόμαστε και μετά κατακρίνουμε τούς αδελφούς την ώρα της τραπέζης. Συμβούλευε, οι μοναχοί να κάνουν υπακοή και να έχουν αγάπη μεταξύ τους. Ως μεγαλύτερη αμαρτία θεωρούσε την υπερηφάνεια. Όποιος θέλει να βρει τον Χριστό, θα τον βρει μέσα στην καρδιά του, όπως και ό ίδιος τον βρήκε φυσικά, αφού «ή βασιλεία του Θεού εντός ημών εστίν» .
Όταν πλέον ό γερό-Δαυίδ διήνυε το 94° έτος της ηλικίας του, τον χειμώνα, ασθένησε για λίγες μέρες. Αισθανόμενος ότι εγγίζει το τέλος του προετοιμάσθηκε και στις 5 Φεβρουαρίου 1983 παρέδωσε την καθαρή ψυχή του στα χέρια του θεού. Όλοι τον συγχωρούσαν και κανείς δεν είχε παράπονο από τον γερό-Δαυίδ. Επικρατούσε μία κατάνυξη και πίστευαν ότι βρήκε ή ψυχή του τόπον αναπαύσεως.
Την ευχή του να έχουμε. Αμήν.
ΒΙΒΛΙΟΓ. ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΗΣΥΧΑΣΤΙΚΗ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ.
ΑΓΙΟΝ ΌΡΟΣ 2011
πηγή
Ο κατά κόσμο Δήμος Φλώρος, ό μετέπειτα
μοναχός Δαυίδ, γεννήθηκε το έτος 1889 στο χωριό Κτιστάδες της ορεινής Άρτας.
Είχε άλλα δύο αδέλφια. Οι γονείς τούς δίδαξαν με το παράδειγμα τους την ευλάβεια
και την αγάπη στον Θεό τους έμαθαν να πηγαίνουν στην Εκκλησία και να προσεύχονται.
Όταν ό Δήμος ήταν πέντε χρόνων, είδε στον
ουρανό φως, ενώ ή μητέρα του, στην οποία το έδειχνε, δεν έβλεπε τίποτε.
Άλλη φορά είδε να ανοίγει ό ουρανός και
είδε μέσα σε απερίγραπτη δόξα τάγματα Αγίων και Αγγέλων να δοξολογούν τον Θεό
πού καθόταν πάνω στον θρόνο Του.
Από μικρός έμαθε την τέχνη του κτιστού και εργαζόταν φιλόπονα. Όταν έγινε 16 ετών, εργαζόταν σε κάποιο εξωκκλήσι του χωριού του. Εκεί είδε κάποια αποκάλυψη, πού όταν θέλησε έπειτα να την διηγηθεί, κόπηκε ή φωνή του για μισή ώρα. Κατάλαβε ότι δεν πρέπει να πει σε κανέναν αυτό πού είδε. Μετά αμέσως επανήλθε ή φωνή του.
Κάποτε πού περνούσε από ερείπια εξωκκλησιού του παρουσιάστηκε ή αγία Παρασκευή και του είπε: «Να μου κτίσης το ναό μου». «Θα στον κτίσω, Κυρία μου», απάντησε με την αγία του άφελότητα, αφού την προσκύνησε. Τήρησε τον λόγο του και ως καλός κτίστης πού ήταν, τον έκτισε.
Ό Δήμος με την ευλάβεια πού είχε, την μεγάλη απλότητα και την καθαρότητα του έβλεπε Αγίους από νέος, αλλά και τον διάβολο.
Κάποτε, ενώ εργαζόταν, του είπε ό εργοδότης του να κοιμηθεί στο κρεβάτι του γιου του Κωνσταντίνου πού απουσίαζε στην Αμερική. Ό Κωνσταντίνος δυστυχώς είχε γίνει χιλιοστής και επηρέαζε όλη την οικογένεια του. Ό Δήμος είδε τότε ένα διάβολο πάνω στο κρεβάτι, πού με δύναμη πέταξε σε απόσταση τριών μέτρων τον Δήμο.
Άλλ' αυτός δεν φοβόταν τον διάβολο. Είχε συνηθίσει με τα πειράγματα του, γιατί συχνά πάλευαν σώμα με σώμα. Τα όπλα του ήταν το σημείο του Σταυρού και ή επίκληση της Παναγίας, τα όποια έκαναν να εξαφανισθή ό διάβολος. Κάποτε πού του παρουσιάστηκε σαν δράκοντας, χωρίς να τον φοβηθεί καθόλου ό Δήμος, τον έπιασε από την ουρά και τον πέταξε μακριά.
Αν και αγαπούσε την μοναχική ζωή και
ήθελε από μικρός να γίνει μοναχός, οι γονείς του τον εμπόδισαν. Έτσι
νυμφεύθηκε κάποια νέα,
ονόματι
Σπυριδούλα, και απέκτησαν δύο τέκνα. Συνέχισε να
εργάζεται και να βοήθα την οικογένεια του αλλά και να αγωνίζεται. Δεν του
έλειψαν οι πειρασμοί.
Κάποτε κάθισε ό πειρασμός στον ώμο του και, μόλις φώναξε «Παναγία μου», εις έπήκοον της συζύγου του, αμέσως εξαφανίστηκε.
Τον διάβολον αποκαλούσε συνήθως
«τρισκατάρατον» και ενίοτε «παρασάνδαλον». Τον έδιωχνε και με την εκφώνηση του
ιερέως, «της Παναγίας, αχράντου, υπερευλογημένης, ενδόξου Δεσποίνης ημών
Θεοτόκου...».
Κάποτε τον άγγάρευσαν οι κομμουνιστές να μεταφέρει όπλα από το χωριό του σε ένα άλλο. Καθ' όδόν τούς είπε: «Είπε και ό Χριστός: "Αφες αυτοίς ού γάρ οιδασι, τί ποιούσιν"». «Α, ξέρεις και τέτοια», του είπαν. «Όταν φθάσουμε στον προορισμό μας, θα σε τακτοποιήσουμε». Μόλις έφθασαν στο χωριό και άφησε τα όπλα, έτρεξε και κρύφτηκε πίσω από ένα σπίτι. Οι κομμουνιστές νόμισαν ότι πήρε τον δρόμο για να επιστρέψει και έτρεξαν προς αυτήν την κατεύθυνση, αλλά δεν τον βρήκαν. Έτσι ή θεία Πρόνοια τον διεφύλαξε.
Κάποτε του ζήτησε κάποιος ένα αξιόλογο ποσό να του δανείσει και του έδωσε παρά την φτώχεια του. Εκείνος δεν τα επέστρεψε και, όταν ό Δήμος τα είχε ανάγκη και του υπενθύμισε το χρέος του, τον απείλησε να τον φονεύσει. Τότε του είπε με απλότητα: «Άς το βρεις απ' άλλον». Και δυστυχώς συνέβη το πολύ δυσάρεστο. Ό άδικος αυτός άνθρωπος ζήτησε δανεικά και από κάποιον άλλον και, όταν δεν τα επέστρεψε, πάνω στην αψιμαχία τους ό άλλος φόνευσε τον άδικο πού δανειζόταν χωρίς να τα επιστρέφει και μάλιστα απειλώντας με φόνο.
Έφεραν κάποτε μία γυναίκα δαιμονισμένη σε Μοναστήρι της περιοχής. Όλο το εκκλησίασμα φώναζε στον διάβολο «έβγα». Τότε μόνο ό Δήμος πού ήταν παρών, τον είδε να εξέρχεται από το στόμα της σαν πετεινό σκουροκόκκινο.
Τα χρόνια περνούσαν, τα παιδιά του Δήμου μεγάλωσαν, έκαναν οικογένεια και απέκτησε και εγγόνια. Αλλά ό Ίδιος όλα αυτά τα χρόνια είχε ασίγαστη την επιθυμία να γίνει μοναχός. "Έλεγε: «Μ' έτρωγε μέσα μου ό θείος πόθος. Ό πόθος για τον Χριστό, για την μοναχική ζωή. Έτσι άφησα γυναίκα, παιδιά, περιουσίες, νιφάδες και εγγόνια, και ήρθα να προσφέρω στον Κύριο τα γεράματα μου, αφού δεν μπόρεσα να δώσω τα νιάτα μου» .
Έτσι το έτος 1955 σε ηλικία 66 ετών
ήρθε στην Μονή Γρηγορίου. Εκεί έμεινε για οκτώ μήνες και σ' αυτό το διάστημα
πού ήταν δόκιμος, είδε σε όραμα τούς δυο κτήτορες της Μονής.
Για άγνωστο λόγο αναχώρησε και κοινοβίασε στην γειτονική μονή του Διονυσίου. Μετά τη νόμιμη δοκιμασία έκάρη μοναχός με το όνομα Δαυίδ. Ενθουσιασμένος από την μοναχική ζωή και λατρεία, την οποία στερήθηκε τόσα χρόνια, χαιρόταν, έκανε ακούραστα τα διακονήματά του και ήταν πολύ υπάκουος. Έτρεχε σαν μικρό παιδί και διακονούσε παντού. Είχε μάθει καλά το "ευλόγησον" και το "νάναι ευλογημένο". Ήταν φιλήσυχος, ειρηνικός με όλους. Δεν πείραζε κανένα, δεν κατέκρινε κανένα. Ήταν νηστευτής. Κατά καιρούς νήστευε περισσότερο. Δεν παρακαθόταν στην τράπεζα. "Έτρωγε τα τελευταία χρόνια μόνο ότι του πήγαινε ό πατήρ Θεόκτιστος στο κελί του. Ήταν ρακένδυτης. Φορούσε παλαιά και μπαλωμένα ζωστικά, και για κάλτσες έραβε κομμάτια από υφάσματα πού εύρισκε. Δεν τον ενδιέφερε ή εξωτερική του εμφάνιση.
Δεν του άρεσε ή άργολογία και έλεγε συμβουλευτικά σε νέο συγκοινοβιάτη του: «Κουβεντούλα-κουβεντούλα, τρώει ό λύκος την βετούλα». (Χρονιάρα γίδα). Δηλαδή με την άργολογία ζημιώνεται ή ψυχή μας. Στις λοιδορίες δεν απαντούσε- έκανε ότι δεν άκουγε. Την ημέρα πού έγινε Μεγαλόσχημος κάποιος παλαιότερος τον λοιδόρησε λέγοντας ένα δηκτικό λόγο, αλλά αυτός ήταν «ωσεί άνθρωπος ουκ άκούων και ουκ έχων εν τω στόματι αυτού ελεγμούς» . Όταν εκοιμήθη ό λοίδορος μοναχός, ό γερό-Δαυίδ τον είδε εντός λίμνης και μόλις φαινόταν λίγο το κεφάλι του.
Το κελί του ήταν πολύ ατημέλητο και λερωμένο γι' αυτό είχε πολλούς ψύλλους και κοριούς.
Όταν ήρθε ή συνοδεία του παπά-Χαράλαμπου από το Μπουραζέρι, θέλησαν να το καθαρίσουν και πέταξαν στην θάλασσα πολλά άχρηστα πράγματα. Ό γερό-Δαυίδ δεν αντέδρασε, μόνο έλεγε: «Δόξα τω Θεώ πού ήρθαν οι πατέρες και μας καθαρίζουν».
Στο ταπεινό, μικρό, μισοσκότεινο, απεριποίητο
κελλάκι του καταγινόταν στην ευχή. Έκανε αγρυπνίες και για να μη τον πιάνει ό
ύπνος, όταν κουραζόταν, καθόταν σ' ένα σκαμνάκι κουτσό με τρία πόδια. Μόλις αποκοιμόταν
έχανε την ισορροπία πέφτοντας ξυπνούσε και συνέχιζε την αγρυπνία του.
Είχε πραγματική ταπείνωση, ήταν ένας ταπεινός Κοινοβιάτης. Τον εαυτό του, όπως έλεγε, δεν τον λογάριαζε ούτε για σκνίπα. Αυτή ή ταπείνωση του ήταν ή ασπίδα του στις πολλές επιθέσεις του διαβόλου πού του εμφανιζόταν συχνά.
Κάποτε στο παρεκκλήσι του Ακάθιστου,
ενώ προσευχόταν, είδε πλήθος δαιμόνων να περνούν από μπροστά του, χωρίς όμως να
μπορέσουν να τον βλάψουν.
Άλλη φορά ανέβαινε τις σκάλες του Μοναστηριού και του παρουσιάστηκε δήθεν ό παπά-Θόδωρος, αδελφός της Μονής. Του πρότεινε το χέρι για να το φιλήσει. Ό γερό-Δαυίδ τραβήχτηκε πίσω παραξενεμένος. Σκεφτόταν: «Τί συμβαίνει; Γιατί μου δίνει το χέρι;», και σκύβοντας πέρασε κάτω από το χέρι του και πήγε στην ακολουθία.
Άλλη φορά προσπαθούσε να τον ρίξει στον
γκρεμό, ενώ βρισκόταν στο Μετόχι του Μονοξυλίτη.
Τότε παρουσιάστηκε ό Κύριος με την Παναγία και τον Πρόδρομο, όπως είναι στο τρίμορφο, στην εικόνα πού είναι στο Μοναστήρι απέναντι από την θύρα της τραπέζης. Ό Τίμιος Πρόδρομος βγήκε από την εικόνα, πήρε ενσώματη ζωντανή μορφή και τον έσωσε. Θυμόταν σε όλη του την ζωή καθαρά το γεγονός αυτό της σωτηρίας του και έλεγε: «Οικτίρμων και ελεήμων ό Κύριος».
Τότε παρουσιάστηκε ό Κύριος με την Παναγία και τον Πρόδρομο, όπως είναι στο τρίμορφο, στην εικόνα πού είναι στο Μοναστήρι απέναντι από την θύρα της τραπέζης. Ό Τίμιος Πρόδρομος βγήκε από την εικόνα, πήρε ενσώματη ζωντανή μορφή και τον έσωσε. Θυμόταν σε όλη του την ζωή καθαρά το γεγονός αυτό της σωτηρίας του και έλεγε: «Οικτίρμων και ελεήμων ό Κύριος».
Στον Μονοξυλίτη την ημέρα έκτιζε πεζούλια, καλυβόσπιτα, το όπωροφυλάκιο, και τη νύχτα έκανε αγρυπνία πού την άρχιζε με την ανατολή του αποσπερίτη, μέχρι πού ξημέρωνε.
Άλλοτε προσευχόμενος εκεί είδε
μπροστά του ένα λαμπρό νέο. Ήταν άγγελος. Όταν εξαφανίστηκε, είδε πλήθος
αγγέλων να δοξολογούν τον Θεό.
«Κάποτε», διηγήθηκε, «την ώρα της
προσευχής ήρθε να με ταράξει ό διάβολος. Αμέσως τον πιάνω και 'γώ και του σπασα
το κεφάλι με τις γροθιές. Φοβήθηκε και έφυγε. Έλεγα, βλέπεις, και το
"Κύριε Ιησού Χριστέ ,.."» .
Έβλεπε πολλές φορές τούς δαίμονες μέσα στην Εκκλησία και οι πατέρες το καταλάβαιναν από τις αντιδράσεις του. Κάποτε γέλασε και όταν ζήτησαν να μάθουν τον λόγο, απάντησε: «Δεν είδες πού μου έδινε ό διάβολος λουκουμάκι για να μην κοιμηθώ;».
Έβλεπε πολλές φορές τούς δαίμονες μέσα στην Εκκλησία και οι πατέρες το καταλάβαιναν από τις αντιδράσεις του. Κάποτε γέλασε και όταν ζήτησαν να μάθουν τον λόγο, απάντησε: «Δεν είδες πού μου έδινε ό διάβολος λουκουμάκι για να μην κοιμηθώ;».
Αλλά και στο κελί του δεν εύρισκε ησυχία από τον διάβολο. Το απλό γεροντάκι τον πολεμούσε και αυτό με τον τρόπο του. Από όπου ερχόταν ό πειρασμός, έβαζε ένα Σταυρό και μετά δεν τολμούσε να ξαναμπεί από το ίδιο σημείο. Έτσι είχε γεμίσει το κελί του με Σταυρούς. Στην πόρτα, στο παράθυρο, στους τοίχους, ακόμη και στο ταβάνι κρέμασε Σταυρούς με κλωστή. Οι Σταυροί πού έφτιαχνε ήταν απλοί και αυτοσχέδιοι. Έδενε δύο ξυλαράκια με κλωστή ή δύο λωρίδες από χαρτί ή από ύφασμα ή λαμαρίνα σε σχήμα Σταυρού. Ήταν μεν απλοί αλλά την δουλειά τους την έκαναν, γιατί εμπόδιζαν
Την είσοδο του πειρασμού. Έλεγε με απλότητα: «Σε όλους τούς ανθρώπους παρουσιάζεται ό διάβολος, αλλά δεν τον βλέπουν όλοι. Άμα ό άνθρωπος έχει πάθη, κακίες, αμαρτίες, έχει μέσα στην καρδιά του και στο μυαλό του τον διάβολο. Τούς πράους και ταπεινούς τούς φοβάται, αλλά δεν μπορεί να τούς κάνη τίποτε, διότι είναι με τον Χριστό» . Τον ρωτούσε συγκοινοβιάτης του: -Γερό-Δαυΐδ, βλέπεις τίποτε; Βλέπεις κανέναν Άγιο;
-Ε, τί σκαλίζεις εκεί πέρα; Άσε με, απαντούσε. Μετά όμως από επίμονες ερωτήσεις έλεγε με την χαριτωμένη του απλότητα σαν να διηγείτο ένα πολύ φυσικό γεγονός: «Να, χθες πήγα να ψάλω το Απολυτίκιο του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και εμφανίστηκε μπροστά μου όλος φώς. Τον χαιρέτησα με υπόκλιση και εκείνος εξαφανίστηκε».
Όταν επισκέφτηκε την Μονή Διονυσίου ό γερό-Παΐσιος, πήγε να δη και τον γερό-Δαυίδ στο κελί του. Τον βρήκε τυλιγμένο με τα κουρέλια του, με τραβηγμένες τις κουρτίνες για να είναι σκοτεινό το κελί του. Τον ρώτησε τί κάνει, και ό γερό-Δαυίδ απάντησε με απλότητα, «τί κάνουν οι καλόγεροι;» δείχνοντας το κομποσκοίνι του. Και όταν τον ρώτησε για τα μυστικά βιώματα του, απάντησε: «Δεν λέγονται, δεν λέγονται».
Ό απλός και ολιγογράμματος Γέρων σαν τον
προφήτη Ιεζεκιήλ είχε πολλές οράσεις από την παιδική του ηλικία. Ως μοναχός
αγωνίσθηκε φιλότιμα.
Έλεγε συνεχώς την ευχή και είχε προσοχή πολλή. Έλεγε ότι το κουκούλι μάς φυλάγει να μην περιεργαζόμαστε και μετά κατακρίνουμε τούς αδελφούς την ώρα της τραπέζης. Συμβούλευε, οι μοναχοί να κάνουν υπακοή και να έχουν αγάπη μεταξύ τους. Ως μεγαλύτερη αμαρτία θεωρούσε την υπερηφάνεια. Όποιος θέλει να βρει τον Χριστό, θα τον βρει μέσα στην καρδιά του, όπως και ό ίδιος τον βρήκε φυσικά, αφού «ή βασιλεία του Θεού εντός ημών εστίν» .
Όταν πλέον ό γερό-Δαυίδ διήνυε το 94° έτος της ηλικίας του, τον χειμώνα, ασθένησε για λίγες μέρες. Αισθανόμενος ότι εγγίζει το τέλος του προετοιμάσθηκε και στις 5 Φεβρουαρίου 1983 παρέδωσε την καθαρή ψυχή του στα χέρια του θεού. Όλοι τον συγχωρούσαν και κανείς δεν είχε παράπονο από τον γερό-Δαυίδ. Επικρατούσε μία κατάνυξη και πίστευαν ότι βρήκε ή ψυχή του τόπον αναπαύσεως.
Την ευχή του να έχουμε. Αμήν.
ΒΙΒΛΙΟΓ. ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΗΣΥΧΑΣΤΙΚΗ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ.
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου