Yevtousenco Eugenio
Κρέμασα τό ποίημά μου
σ' ἕνα ψηλό κλαδί.
Κοίτα το
Ποὺ χτυπιέται μέ τόν ἄνεμο.
Ξεκρέμασέ το,
μοῦ εἶπες,
σταμάτα τό μαρτύριό του.
Ξαφνιασμένοι οἱ διαβάτες
τό βλέπουν τόση ὥρα!
Τό δέντρο χαιρετᾶ,
κινώντας τό ποίημά του.
Δέν ὑπάρχει τίποτα γιά ἀπάντηση.
Πρέπει νά φύγουμε.
-Θά τό ἀπαρνηθεῖς;
Μᾶλλον.
Μά μή φοβᾶσαι, αὔριο ἕνα ἄλλο θά 'χει τήν ἴδια τύχη.
Θά' πρεπε νά ξοδεύομαι σέ τέτοια παιχνίδια;
Ἕνα ποίημα δέν βαραίνει πολύ τό κλαδί ἑνός δέντρου.
Θά γράψω γιά σένανε ὅσα θελήσεις,
τόσους στίχους
ὅσα καί δέντρα ὑπάρχουν.
Κι ὕστερα τί θ' ἀπογίνει μ' ἐμᾶς τούς δύο;
Ἴσως ὅλα αὐτά νά τά ξεχάσουμε πολύ γρήγορα;
Ὄχι!
Λίγο νά μᾶς πιάσει ἡ κούραση στό δρόμο
καί θά μπορέσουμε νά ξαναδοῦμε
τό μέρος
ποὺ ὁλόλαμπρο
τό δέντρο
χαιρετᾶ,
κινώντας τό ποίημά του.
Τότε θά ξανά 'ρθει τό χαμόγελό μας.
-Πᾶμε!
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου