Τι λοιπόν, της ζωής μας το σύνορο
θα το δείχνη ένα ορθό κυπαρίσσι;
Κι' από ό,τι είδαμε, ακούσαμε, αγγίσαμε
τάφου γή θα μας έχη χωρίση;
Ό,τι αγγίζουμε, ακούμε καί βλέπουμε
τούτο μόνο ζωή μας το λέμε;
Κι' αυτό τρέμουμε μήπως το χάσουμε
καί χαμένο στους τάφους το κλαίμε;
Σ' ο,τι αγγίζουμε, ακούμε και βλέπουμε
της ζωής μας ο κόσμος τελειώνη;
Τίποτ'άλλο; Στερνό μας απόριμμα
τό κορμί που πετιέται και λυώνη;
Κάτι ανέγγιχτο, ανάκουστο, αθώρητο
μήπως κάτω απ' τους τάφους ανθίζη;
Κι'ό,τι μέσα μας κρύβεται αγνώριστο
μήπως πέρα απ' τον τάφο αρχίζη;
Η ψυχή ταξειδεύτρα μεσ' τ'άπειρο
σταλαμίδα νερού μήπως μοιάζη;
που ανεβαίνη στα νέφη απ' τα πέλαγα
κι'απ'τα νέφη στούς κάμπους σταλάζη;
Μήπως ο,τι θαρρούμε βασίλεμμα
γλυκοχάραμα αυγής είναι πέρα;
Κι'αντί ν'άρθη μια νύχτα αξημέρωτη
ξημερώνει μιά αβράδυαστη μέρα;
Μήπως είναι η αλήθεια στο θάνατο;
Κι'η ζωή μήπως κρύβη την πλάνη;
Ό,τι λέμε πως ζη μήπως πέθανε
κι'είναι αθάνατο ο,τι έχει πεθάνει;
Γεώργιος Δροσίνης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου