Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2012

«Ἅγιε Νικόλαε, νὰ ἀνέβης μαζὶ μὲ τὸ νερό, ἐὰν θέλης νὰ σοὺ ἀνάβω τὸ καντήλι»


Ἡ διήγηση ποὺ ἀκολουθεῖ εἶναι ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ βιβλίου «Ἁγιορεῖται Πατέρες καὶ Ἁγιορείτικα» ποὺ συνέγραψε Γέροντας Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης. Μετὰ τὴν διήγηση παραθέτουμε ὁλόκληρη τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ βιβλίου αὐτοῦ ποὺ ἀναφέρεται στὴν πίστη, τὴν ἁπλότητα, τὴν ταπείνωση καὶ τὸ ἀγωνιστικὸ πνεῦμα τῶν παλαιῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἐποχή μας στὴν ὁποία, ὅπως γράφει ὁ Γέροντας Παΐσιος, «ἔχουν αὐξηθεῖ οἱ γνώσεις, δυστυχῶς ἡ λογικὴ κλόνισε τὴν πίστη τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὰ θεμέλια καὶ γέμισε τὶς ψυχὲς ἀπὸ ἐρωτηματικὰ καὶ ἀμφιβολίες. Ἔτσι, ἑπόμενο εἶναι νὰ στερούμεθα τὰ θαύματα, γιατί τὸ θαῦμα ζῆται καὶ δὲν ἐξηγεῖται μὲ τὴν λογική».


Στὴν Σκήτη τῶν Ἰβήρων, ὁ Γέρο-Νικόλαος ἀπὸ τὴ συνοδεία τῶν Μαρκιανῶν μου διηγήθηκε γιὰ ἕναν Πατέρα, ποὺ εἶχε καὶ αὐτὸς παιδικὴ ἁπλότητα, ὅτι κάποτε, ὅταν εἶχε στερέψει τὸ πηγάδι τους, εἶχε κατεβάσει τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὸ ξεροπήγαδο, μὲ τὸ σχοινὶ δεμένη ἀπὸ τὸν χαλκά, καὶ εἶπε:
- Ἅγιε Νικόλαε, νὰ ἀνέβης μαζὶ μὲ τὸ νερό, ἐὰν θέλης νὰ σοὺ ἀνάβω τὸ καντήλι, ἀφοῦ μπορεῖς νὰ τὸ κάνεις αὐτό. Βλέπεις, ἔρχονται τόσοι ἄνθρωποι, καὶ δὲν ἔχουμε λίγο κρύο νερὸ νὰ τοὺς δώσουμε.
Ὢ τοῦ θαύματος! τὸ νερὸ ἀνέβαινε σιγὰ-σιγά, καὶ ἡ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου ἔπλεε ἐπάνω, μέχρι ποὺ τὴν ἐπίασε μὲ τὰ χέρια του, τὴν ἀσπάσθηκε μὲ εὐλάβεια καὶ τὴν πῆγε στὸν Ναό.
Ὁλόκληρη ἡ Εἰσαγωγὴ τοῦ βιβλίου "Ἁγιορεῖται Πατέρες καὶ Ἁγιορείτικα"
Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Πολὺ μὲ πειράζει ἡ συνείδησή μου, ποὺ δὲν κράτησα σημειώσεις μὲ λεπτομέρειες γιὰ τοὺς ἐνάρετους Πατέρες, ποὺ ἔζησαν τώρα τὰ τελευταία χρόνια, γιὰ τοὺς ὁποίους μου διηγοῦνταν οἱ εὐλαβεῖς Γεροντάδες, ὅταν ἤμουν ἀρχάριος μοναχός, ὅπως ἐπίσης καὶ στὴν συνέχεια, γιὰ τὴν μεγάλη μου ἀμέλεια, ποὺ δὲν κράτησα, ἔστω στὴν μνήμη μου, ὅλα τὰ θεία γεγονότα, τὰ ὁποῖα ἔζησαν ἐκεῖνα τὰ ἅγια Γεροντάκια καὶ μοῦ τὰ διηγοῦνταν μὲ πολλὴ ἁπλότητα,γιὰ νὰ μὲ βοηθήσουν πνευματικά.
Οἱ Πατέρες ἐκείνης τῆς ἐποχῆς εἶχαν πολλὴ πίστη καὶ ἁπλότητα καὶ οἱ περισσότεροι ἦταν μὲ λίγα μὲν γράμματα, ἀλλά, ἐπειδὴ εἶχαν ταπείνωση καὶ ἀγωνιστικὸ πνεῦμα, δέχονταν συνέχεια τὸν θεῖο φωτισμό. Ἐνῶ στὴν ἐποχή μας, ποὺ ἔχουν αὐξηθεῖ οἱ γνώσεις, δυστυχῶς ἡ λογικὴ κλόνισε τὴν πίστη τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὰ θεμέλια καὶ γέμισε τὶς ψυχὲς ἀπὸ ἐρωτηματικὰ καὶ ἀμφιβολίες.Ἔτσι, ἑπόμενο εἶναι νὰ στερούμεθα τὰ θαύματα, γιατί τὸ θαῦμα ζῆται καὶ δὲν ἐξηγεῖται μὲ τὴν λογική.
Τὸ πολὺ αὐτὸ κοσμικὸ πνεῦμα ποὺ ἐπικρατεῖ στὸ σημερινὸ ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἔχει στρέψει ὅλη τὴν προσπάθεια στὸ πῶς νὰ ζήσει καλύτερα, μὲ μεγαλύτερη ἄνεση καὶ λιγότερο κόπο, δυστυχῶς ἔχει ἐπιδράσει καὶ στοὺς περισσότερους πνευματικοὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦν πῶς νὰ ἁγιάσουν μὲ λιγότερο κόπο – πράγμα ποὺ δὲν γίνεται ποτέ, γιατί “οἱ Ἅγιοι ἔδιναν αἷμα καὶ ἐλάμβαναν Πνεύμα”.
Καὶ ἐνῶ χαίρεται κανεὶς τώρα γιὰ τὴν μεγάλη αὐτὴ στροφὴ πρὸς τοὺς Ἁγίους Πατέρες καὶ τὸν Μοναχισμὸ καὶ θαυμάζει τοὺς ἀξιόλογους νέους ποὺ ἀφιερώνονται μὲ ἰδανικά, συγχρόνως ὅμως καὶ πονάει, γιατί βλέπει ὅλο αὐτὸ τὸ καλὸ ὑλικὸ νὰ μὴ βρίσκει τὸ ἀνάλογο πνευματικὸ προζύμι, καὶ ἔτσι δὲν ἀνεβαίνει ἡ πνευματικὴ αὐτὴ ζύμη καὶ καταλήγει νὰ γίνει σὰν τὸ λειψὸ ψωμί.
Παλαιότερα, πρὶν καὶ ἀπὸ εἴκοσι χρόνια, ἔβρισκε κανεὶς ἀκόμη τὴν ἁπλότητα ἁπλωμένη στὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας, καὶ ἐκεῖνο τὸ ἄρωμα τῆς ἁπλότητας τῶν Πατέρων μάζευε τοὺς εὐλαβεῖς ἀνθρώπους, ποὺ μιμοῦνταν τὶς μέλισσες, καὶ τοὺς ἔτρεφε, καὶ αὐτοὶ μετέφεραν καὶ στοὺς ἄλλους ἀπὸ τὴν πνευματικὴ αὐτὴ εὐλογία, γιὰ νὰ ὠφεληθοῦν. Ἀπὸ ὅπου δηλαδὴ καὶ ἂν περνοῦσες, θὰ ἄκουγες νὰ διηγοῦνταν θαύματα καὶ οὐράνια γεγονότα, πολὺ ἁπλά, γιατί τὰ θεωροῦσαν πολὺ φυσιολογικὰ οἱ Πατέρες.
Ζώντας λοιπὸν σὲ αὐτὴ τὴν πνευματικὴ ἀτμόσφαιρα τῆς Χάριτος, ποτὲ δὲν περνοῦσες λογισμὸ ἀμφιβολίας γιὰ ὅσα ἄκουγες, γιατί καὶ ὁ ἴδιος κάτι θὰ ἔβλεπες ἀπὸ αὐτά. Ἀλλὰ οὔτε καὶ περνοῦσε λογισμός, γιὰ νὰ σημειώσεις ἢ νὰ κρατήσεις στὴν μνήμη σου ἐκεῖνα τὰ θεία γεγονότα γιὰ τοὺς μεταγενέστερους, γιατί νόμιζες ὅτι θὰ συνεχισθεῖ ἐκείνη ἡ Πνευματικὴ κατάσταση.
Ποῦ νὰ ἤξερες ὅτι μετὰ ἀπὸ λίγα χρόνια ὁ περισσότερος κόσμος θὰ παραμορφωθεῖ ἀπὸ τὴν πολλὴ μόρφωση –ἐπειδὴ διδάσκεται μὲ τὸ πνεῦμα τῆς ἀθεΐας καὶ ὄχι μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ ἁγιάσει καὶ τὴν ἐξωτερικὴ μόρφωση- καὶ ἡ ἀπιστία θὰ φθάσει σὲ τέτοιο σημεῖο, ποῦ νὰ θεωροῦνται τὰ θαύματα γιὰ παραμύθια τῆς παλιᾶς ἐποχῆς; Φυσικά, ὅταν εἶναι ὁ γιατρὸς ἄθεος, ὅσες ἐξετάσεις καὶ ἂν κάνει σὲ ἕναν Ἅγιο μὲ τὰ ἐπιστημονικὰ μέσα (ἀκτίνες κ.λπ.), δὲν θὰ μπορέσει νὰ διακρίνει τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἐνῶ, ἐὰν ἔχει ἁγιότητα καὶ ὁ ἴδιος, θὰ δεῖ τὴ θεία χάρη νὰ ἀκτινοβολεῖ.
Γιὰ νὰ δώσω μία ζωντανότερη εἰκόνα τῆς χάριτος, καὶ γιὰ νὰ καταλάβουν καλύτερα οἱ ἀναγνῶστες τὸ πνεῦμα τὸ Πατερικὸ ποὺ ἐπικρατοῦσε πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια, θεώρησα καλὸ νὰ ἀναφέρω, σὰν παραδείγματα, μερικὰ περιστατικὰ ἀπὸ ἁπλὰ γεροντάκια τῆς ἐποχῆς ἐκείνης.
Ὅταν ἤμουν ἀρχάριος στὴν Μονὴ Ἐσφιγμένου, μοῦ εἶχε διηγηθεῖ ὁ εὐλαβὴς Γέρο-Δωρόθεος ὅτι στὸ Γηροκομεῖο ἐρχόταν καὶ βοηθοῦσε ἕνα Γεροντάκι μὲ τέτοια μεγάλη ἁπλότητα, ἀφοῦ νόμιζε ὅτι ἡ Ἀνάληψη, ποὺ ἑορτάζει ἡ Μονή, ἦταν μία μεγάλη Ἁγία ὅπως ἡ Ἁγία Βαρβάρα καί, ὅταν ἔκανε κομποσχοίνι, ἔλεγε:“Ἁγία του Θεοῦ, πρέσβευε ὑπὲρ ἠμών”! Μία μέρα εἶχε ἔρθει στὸ Γηροκομεῖο ἕνας φιλάσθενος ἀδελφός, καί, ἐπειδὴ δὲν ὑπῆρχε κανένα δυναμωτικὸ φάρμακο, τὸ Γεροντάκι κατέβηκε γρήγορα -γρήγορα τὰ σκαλιά, πῆγε στὸ ὑπόγειο καὶ ἀπὸ τὸ παραθυράκι ποὺ ἔβλεπε πρὸς τὴν θάλασσα, ἅπλωσε τὰ χέρια του καὶ εἶπε:
“Αγία μοῦ Ἀνάληψη, δωσ’ μοῦ ἕνα ψαράκι γιὰ τὸν ἀδελφό”. Καὶ ὢ τοῦ θαύματος! πετάχτηκε ἕνα μεγάλο ψάρι στὰ χέρια του, τὸ πῆρε πολὺ φυσιολογικά, σὰν νὰ μὴ συνέβη τίποτε, καὶ χαρούμενος τὸ ἑτοίμασε, γιὰ νὰ τονώσει τὸν ἀδελφό.
Ὁ ἴδιος Γέροντάς μου εἶχε διηγηθεῖ καὶ γιὰ ἄλλον Πατέρα (νομίζω Παχώμιο), ὁ ὁποῖος εἶχε πάει στὴν Καψάλα γιὰ ἀνώτερη ἄσκηση καὶ εἶχε φθάσει σὲ μέτρα πνευματικά. Μία μέρα ἕνας πατέρας τῆς Μονῆς εἶχε οἰκονομήσει δύο ψάρια καὶ τὰ καθάριζε, γιὰ νὰ πάει νὰ τὸν δεῖ καὶ νὰ τοῦ τὰ δώσει εὐλογία. Τὴν ὥρα ὅμως ποὺ τὰ ἑτοίμαζε, ἕνας κόρακας ξαφνικά του πῆρε τὸ ἕνα ψάρι καὶ τὸ πῆγε στὸν π. Παχώμιο στὴν Καψάλα (ἀπόσταση πεντέμισι ὧρες).
Ὁ π. Παχώμιος εἶχε λάβει πληροφορία ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ἐπίσκεψη τοῦ ἀδελφοῦ καὶ τὴ στιγμὴ ποὺ σκεφτόταν τί νὰ τὸν φιλέψει, ὁ κόρακας τοῦ ἄφησε τὸ ψάρι. Ὅταν ἦρθε μετὰ ὁ ἀδελφὸς καὶ τὸ ἔμαθε αὐτό, δόξασε καὶ αὐτὸς τὸ Θεό, ποὺ τρέφει καὶ στὴν ἐποχή μας τοὺς ἀνθρώπους Του μὲ τὸν κόρακα, ὅπως καὶ τὸν Προφήτη Ἠλία.
Ἐπίσης στὴν Μονὴ Κουτλουμουσίου, πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια, ζοῦσε ἕνας Γέροντας, ὁ π. Χαράλαμπος, πολὺ ἁπλὸς ἀλλὰ καὶ πολὺ “βιαστής” ὄχι μόνο στὰ πνευματικὰ ἀλλὰ καὶ στὰ διακονήματα, σὲ ὅλα ἦταν προθυμότατος. Ὁ π. Χαράλαμπος θὰ ἔβγαζε τὶς περισσότερες δουλειές, γιατί στὰ τελευταῖα χρόνια εἶχαν μείνει λίγοι Πατέρες στὴν μονὴ καὶ αὐτοὶ γέροι. Εἶχε δὲ καὶ τὴν Βιβλιοθήκη, ἀλλὰ τὸν ἔβγαλαν, ἐπειδὴ δὲν ἔκλεινε ποτὲ τὴν πόρτα. Συνήθιζε νὰ λέει: “Ἀφῆστε τοὺς ἀνθρώπους νὰ διαβάζουν τὰ βιβλία”. Δὲν τοῦ περνοῦσε λογισμὸς ὅτι ὑπάρχουν καὶ ἄνθρωποι ποὺ κλέβουν βιβλία. Εἶχε πολλὴ ἁγνότητα καὶ ἁπλότητα.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ πολλὰ διακονήματα ποὺ εἶχε, φύτευε ἀκόμα καὶ δέντρα γιὰ τοὺς μεταγενέστερους, γιατί πίστευε ὅτι ἡ Μονὴ Κουτλουμουσίου πάλι θὰ ἐπανδρωθεῖ. Τὰ μὲν χέρια τοῦ συνέχεια ἐργάζονταν γιὰ τοὺς ἄλλους, ὁ δὲ νοῦς του καὶ ἡ καρδιὰ τοῦ ἐργάζονταν στὰ πνευματικὰ διὰ τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησον μέ. Στὴν Ἀκολουθία πάντα πρῶτος. Κρατοῦσε μάλιστα τὸν ἕνα χορὸ ὡς ψάλτης. Τὴν ὥρα δὲ ποὺ ὁ Κανονάρχης πήγαινε στὸν ἄλλο χορὸ νὰ κανοναρχήσει, ὁ π. Χαράλαμπος ἔλεγε γρήγορα-γρήγορα τὴν εὐχή, γιὰ νὰ μὴ διακόπτει τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή του.
Ἔτσι ἐργατικότατος καὶ πνευματικότατος ἔζησε, χωρὶς νὰ τὸ ρίξει κάτω. Ἀλλά, δυστυχῶς, μία βαριὰ γρίπη μόνο τὸν ἔριξε στὸ κρεβάτι, καὶ ὁ γιατρὸς εἶπε στοὺς Πατέρες νὰ μὴν ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ κοντά του, γιατί σὲ λίγη ὥρα θὰ τελειώσει ἡ ζωή του. Ὁ Πατὴρ τὸ ἄκουσε κάτω ἀπὸ τὶς κουβέρτες καὶ ἀπήντησε:
- Τί, λές; Ἐγὼ δὲν πεθαίνω, ἂν δὲν ἔρθει τὸ Πάσχα νὰ πῶ τὸ Χριστὸς Ἀνέστη.
Πράγματι, πέρασαν δύο μῆνες σχεδόν, ἦρθε τὸ Πάσχα, εἶπε τὸ Χριστὸς Ἀνέστη, κοινώνησε καὶ μετὰ ἀναπαύθηκε. Τὸ φιλότιμο ἁπλὸ Γεροντάκι εἶχε γίνει πραγματικὸ παιδὶ τοῦ Θεοῦ καὶ μαζὶ μὲ τὸν Θεὸ καθόρισε τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου του.
Στὴν Σκήτη τῶν Ἰβήρων, ὁ Γέρο-Νικόλαος ἀπὸ τὴ συνοδεία τῶν Μαρκιανῶν μου διηγήθηκε γιὰ ἕναν Πατέρα, ποὺ εἶχε καὶ αὐτὸς παιδικὴ ἁπλότητα, ὅτι κάποτε, ὅταν εἶχε στερέψει τὸ πηγάδι τους, εἶχε κατεβάσει τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὸ ξεροπήγαδο, μὲ τὸ σχοινὶ δεμένη ἀπὸ τὸν χαλκά, καὶ εἶπε:
- Ἅγιε Νικόλαε, νὰ ἀνέβεις μαζὶ μὲ τὸ νερό, ἐὰν θέλεις νὰ σοὺ ἀνάβω τὸ καντήλι, ἀφοῦ μπορεῖς νὰ τὸ κάνεις αὐτό. Βλέπεις, ἔρχονται τόσοι ἄνθρωποι, καὶ δὲν ἔχουμε λίγο κρύο νερὸ νὰ τοὺς δώσουμε.
Ὢ τοῦ θαύματος! τὸ νερὸ ἀνέβαινε σιγὰ-σιγά, καὶ ἡ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου ἔπλεε ἐπάνω, μέχρι ποὺ τὴν ἐπίασε μὲ τὰ χέρια του, τὴν ἀσπάσθηκε μὲ εὐλάβεια καὶ τὴν πῆγε στὸν Ναό. (Αὐτὸ ἔγινε πρὶν ἀπὸ πενήντα χρόνια περίπου).
Στὴ ἴδια Σκήτη, λίγο πιὸ πάνω ἀπὸ αὐτὴ τὴν Καλύβη, εἶναι οἱ “Ἅγιοι Ἀποστολοι”, ὅπου μένουν τώρα δύο Πατέρες, ποὺ εἶναι καὶ κατὰ σάρκα ἀδέλφια. Στὴ Συνοδεία αὐτὴ ἦταν καὶ ὁ Γέρο-Παχώμιος, στὸν ὁποῖο ἔβλεπε κανεὶς ὁλοφάνερα τὴν ἁγιότητα ζωγραφισμένη στὸ πρόσωπό του. Τὸ Γεροντάκι αὐτὸ ἦταν πολὺ ἁπλὸ καὶ τελείως ἀγράμματο ἀλλὰ πολὺ χαριτωμένο. Στὸ Κυριακό της Σκήτης, ὅταν ἐρχόταν γιὰ νὰ ἐκκλησιασθεῖ τὶς ἑορτές, ποτὲ δὲν καθόταν στὸ στασίδι, ἀλλὰ πάντα ὄρθιος στεκόταν, ἀκόμα καὶ στὶς ὁλονυχτίες, καὶ ἔλεγε τὴν εὐχή.Ὅταν τύχαινε νὰ τὸν ρωτήση κανεὶς “ποῦ βρίσκεται ἡ ἀκολουθία”, ἀπαντοῦσε:
- Ψαλτήρια-ψαλτήρια λένε οἱ Πατέρες.Ὅλα ψαλτήρια τὰ ἔλεγε. Οὔτε καὶ ἀπὸ ψαλτικὰ ἤξερε καθόλου, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Χριστὸς Ἀνέστη, ποὺ ἔψαλε τὸ Πάσχα. Πάντα πρόθυμος νὰ κάνει τὰ θελήματα τῶν ἄλλων, χωρὶς νὰ ἔχει καθόλου θέλημα δικό του.
Ὅση στενοχώρια καὶ ἂν εἶχε κανείς, ἅμα ἔβλεπε τὸν Πατέρα Παχώμιο, τοῦ ἔφευγε. Ὅλοι τὸν ἀγαποῦσαν, ἀκόμα καὶ τὰ φίδια, ποὺ τοῦ εἶχαν ἐμπιστοσύνη καὶ δὲν ἔφευγαν, ὅταν τὸν ἔβλεπαν. Στὴν περιοχὴ τῆς Καλύβης ἦταν πολλὰ φίδια, γιατί ὑπῆρχαν νερά. Οἱ ἄλλοι δύο Πατέρες πολὺ φοβοῦνταν τὰ φίδια, ἐνῶ ὁ Γέρο-Παχώμιος τὰ πλησίαζε χαμογελαστός, τὰ ἐπίανε καὶ τὰ ἔβγαζε ἔξω ἀπὸ τὸν φράχτη τους.
Μία μέρα ἐνῶ πήγαινε βιαστικὸς στὴν Καλύβη τῶν Μαρκιανῶν, στὸ δρόμο βρῆκε ἕνα μεγάλο φίδι, τὸ ὁποῖο τύλιξε στὴν μέση του σὰν ζώνη, γιὰ νὰ τελειώση πρῶτα τὴν δουλειά του καὶ μετὰ νὰ τὸ βγάλει ἔξω ἀπὸ τὴν περιοχή τους. Ὁ Πατὴρ Ἰακῶβος, μόλις τὸν εἶδε, τρόμαξε, καὶ ὁ Πατὴρ Παχώμιος παραξενεύτηκε γιὰ αὐτό. Μετά μου ἔλεγε:
- Δὲν ξέρω γιατί φοβᾶται ἀπὸ τὰ φίδια. Ἐκεῖνος ὁ δικός μας ὁ Πατὴρ Ἀνδρέας φοβᾶται ἀκόμα καὶ τοὺς σκορπιούς! Ἐγὼ τοὺς μαζεύω στὴν χούφτα μου τοὺς σκορπιοὺς ἀπὸ τὰ ντουβάρια καὶ τοὺς πετάω ἔξω ἀπὸ τὴν Καλύβα. Τώρα ποὺ τρέμουν τὰ χέρια μου ἀπὸ τὸ πάρκινσον, τὰ μεγάλα φίδια σβαρνίζοντας τὰ βγάζω ἔξω.
Ρώτησα τὸν Γέροντα:
- Γιατί δὲν σὲ δαγκώνουν ἐσένα τὰ φίδια, Πάτερ Παχώμιε;
Μοῦ ἀπάντησε:
- Κάπου γράφει ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς σὲ ἕνα χαρτὶ “ἐὰν ἔχεις πίστη, πιάνεις καὶ τὰ φίδια καὶ τοὺς σκορπιούς, καὶ δὲ σὲ πειράζουν”.
Τὸ ἅγιο αὐτὸ Γεροντάκι, ὁ Πατὴρ Παχώμιος, εἶχε ἀναπαυθῆ στὶς 22-10-1967, ἕνα χρόνο πρὶν ἀπὸ τὸν Γέροντα Παπὰ-Τύχωνα, γιὰ τὸν ὁποῖο θὰ ἀναφέρω στὴ συνέχεια, καθὼς καὶ γιὰ ἄλλους Ὁσίους Πατέρες,ποὺ ἀγωνίσθηκαν φιλότιμα στὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας, καὶ ἐξαγνίσθηκαν μὲ τὴ βοήθεια τῆς Καλῆς μητέρας, τῆς Ἁγνῆς Παρθένου. Ἔγιναν Στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ, νίκησαν τὰ πάθη τους, ἐξόντωσαν τὸν ἐχθρὸ διάβολο, αὐτοὶ οἱ “Λοκατζῆδες τῆς Ἐκκλησίας μας”, καὶ στεφανώθηκαν ἀπὸ τὸν Χριστὸ μὲ ἄφθαρτο στεφάνι.
Πολλοὺς ἀπὸ αὐτοὺς εἶχα γνωρίσει καὶ ἀπὸ κοντά, ἀλλά, δυστυχῶς, δὲν τοὺς μιμήθηκα καὶ ἔτσι βρίσκομαι πολὺ μακριά τους. Εὔχομαι ὅμως μὲ ὅλη τὴν καρδιά μου νὰ τοὺς μιμηθοῦν ὅσοι θὰ διαβάσουν τὰ θεία κατορθώματά τους καὶ παρακαλῶ νὰ εὔχονται καὶ ἐκεῖνοι γιὰ μένα τὸν ταλαίπωρο Παίσιο. Ἀμήν.
Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Ἁγιορεῖται Πατέρες καὶ Ἁγιορείτικα, ἔκδ. Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον "Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος", 14η ἀνατύπωση, 2010

πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια: