ΕΝΑ κερί έφεγγε στη λιτή. Ένας γεροντάκος
καλόγερος, ρουμάνος, με τα ματογυάλια και το λίγο φως κρατούσε ανοιχτό ένα
τετράδιο, αυτά του σχολείου με το γαλάζιο πλαστικό εξώφυλλο, και διάβαζε,
σχεδόν συλλαβιστά. Πλησίασα. Μνημόνευε ονόματα.
β. Πήγε ό παπάς στο Γέρο Παίσιο και
από μακριά λέει ό γέροντας: Έ, παπά, τα ονόματα ένα ένα, όχι με το μάτι.
Ήταν Τρίτη του Πάσχα, και το βράδυ στην
Ανάσταση ό ηγούμενος ό παπά Χαραλάμπης -νάχουμε την ευχή του την άγια-φώναξε και
κάνα δύο καλογέρια στην αγία πρόθεση και μνημόνευαν. Περνούσε ή ώρα
αλλά που να τελειώσουν. Πιο πολλά κι από τον
Δήμο Πειραιώς τα ονόματα, είπε εκείνος ό παπάς, και τους ψιλομάλλωσε. 'Άντε, με
το μάτι τα ονόματα. Ξημέρωσε. Να βγάλουμε Ανάσταση...
γ. Ό παπά Εφραίμ στα Κατουνάκια είχε
χαρτόνια αριθμημένα, με τα ονόματα. Πήγαινες, άγνωστος να τον δεις, και αν
είχαν δώσει άλλοι το oνομά σου, σε έλεγε: Νικολάου , Περιστέρας και των τέκνων.
Τα Σαρανταλείτουργα τα διάβαζε ξεχωριστά.
Και όταν τελείωνε το ένα σε έγραφε γράμμα και άρχιζε το άλλο. Ήρθε στη Δάφνη
γνωστός από την Αθήνα, μάς έφερε παντζάρια πεντανόστιμα στο ξύδι, και ένα δέμα για
τον παππού. Είπαμε να μην τα στείλουμε , και τα πήγαμε με τον ίδιο. Με το πού τα
είδε ό Γέροντας, τα στέλνει στην Άγιάννα στο Κυριάκο, να δροσιστούν οι πατέρες και
να μνημονεύουν.
δ. Νέος παπάς, έβγαλε μερίδες στην
πρόθεση. Τον επίσκοπο, ζώντα και κεκοιμημένα. Και πριν καλύψει, βλέπει οι
μερίδες έβαλαν στη μέση τον επίσκοπο και μαζεύτηκαν γύρω γύρω, τον σκέπασαν, τον
κάλυψαν.
ε. Στα Κατουνάκια, στην έρημο,
ευλαβής και αγωνιστής, καλός καλόγερος, δέχονταν ελεημοσύνες και τις ξεπλήρωνε με
κομποσκοίνι. Πέρασαν τα χρόνια, βάρυνε, δυσκολεύονταν. Ό παπά
Εφραίμ είδε την κρίση του. Μπροστά στον
θρόνο τού Θεού οι ψυχές ζητούσαν τις ελεημοσύνες τους. Και έγινε κρίση: Να δοθούν στους
δικαιούχους.
Είχε αρετή ό καλόγερος. Ξεπλήρωνε. Αλλά
δεν έφτασε για όλους. Και τότε ή ψυχή κατέβηκε στην άβυσσο...
ς. Ό Γέρο Αντρέας στο Γρηγορίου, σε παρακαλώ να με
μνημονεύεις, σού έλεγε. Θα σε ενθυμούμαι και εγώ, Προϊστάμενος από νωρίς, έκανε
και αντιπρόσωπος και επιστάτης πολλές φορές. Όταν εκοιμήθη, βρέθηκαν γράμματα στο
κελί του. Αδελφέ όταν θα λάβεις την επιστολή μου θα έχω πεθάνει. Γι αυτό, σε
παρακαλώ, σβήσε με από τα ζωντανά και γράψε με στα πεθαμένα. Να με μνημονεύεις.
Σε ευχαριστώ.
ζ. Κι ό παπά Σίμων είχε τετράδιο και
όταν γέμιζε. μας έλεγε και αντιγράφαμε σε μεγαλύτερο τα ονόματα.
Πήγε ό μικρός ό Νεόφυτος στον παπά Εφραίμ,
και αφού τον ρώτησε ό Γέροντας τού λέει: να τούς μνημονεύεις, παιδί μου, τούς
γονείς σου, για ζωντανούς για πεθαμένους. Εγώ ξυπνώ κοιμάμαι μνημονεύω: Δι'
ευχών των Γονέων και των Γερόντων μου, κάθε πού ξυπνώ και πού κοιμάμαι, και ότι
κάνω.
η. Αντί για όγδοη ιστορία, όπως την
άκουσα: Δεν με έπιανε ύπνος και στριφογυρνούσα. Δεν ήξερα τί με φταίει. Πήρα
χαρτί και μολύβι, και γύρισα όλα τα σπίτια τού χωριού. Ότι πεθαμένους θυμόμουν
τούς έγραψα, όπως τούς λέγαμε- μπαμπού Γιάννου, μπαμπού Καλλούσιου, μπαμπού Καλή,
μπάρμπα Μήτρης, μπαμπού Λένια, θεια Λυμπία, ΔημητράκηςτςΘειάζμ... Κοιμήθηκα. Το
πρωί πήγα τα ονόματα αντιγραμμένα καλά αυτήν τη φορά στην εκκλησία. Στο κελί
κράτησα τα άλλα. Ημείς σέχουμει να μάς μνημουνεύβς, σέχουμει άντιπρόσουπουν
στουν Θειό, καλόηρος εϊσει, μάς προσευχηθεί ... άκουγα.
Κι ό Γέρο Παίσιος μάς είπε- τον ζωντανό
κι απ' την φυλακή, ευλογημένε, να τον βγάλεις, ξαναμπαίνει. Τον νεκρό ποιος τον
θυμάται. Μπορείς να τον πάρεις από το μπουντρούμι και να τον πάς στο σαλόνι.
Λίγο τύχεις;
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ.
ΓΙΑΥΤΟ ΚΛΑΙΩ ΚΙ ΕΓΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου