Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2012

ΡΩΜΑΙΙΚΗ ΨΥΧΗ: «Νικώντας τὰ βάσανα καὶ τὴ σκλαβιά μας, εἰς πεῖσμα κάθε θανάτου θὰ τραγουδᾶμε τραγούδια χαρούμενα».

Ρωμαίικη ψυχὴ

Ἰωάννου Κων. Νεονάκη
MD, MSc, PhD.

.               Πρὶν ἀπὸ δύο χρόνια ὁ Δῆμος Ἡρακλείου στὶς καλοκαιρινές του ἐκδηλώσεις στὸ ἀνοιχτὸ κηποθέατρο «Ὄαση» εἶχε προσκαλέσει τὰ μέλη τοῦ πολιτιστικοῦ συλλόγου “Magna Graecia» («Μεγάλη Ἑλλάδα») ἀπὸ τὰ ἑλληνόφωνα χωριὰ τῆς Ἰταλίας γιὰ νὰ δώσουν μιὰ συναυλία μὲ τραγούδια τοῦ τόπου τους. Στὴν ἀρχὴ τῆς ἐκδήλωσης μᾶς μίλησε ὁ πρόεδρος τοῦ συλλόγου, ἕνας συνταξιοῦχος ἐκπαιδευτικός. Στάθηκε στὴ μέση τῆς σκηνῆς καὶ μὲ σπαστὰ Ἑλληνικὰ καὶ τρεμάμενη ἀπὸ τὴ συγκίνηση φωνὴ ξεκίνησε νὰ μιλάει. «Ἀδέρφια, χαίρομαι ποὺ σᾶς βλέπω καὶ εἶμαι κοντὰ σᾶς» ἦταν τὰ πρῶτα του λόγια ποὺ ἀργὰ καὶ μὲ δυσκολία ἄρθρωσε ἀπὸ τὴν πολλὴ συγκίνηση καὶ τὸ πνίξιμο στὸ λαιμό. Ὅλο του τὸ κορμὶ ἔκλαιγε ἐκείνη τὴν ὥρα. Ἔκλαιγε τὸ κλάμα τῆς μεγάλης χαρᾶς, τοῦ πραγματικοῦ ὀντολογικοῦ συναισθήματος ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ὕπαρξης καὶ πυρπολεῖ. Καὶ ἐμεῖς συγκινηθήκαμε. Καὶ ἐμεῖς ἀνταποδώσαμε τὸ χαιρετισμὸ βουρκωμένοι καὶ ὅλοι μαζὶ ἀγκαλιαστήκαμε νοερά, ἐκεῖ στὴ σιωπὴ τοῦ ἀχνοῦ φωτός, σὲ μίαν ἑνότητα, σὲ μίαν ὕπαρξη, σὲ ἕνα σῶμα. Σ’ αὐτὸ τὸ αἰώνιο, ἀναλλοίωτο σῶμα τῶν Ρωμηῶν, σ’ αὐτὴν τὴν κοινότητα, σ’ αὐτὴν τὴν κοινωνία τῶν συγκαιρινῶν, τῶν τεθνεώτων καὶ τῶν ἐρχομένων. Σὲ αὐτὸ τὸ σῶμα, τὸ ρωμαίικο, τὸ ἐλεύθερο, τὸ συνεχῶς διευρυνόμενο, ποὺ πορεύεται ὄρθιο, ὑπερήφανο καὶ χαρούμενο πρὸς τὸ τέλος, πρὸς τὴν ὁλοκλήρωση τῶν ἐσχάτων.
.               Μείναμε ὅλοι μας γιὰ ὥρα ἀκίνητοι, ἀγκαλιασμένοι, κοιταζόμενοι στὰ μάτια, προσπαθώντας νὰ ἀνασυγκροτηθοῦμε. Ὁ πρόεδρος συνέχισε μιλώντας μας γιὰ τὴν ἱστορία τους, ὅτι βρίσκονται ἐκεῖ ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα, ὅτι πολλὲς λέξεις τῆς διαλέκτου τους εἶναι ἀρχαιοελληνικὲς καὶ δὲν ἀπαντῶνται ἀλλοῦ καὶ τόσα ἄλλα. Καὶ μετὰ τὴν ἱστορία καὶ τὰ φιλολογικά, ἄρχισε νὰ μᾶς λέει καὶ γιὰ τὰ προβλήματά τους. Προβλήματα πολλὰ καὶ δυσεπίλυτα. Τὸ ἕνα διαδεχόταν τὸ ἄλλο. Μᾶς ἔλεγε, μᾶς ἔλεγε, μᾶς ἔλεγε … Τελειωμὸ δὲν εἶχαν. Μᾶς εἶπε γιὰ τὸν ἀριθμό τους ποὺ συνεχῶς μειώνεται, γιὰ τὶς κοινότητές τους ποὺ ἤκμαζαν ἄλλοτε, ἀλλὰ τώρα φθίνουν, γιὰ τὰ νέα παιδιὰ ποὺ δὲν μιλᾶνε πλέον ἑλληνικὰ καὶ συνεχῶς ἀφομοιώνονται, γιὰ τὴ μοναξιὰ καὶ τὴν ἀπομόνωσή τους, γιὰ τὴ φτώχια καὶ τὸ ἀβέβαιο μέλλον. Καὶ ἐνῶ ὅλοι μας παρακολουθούσαμε στεναχωρημένοι τὴν περιγραφὴ τῆς ὄντως δύσκολης αὐτῆς κατάστασης, ἀναλογιζόμενοι καὶ τὰ δικά μας βάσανα, ξαφνικὰ ὁ πρόεδρος σταμάτησε. Σιώπησε πλήρως. Μᾶς κοίταξε στὰ μάτια, καὶ ἀλλάζοντας ἐντελῶς ὕφος, μὲ ἕνα πλατὺ χαμόγελο καὶ τὰ χέρια ἀνοικτὰ καὶ προτεταμένα πρὸς ἐμᾶς σὰν νὰ μᾶς καλοῦσε σὲ πανηγύρι εἶπε μὲ δυνατή, χαρούμενη φωνὴ ἕνα ρῆμα ποὺ δὲν θὰ τὸ ξεχάσω ποτέ. Εἶπε: «τραγουδᾶμε». Δυνατὰ σὰν βέλος ξεχύθηκε ἡ λέξη στὸν ἀέρα τῆς Ὄασης κάνοντάς μας νὰ ἀνατριχιάσομε. «Τραγουδᾶμε». Ναὶ τὰ χάσαμε ὅλα, ἀλλὰ ἐμεῖς τραγουδᾶμε. Ναὶ μᾶς πάτησαν κάτω, ἀλλὰ ἐμεῖς τραγουδᾶμε. Ναί, τὰ ὄνειρά μας διαλύθηκαν, ἀλλὰ ἐμεῖς τραγουδᾶμε.
.               Τὸ σόκ μου ἦταν ἀπερίγραπτο. Εἶχα μπροστά μου ἕναν ἄνθρωπο, ἕναν Ρωμηὸ γονατισμένο ἀπὸ τὰ βάσανα, τσακισμένο ἀπὸ τὴ ζωή, χωρὶς προοπτικὲς γιὰ τὸ μέλλον, ὁ ὁποῖος ξαφνικὰ καὶ ἀναπάντεχα, ἀρνούμενος νὰ ὑποκύψει καὶ νὰ παραδοθεῖ, ἀντιδρᾶ λιτὰ καὶ οὐσιαστικὰ τινάζοντας ἀπὸ πάνω του μὲ μία κίνηση σὰν τὸν Ἀλέξανδρο ὅλο τὸ βάρος τῆς θλίψης καὶ τῆς κατήφειας, ὅλη τὴν τυραννία τῆς φθορᾶς, ὅλη τὴ μαυρίλα τοῦ θανάτου. Καὶ γίνεται ξαφνικὰ «ζωὴ ἐν τάφῳ», ζωὴ καὶ φῶς μέσα στὴ φθαρτότητα καὶ τὸν καθημερινὸ θάνατο αὐτοῦ τοῦ βίου, ἀναστάσιμη λαμπάδα στὸ βαθὺ μεταμεσονύκτιο σκότος. Τί ἀνεπανάληπτο καὶ λυτρωτικὸ μήνυμα! Τί σοφία αἰώνων! Τί μπάλσαμο ψυχῆς! Ἡ Ρωμαίικη ψυχὴ σὲ ὅλη της τὴ λαμπρότητα. Μία ψυχὴ ποὺ εἶναι ζυμωμένη μὲ τὴν Ἀνάσταση. Ποὺ ξέρει βιωματικὰ ὅτι ἡ ζωὴ δὲν σταματάει στὴν Σταύρωση. Ἴσα ἴσα ποὺ ἡ Σταύρωση εἶναι τὸ βῆμα γιὰ τὴν ὑπέρβαση. Μία ψυχὴ ποὺ δὲν θέλει τὴν Σταύρωση, ἀλλὰ ἐὰν προκύψει μπορεῖ νὰ τὴν ὑπερβεῖ. Μία ψυχὴ ζυμωμένη μὲ τὴν ὄντως ζωή, ποὺ κάθε Μεγάλο Σάββατο βλέπει καὶ ἀκουμπάει τὸ Ἅγιο Φῶς, ποὺ ψηλαφᾶ μὲ τὰ δάκτυλα καὶ τὶς αἰσθήσεις της τὴν ἀφθαρσία. Μιὰ ψυχὴ ποὺ κάθε Κυριακὴ γεύεται τὴν αἰωνιότητα, ποὺ σὲ κάθε Λειτουργία βλέπει τὸν ἴδιο τὸ Θεὸ σαρκωμένο νὰ περιπατεῖ δίπλα της. Ἕναν Θεὸ πατέρα ἀγάπης, ποὺ ποτὲ δὲν ἀρνεῖται τὸ παιδί του, ἀλλὰ πάντα θὰ τὸ προσκαλεῖ στὸ γεῦμα τῆς χαρᾶς. Αὐτὴ εἶναι ἡ Ρωμαίικη ψυχή. Γεμάτη ἐλπίδα, γεμάτη φῶς, γεμάτη χαρά. Γιατί ξέρει πὼς ὅ,τι καὶ νὰ γίνει «πύλαι Ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς». Μία ψυχὴ ποὺ ξεχειλίζει καὶ θέλει νὰ τραγουδήσει, ποὺ θέλει νὰ χορέψει. Ἕνα λεβέντικο πεντοζάλη. Κι ἀφοῦ πατήσει γερὰ τὴ γῆς δεξὰ καὶ ζερβὰ στὸ τρίτο ζάλο νὰ φτάσει τὸν Οὐρανό.
.               Μοῦ θύμισε ἕναν ἄλλο μεγάλο Ρωμηό. Τὸν Ἅγιο Ἰωάννη Μανσοὺρ ἀπὸ τὴ Δαμασκὸ (τὸν Ἅγιο Ἰωάννη Δαμασκηνό). Ὁ ὁποῖος, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ τόπος του εἶχε ἤδη σκλαβωθεῖ στοὺς Ἄραβες κατακτητὲς γιὰ πάνω ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια, ὑπερβαίνοντας κάθε σκλαβιὰ καὶ ὑποδούλωση, μὲ πνεῦμα ἀδούλωτο καὶ ἐλεύθερο θὰ γράψει γεμάτος χαρὰ στοὺς περίφημους πανηγυρικούς του ὕμνους τῆς Ἀναστάσεως: «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καὶ γῆ καὶ τὰ καταχθόνια· ἑορταζέτω γοῦν πᾶσα κτίσις τὴν ἔγερσιν Χριστοῦ ἐν ᾗ ἐστερέωται. Φωτίζου, φωτίζου ἡ Νέα Ἱερουσαλήμ. Χόρευε νῦν καὶ ἀγάλλου Σιών.» Αὐτὴ εἶναι ἡ Ρωμαίικη ψυχή. Ἐλεύθερη, ἀδούλωτη, χαρούμενη, γεμάτη φῶς καὶ ἐλπίδα. Ἕνα ἀτέλειωτο πανηγύρι, ἕνα ἀτέλειωτο τραγούδι. Καὶ ἔτσι καὶ ἐμεῖς «τοῖς τοῦ γένους μας ρήμασι πειθόμενοι» θὰ μείνομε ἐδῶ καὶ θὰ παλέψουμε τὰ δύσκολα ποὺ ζοῦμε καὶ τὰ χειρότερα ποὺ ἔρχονται. Καὶ νικώντας τὰ βάσανα καὶ τὴ σκλαβιά μας, σὲ πεῖσμα κάθε θανάτου θὰ τραγουδᾶμε τραγούδια χαρούμενα. Ἐδῶ, σὲ τοῦτον τὸν τόπο, σ’ αὐτὰ τὰ ἅγια χώματα, σ’ αὐτὲς τὶς γλυκὲς ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου.

 

πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια: