Ο Δαυίδ, γιος του Παπα-Χριστόδουλου και της Θεοδώρας, γεννήθηκε στη Γαρδινίτσα, απέναντι ακριβώς από την Εύβοια, γύρω στα 1519.
Από μικρός ακόμη, καθόταν με τις ώρες στην Εκκλησία και ιδίως μπροστά στην εικόνα του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, λες και επικοινωνούσε μαζί του, πράγμα που τράβηξε την προσοχή των δικών του…
Έτσι, ένα πρωινό, όταν το παιδί είχε φτάσει στα τρία του χρόνια, ξύπνησε ο παπάς και η παπαδιά και δε βρήκαν το Δαβίδ στο κρεβάτι του!
Βγήκαν έξω ανήσυχοι, ψάξανε παντού, στη γειτονιά ακόμη και στην εκκλησιά, αλλά τίποτα! Όλη τη μέρα έψαχναν κατάκοποι…
Σαν έφτασε το βράδυ, απελπίστηκαν! Μήπως τράβηξε κατά τη θάλασσα (κοντά στο Ταλάντιο), μήπως έπεσε; Μήπως χτύπησε; Όμως ο Δαβίδ, τον ήξεραν τον Δαβίδ τους. Τριών ετών και είχε τέτοια σύνεση και τέτοια ευσέβεια… Ήταν ξεχωριστό παιδί, ποτέ όμως δεν τους είχε ανησυχήσει.
Ήταν Τρίτη όταν χάθηκε… Πέμπτη είχε πάει τώρα! Βούιξε όλος ο τόπος: «χάθηκε ο Δαβίδ! Το Άγιο παιδί του παπά»!..
Λιώσανε από την αγωνία οι δικοί του! Ένα τρίχρονο παιδάκι μόνο του; Μέσα στη νύχτα, χωρίς φαγητό; Ζούσε άραγε; Ανάπνεε το αγγελούδι τους; Που βρισκόταν; Τι συνέβη; Θεέ μου δώσε τέλος στη δοκιμασία! Που είναι ο Δαβίδ; Τι απέγινε;
Έξω από το όμορφο, γεμάτο ανθρωπιά χωριό, έστεκε μια Εκκλησία του Τιμίου Προδρόμου, του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή. Κάτι από ψηλά, φαίνεται κίνησε την σκέψη της βουρκωμένης παπαδιάς και είπε στον άντρα της:
-Δεν πάμε να λειτουργήσουμε την Εκκλησία αυτή παπά το Σάββατο; Αύριο το πρωί; Τον αγαπά τόσο πολύ τον Άγιο! Θα τον παρακαλέσουμε και εμείς. Να καλέσουμε όλο το χωριό. Κάποιου Αγίου η προσευχή θα φτάσει στο θρόνο του, με την πρεσβεία του Τιμίου Προδρόμου!
-Να πάμε παπαδιά, καλά που το σκέφτηκες, απάντησε εκείνος αναθαρρεύοντας!..
Την άλλη ημέρα πήρε τα άμφιά του, το πρόσφορο που είχε ζυμώσει η παπαδιά, τα ιερά σκεύη για τη Θεία Λειτουργία και με τα υπόλοιπα παιδιά πήγε στο Ναό του Τιμίου Προδρόμου, όπου σε λίγο θα ερχόταν όλο το χωριό…
Φτάνοντας χαράματα, είδαν την πόρτα της Εκκλησίας ορθάνοιχτη
-Μπα, έκανε ο Ιερέας. Την είχα αφήσει ανοιχτή την Εκκλησία;
Μπαίνει παραξενεμένος τότε μέσα και…
-Μα τι είναι αυτό Κύριέ μου; κάνει με συντριβή και πέφτει στα γόνατα κλαίγοντας!
Ξοπίσω ερχόταν και η παπαδιά, αλλά την πρόλαβε ένα παιδί:
-Μάνα κοίταξε! Ο Δαβίδ είναι μπροστά στην Εικόνα του Τιμίου Προδρόμου, με τα χέρια σταυρωμένα-!!!
Με το χαμένο παιδί του στην γλυκιά πατρική αγκαλιά, ρώτησε ο παπάς να μάθει τι είχε συμβεί:
-Πώς βρέθηκες εδώ; Τόσες μέρες που ήσουνα κρυμμένος»;
-Τι θα πει που βρισκόμουν. Δεν με βλέπετε; Είμαι στο σπίτι του Τιμίου Προδρόμου. Μ΄ έφερε ο ίδιος εδώ και κάθισε στη θέση του. Και εγώ κάθομαι και τον καμαρώνω. Δεν μου κάνει καρδιά να φύγω από κοντά του. Κι έπειτα πώς θα έφευγα μόνος μου; Δεν ξέρω το δρόμο.
-Μα πώς σ΄ έφερε; Αυτός είναι στην Εικόνα του.
-Α εσείς δεν ξέρετε. Σηκώνεται και περπατάει, λέει ό,τι θέλει, παρουσιάζεται και στον ύπνο σου και τότε που ξυπνάς.
-Μα τι είναι αυτά που λες παιδί μου;
-Μα αφού σας λέω. Παρουσιάστηκε εκείνη την ημέρα τα ξημερώματα στον ύπνο μου και μου είπε: «Θέλεις να έλθεις στο σπίτι μου;». Κι εγώ του λέω: «πού είναι το σπίτι σου; Εγώ σε ξέρω στην Εκκλησία στην Εικόνα σου». Και τότε μου είπε: «Έχω και σπίτι. Ακολούθησέ με και θα δεις». Σηκώθηκα γρήγορα και τον ακολούθησα.
-Μα δεν φοβήθηκες παιδί μου;
-Μα πώς να φοβηθώ, αφού ήταν ο Τίμιος Πρόδρομος κοντά μου. Με κρατούσε από το χέρι. Μόνο που τότε ήταν ζωντανός. Ίδιος όπως ήταν στην Εικόνα. Αυτός μ΄ έφερε εδώ και όταν φθάσαμε στη θέση του μπροστά, μπήκε στην Εικόνα. Ο τελευταίος λόγος που άκουσα από τα χείλη του ήταν: «Θα έλθει εδώ ο πατέρας σου το Σάββατο να τελέσει τη Θεία Λειτουργία». Γι΄ αυτό δεν γύρισα στο σπίτι. Εσάς περιμένω. Έχει τόσο γλυκιά μορφή και από την αγάπη του, που είναι γεμάτη η καρδιά του.
Τα μάτια του παιδιού άστραφταν και ολόκληρο το πρόσωπό του ήταν φωτισμένο. Και απορούσε, που ανησυχούσαν οι δικοί του. «Μα αφού σας είπα ήταν ο Πρόδρομος κοντά μου. Δεν με βλέπετε κάθε μέρα που πάω και στέκομαι μπροστά του; Εσύ πατέρα δεν το είδες πόσο μ΄ αγαπάει και πόσο τον αγαπάω;
Μιλούσε σαν μεγάλος. Σαν ολοκληρωμένος άνθρωπος. Σαν να είχε θεία φώτιση κι έλεγε λόγια που για την ηλικία του δεν πρέπει να ήταν γνωστά. Οι συλλογισμοί του ήταν σκεπτικό μεγάλου.
Τελέστηκε και η Θεία Λειτουργία με όλο το χωριό, μέσα σε μεγάλη κατάνυξη. Και από την ημέρα εκείνη παρακολουθούσαν όλοι με διαφορετικά μάτια αυτό το παιδί. Τι τάχα επρόκειτο να γίνει; Ποιο δρόμο θ' ακολουθούσε;
Όσιος Δαυίδ (από εδώ)
Από μικρό παιδί ο Όσιος είχε την ευλογία του Θεού και την προστασία του ίδιου του Τιμίου Προδρόμου! Δεν ήταν λοιπόν δυνατό να τραβήξει άλλο δρόμο παρά εκείνο της Μοναδικής Πολιτείας [Σημ. του blog μας: Εννοεί τη ζωή του μοναχού (καλόγερου). Εδώ θα διαφωνήσω με το συντάκτη του άρθρου. Κι ένα παιδί με θαυμαστές εμπειρίες από το Θεό μπορεί ως ενήλικας να Τον αρνηθεί και να ζήσει ως άπιστος ή ανήθικος άνθρωπος. Η ελευθερία του ποτέ δεν καταργείται].
Περνώντας από έξοχους δασκάλους, στα μοναστήρια και τα ασκητήρια της περιοχής, συναντά τον γέροντα που ανέλαβε την πνευματική του τελειοποίηση, το σκαρφάλωμα προς την κορυφή της αρετής. Μαζί του θα περάσει πολλά χρόνια σε διάφορα πνευματικά ασκητήρια (Όσσα στη Μαγνησία, Μεγίστη Λαύρα στο Άγιο Όρος) που γέμιζαν χαρά και Χάρη τον νεαρό Όσιο στην ηλικία, αλλά «γέροντα» -όπως τον αποκαλούσαν όλοι- στη σοφία, τη σύνεση και την ταπείνωση!
Όταν δε ο γέροντάς του Οσίου Δαβίδ, ο Ακάκιος, χειροτονείται Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Άρτης, τον παίρνει κοντά του και του αναθέτει την ηγουμενία σε ένα δύσκολο τόπο, γεμάτο «αγκάθια» κακίας και «πέτρες» εγωισμού αμετακίνητες. Όμως και αυτά με την υπομονή, την προσευχή και την αυτοθυσία του ο Άγιος θα καταφέρει να τα αλλάξει. Τα αγκάθια σε λουλούδια του μοναχισμού και τις πέτρες σε μεταμελημένη γη επαγγελίας…
Η Θεία Χάρη
Όμως όσο και αν κάνει προσπάθεια να κρύψει τη Χάρη του Θεού που τον ξεχειλίζει, μια ημέρα, επιτρέπει ο Θεός να μαρτυρηθεί η αγιοσύνη του Οσίου Του! Εκείνες τις ημέρες έμενε εκεί στο μοναστήρι της Βαρνάκοβας ο Πατριάρχης Ιερεμίας. Ήταν χάραμα όταν ο Εκκλησιαστικός Ρήτορας Εμμανουήλ, που ήταν στη συνοδεία του Πατριάρχη, μπαίνοντας στο Ναό για την ετοιμασία της Θείας Λειτουργίας και καθώς σήκωνε το κεφάλι του από τον ασπασμό της εικόνας του Χριστού, βλέπει τότε τον ηγούμενο Δαβίδ μπροστά στην Πρόθεση, με το πρόσωπό να λάμπει σαν τον ήλιο και τα πόδια του να μην πατάνε καν στο δάπεδο!!!
Στα χέρια των τυράννων
Αργότερα, όταν είχε ιδρύσει ο Άγιος ένα μικρό μοναστήρι στο όρος Στείρι, έγινε και δραπέτευσαν μερικά ελληνόπουλα που τα είχε σκλάβους ο Τούρκος Πασάς στη Λιβαδειά. Τότε συκοφαντήθηκε ως ένοχος ο Όσιος Δαβίδ! [Όχι ότι δεν θα μπορούσε να εμπλέκεται ή να έχει δώσει καταφύγιο σε κάποια απ' αυτά - δείτε την εμπλοκή των αγίων Κοσμά του Αιτωλού & Φιλοθέης της Αθηναίας στο θέμα των σκλάβων (& Χριστιανισμός και δουλεία)].
Αμέσως, Τούρκοι στρατιώτες, όρμησαν και τον έσυραν μπροστά στα πόδια του πασά, ξυλοκοπώντας τον απάνθρωπα και βασανίζοντάς τον τόσο, που τον άφησαν μισοπεθαμένο! Μετά μάλιστα από μερικές ημέρες, καταπληγωμένο καθώς τον είχαν, τον κρέμασαν από τα χέρια, έτσι που αργότερα, όταν θα προσέτρεχαν οι Χριστιανοί με μαζεμένα μπόλικα χρήματα για να τον ελευθερώσουν, δεν θα μπορούσαν να του τα κατεβάσουν!..
Θαυμαστός πλους! (Το "ταχύπλοο ρασάκι")
Ελεύθερος πια από τον τύραννο, αποφάσισε να στραφεί σε άλλη κατεύθυνση και να τραβήξει κατά τα μέρη του Ευβοϊκού.
Όταν λοιπόν έφτασε στην παραλία της Αταλάντης, παρακάλεσε ένα βαρκάρη να τον περάσει απέναντι στην Βόρειο Εύβοια. Ο βαρκάρης όμως βλέποντάς τον με το τριμμένο φτωχικό του ρασάκι, του αρνήθηκε, περιφρονώντας τον απόλυτα! Ο Όσιος του Θεού, χωρίς να γογγύσει καθόλου από τη συμπεριφορά του βαρκάρη, έβγαλε το τριμμένο ρασάκι του, το άπλωσε πάνω στο νερό της θάλασσας, έκαμε το σημείο του Σταυρού, προσευχήθηκε στον Κύριο των πάντων, ανέβηκε πάνω στο ρασάκι του και άρχισε, ω του Θείου θαύματος, να ταξιδεύει!!! ["Ν": Ο Ρεθυμνιώτης άγιος Γέροντας Γεννάδιος (1887-1983) και οι παλαιότεροι άγιοι Ιωάννης Ερημίτης και Λαυρέντιος των Μεγάρων επίσης διέσχισαν τη θάλασσα απλώνοντας πάνω το ράσο τους].
Το «ταχύπλοο ρασάκι», μπροστά στα συγκλονισμένα και μετανοημένα μάτια του βαρκάρη, έβγαλε τον Όσιο Δαβίδ στην παραλία των Ροβιών. Και τα βήματά του τον οδήγησαν μέσα στο ανέπαφο -ακόμα και σήμερα - εκπληκτικό δάσος, πάνω από τις Ροβιές της Εύβοιας! Εκεί ασκήτεψε τότε, σε μια σπηλιά που τη βλέπει και τώρα ο προσκυνητής.
Και εκεί, στα απάτητα ψηλόκορφα, η Αγιοσύνη του δεν άργησε να γίνει γνωστή, πρώτα στους απλοϊκούς βοσκούς των βουνών και ύστερα σε όλα τα γύρω χωριά! Μάλιστα κάποιοι από αυτούς τους βοσκούς θα αποτελούσαν και τον πρώτο πυρήνα του νέου μοναστηριού. Άνθρωποι αγνοί, καθαροί, με απλότητα όπως τους έπλασε ο καλός Θεός!
Κούτσουρο ο θησαυρός…
Για να γινόταν όμως το νέο μοναστήρι, που θα ΄ταν το καταφύγιο των σκλάβων, χρειαζόταν πρώτα πρώτα αρκετά χρήματα για να χτιστεί. Ο Όσιος έδειξε σε όλους το μέρος που θα χτιζόταν, στην κορυφή του βουνού, τους ζήτησε να ετοιμάζουν τεχνίτες και υλικά και εκείνος θα γύριζε τον κόσμο να μαζέψει χρήματα.
Έτσι και έγινε και ο Όσιος έφτασε ως απάνω στη Ρωσία, που ήταν γεμάτη Έλληνες και γενικότερα Ορθοδόξους Χριστιανούς, που του πρόσφεραν πολλά χρήματα και πολύτιμα δώρα για τη Μονή, τόσα, θησαυρός ολάκερος, που ήταν αδύνατο να τον μεταφέρει ο Όσιος από τη Ρωσία πίσω στην Εύβοια! Αλλά να τι τον φώτισε ο Θεός να κάνει.
Κούφωσε ένα μεγάλο κούτσουρο, σφράγισε μέσα σε αυτό τα χρήματα και τα δώρα, έκανε το σημείο του Σταυρού, έριξε το κούτσουρο με το θησαυρό σ΄ ένα ποτάμι της Ρωσίας, προσευχήθηκε και στο τέλος είπε:
«Έως ότου φθάσω στο νησί της Εύβοιας, να φθάσει και το κούτσουρο με το θησαυρό στην παραλία των Ροβιών».
Το ξύλο που έσπαζε τα …τσεκούρια
Πράγματι, όταν μετά από καιρό ο Όσιος Δαβίδ επέστρεψε από τη Ρωσία και έφθασε στις Ροβιές, είδε το κούτσουρο με το θησαυρό να τον περιμένει στην παραλία!
Μάλιστα οι κάτοικοι των Ροβιών, που πρώτη τους φορά έβλεπαν τέτοιο ξύλο, προσπαθούσαν με τα τσεκούρια τους να τ΄ ανοίξουν. Μάτια όμως, γιατί τα τσεκούρια τους στράβωναν ή έσπαγαν και το ξύλο ούτε άνοιγε!!!
Το Αγιονέρι
Σαν έφτασε τελικά με το θησαυρό απάνω στο βουνό ο Όσιος, είδε ότι είχαν αρχίσει ήδη να χτίζουν το μοναστήρι, αλλά όχι εκεί που τους είχε υποδείξει, αλλά παρακάτω, όπου είναι και σήμερα, επειδή στην κορυφή πίστευαν οι μοναχοί και οι τεχνίτες ότι δεν θα έβρισκαν νερό.
Τότε ο Άγιος σκαρφάλωσε εκεί πάνω στο δασωμένο βράχο, έκανε ολόθερμη προσευχή στο Θεό να ανοίξει μια πηγή κι ύστερα χτύπησε με το ραβδί του την πέτρα! Την άλλη μέρα όταν την μετακίνησε, πετάχτηκε τόσο νερό που τον έβρεξε!!! Ο Θεός είχε κάνει και πάλι το θαύμα του με την προσευχή τού Αγίου!
Μάλιστα ακόμη και σήμερα στο μοναστήρι, μπορεί να πιει κανείς από το άφθονο αυτό και ευλογημένο, ιαματικό νερό, από το Αγιονέρι όπως το λένε, το οποίο τρέχει σε βρύση μέσα στη Μονή Οσίου Δαβίδ του γέροντος!
Μοναστήρι Οσίου Δαβίδ (από εδώ)
Μετά από μεγάλη περιοδεία ως επάνω στη Ρωσία και κυρίως από τις προσφορές των γύρω από το μοναστήρι αγνών και λιγοστών κατοίκων του βουνού, άρχισε τελικά - πριν 500 σχεδόν χρόνια - να χτίζεται το μοναστήρι, εκεί που το βλέπει κανείς και σήμερα!
Ένα μοναστήρι που έμελλε να γίνει το καταφύγιο των σκλάβων και η ευωδιαστή ανάσα της Εύβοιας, με αγιασμένους ηγουμένους, που πάσχισαν να μοιάσουν στον κτήτορα της Μονής, τον Όσιο Δαβίδ, που πάντα καθώς φαίνεται φροντίζει γι΄ αυτήν!
Ο γέροντας Ιάκωβος
Πέρασαν κάπου 500 χρόνια από τότε, όταν στα 1952, ένας άλλος, ασκητής εν τη καρδία αυτού, από το χωριό Φαράκλα της Εύβοιας, θέλοντας να πάει στους Αγίους Τόπους, σκέφτηκε να περάσει πρώτα από το Μοναστήρι του Οσίου Δαβίδ, να πάρει την ευλογία. Κάνοντας μια κοπιαστικότατη οδοιπορία μέσα από βουνά και λαγκάδια, πλησίαζε στην Ιερά Μονή όταν βλέπει ξαφνικά το μέρος αλλαγμένο, διαφορετικό από ότι το ήξερε, αντικρίζοντας μια Μονή μεγαλόπρεπη, ωραιότατη σε μια άλλη εποχή βαλμένη! Ο τόπος είχε μεταβληθεί σε ένα πανευφρόσυνο μέρος, με μια μικρή θαυμάσια πολιτεία ασκητών! Έξω μάλιστα από τη Μονή τον περίμενε ένας σεβάσμιος γέροντας ασπρογέ-νειος. Ήταν ο Όσιος Δαβίδ! Ο νεαρός ασκητής τον χαιρέτησε τότε και τον ρώτησε:
-Γέροντα, τι ωραίο μέρος είναι αυτό εδώ; Τι ωραία σπιτάκια είναι αυτά; Πού βρέθηκαν εδώ, δεν τα έχω ξαναδεί!
-Είναι παιδί μου η πολιτεία των Ασκητών. Ο κάθε ένας έχει το σπιτάκι του, του απάντησε ο Άγιος.
Και εκείνος αιχμαλωτισμένος από το παραδεισένιο θέαμα του λέει:
-Γέροντα είναι δυνατό να μου δώσετε κι εμένα ένα τέτοιο σπιτάκι; Πολύ το επιθυμώ.
-Παιδί μου, αν έμενες εδώ, θα σου δίναμε ένα, αλλά εσύ ήρθες να προσκυνήσεις και να φύγεις.
-Γέροντα, θα μείνω!
Και τότε, μόλις έδωσε την υπόσχεσή του, του φάνηκε ότι άνοιξε ο τοίχος του Μοναστηριού, μπήκε μέσα ο Γέροντας και ξανάκλεισε ο τοίχος. Και μαζί με τον Όσιο, χάθηκαν όλα. Και αντί για την πανευφρόσυνη πολιτεία των ασκητών, φάνηκε ο τόπος όπως πράγματι ήταν τότε. Ένας άγριος λόγγος, ένα ρουμάνι ακαλλιέργητο. Το δε Μοναστήρι, ήταν σαν εξωκλήσι με δυο τρία κελιά, σχεδόν ερειπωμένο και εγκαταλειμμένο…
Και το έργο άρχιζε…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου