του Θοδωρή Γκώνη
Κατοικούσε κάπου στο Χολαργό, εκεί δηλαδή, ήταν το κατάλυμά του. Με το που εμφανιζόταν στην πόρτα για να κατέβει στην αγορά, τον περίμενε απ’ έξω ένας άγνωστός του Αθηναίος, τον έβαζε εμπρός, και άρχιζε να τον λοιδορεί έως ότου να φτάσει στον προορισμό του. Ο Περικλής δεν αντιδρούσε – μιλάμε για τον αρχαίο, μεγάλο πολιτικό, όπως θα έχετε αντιληφθεί. Ολοκλήρωνε την εργασία του, τις ασχολίες του, διεκπεραίωνε τις υποθέσεις, τις υποχρεώσεις του έως αργά το απόγευμα και έπαιρνε το δρόμο της επιστροφής.
Ο υβριστής του εκεί. Καραδοκούσε. Τον έπαιρνε στο κατόπι, και άντε πάλι. Ο Περικλής ατάραχος. «Ωσεί κωφός ουκ ήκουον και ωσεί άλαλος ουκ ανοίγων το στόμα αυτού». Εν τω μεταξύ είχε νυχτώσει. Οπότε κι ο Περικλής, φτάνοντας στο σπίτι του, φωνάζει έναν απ’ τους υπηρέτες του: Σε παρακαλώ, παιδί μου, πάρε αυτό το λυχναράκι και συνόδευσε τον άνθρωπο μέχρι πιο κάτω, μην γκρεμοτσακιστεί στα σκοτάδια…
Σκέφτομαι και ρωτάω: Τι μας διδάσκει ο πρόγονος;
Λοιπόν, τι κι αν λένε εναντίον σου, τι κι αν βγάζουν ακόμα και ανακοινώσεις, τι κι αν κολλάει το στόμα τους, με τ’ όνομά σου νύχτα μέρα. Τίποτα. Για σένα, τίποτα. Εσύ συνέχισε την εργασία σου. Συγκεντρώσου, εστίασε, σκάψε, ράβε – ξήλωνε. Όσο πολλαπλασιάζονται τα εμπόδια τόσο πλαταίνει η επικράτεια αυτών των Θείων δώρων που υφαίνουν τον ουσιαστικό καμβά της ζωής. Κι αν όλοι αυτοί, χρειαστούν τη βοήθειά σου, τρέξε. Όχι υποκριτικά, με το σταυρό στο χέρι, πραγματικά. Τρέξε. Και φύγε γρήγορα. Μακριά απ’ τα τραπέζια τους, τα ταμεία τους. Εσύ κι αν χρωστάς, που χρωστάς, χρωστάς αλλού. Κι εδώ που τα λέμε, αφού δε σ’ ενδιαφέρει η γνώμη τους, τους συμπαθείς, δεν τους εκτιμάς. Τι σε νοιάζουν οι κρίσεις τους; Άνευ σημασίας. Έχουν και ένα δίκιο. Έχουν χρόνο, άδειο χρόνο… πώς να τον γεμίσουν;
Μην κοιτάς εσύ που δέχεσαι μόνο μπάζα. Αυτοί δέχονται και σκουπίδια, μη σου πω μόνο σκουπίδια.
Τι ωραία πράγματα που χτίζεις με τα μπάζα! Τι όμορφα έχεις στερεώσει την ταμπελίτσα σου: «δεχόμεθα μόνο μπάζα και όχι σκουπίδια».Τι φως, τι σκιά, τι πατίνα με το πέρασμα του χρόνου. Πως γυρίζεις τα μέσα έξω. Είναι ωραία να χτίζεις μ’ αυτά, που έχτισαν και οι άλλοι. Είναι παρηγοριά. Είναι ακόμα πιο ωραία να συνεχίζεις από κει και πάνω. Γι’ αυτό σου λέω: ας τους να λένε. Πουλάκια είν’ κι ας κελαηδούν. Μα αξίζει τον κόπο να τυπώνεις στο χαρτί κατηγόριες και παράπονα; Αυτά τα λόγια περιμένει από σένα το λευκό χαρτί; Ο ουρανός σου;
Θα το μαγαρίσεις με βρωμιές, τρύπες, καθυστερήσεις, ματαιώσεις και ερημιές; Κοίταξε τη σκόνη στα παπούτσια σου, κοίταξε από πού έρχεσαι, δες τις θάλασσες που πέρασες.
Τέλειωνε. Έχουμε δουλειές. Δυο τρία λόγια οικοδομής, μετά θα κυριαρχεί η σιωπή, θα μιλάει το παράδειγμα.
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου