του Γέροντα Γαβριήλ Διονυσιάτη
......Σεπτέμβριος του 1941. Εκ των στρατοπέδων της Γερμανικής Κατοχής, και ιδίως του Παύλου Μελά Θεσσαλονίκης, αι αποδράσεις επληθύνοντο καθ’ ημέραν και νύκτα τη βοηθεία του Ελληνικού υπηρετικού προσωπικού.
......Σεπτέμβριος του 1941. Εκ των στρατοπέδων της Γερμανικής Κατοχής, και ιδίως του Παύλου Μελά Θεσσαλονίκης, αι αποδράσεις επληθύνοντο καθ’ ημέραν και νύκτα τη βοηθεία του Ελληνικού υπηρετικού προσωπικού.
Οι πλείστοι των δραπετών ήσαν
Νεοζηλανδοί στρατιώται και Κύπριοι εκ των αιχμαλωτισθέντων κατά την μάχην της
Κρήτης, και μερικοί, ιδία αξιωματικοί, Άγγλοι.
Τους τοιούτους, μη γνωρίζοντας
διόλου την χώραν, καθωδήγουν ειδικοί πράκτορες της μετέπειτα Εθνικής Αντιστάσεως,
και ως προσφορώτερον τόπον αποκρύψεως επί τινα καιρόν υπεδείκνυον τας
Χερσονήσους της Χαλκιδικής, και ειδικώτερον το Άγιον Όρος, ίνα εκείθεν
ευκολώτερον έπειτα διεκπεραιούνται εις την Μέσην Ανατολήν διά Τσεσμέ και
Αϊβαλί.
Ο πληθυσμός της Χαλκιδικής εξ
ολοκλήρου σχεδόν αγροτικός και ειθισμένος εις τον τομέα αυτόν της Εθνικής
δράσεως από τον καιρόν του «Μακεδονικού Αγώνος», οπότε το πλείστον των ανταρτών
εισήρχετο δια των παραλίων της Χερσονήσου και προωθείτο με τα απαραίτητα υλικά
προς το εσωτερικόν υπό μορφήν αγωγέων και εμπορευμάτων, χωρίς να λαμβάνη υπ’
όψιν του τας διαταγάς της «Φέλτ Κομαντατούρ» και της «Γκεστάπο», διηυκόλυνε την
από τόπου εις τόπον μετάβασιν των δραπετών κατά θαυμάσιον τρόπον.
Η μεταμφίεσις ήτο εύκολος, αλλά το
χρώμα και το ανάστημα πολύ προδοτικά. Εις το πρώτον οι Νεοζηλανδοί μικρόν τι
διέφερον από τους Έλληνας χωρικούς, ηλιοκαείς και αυτοί και επί τετράμηνον ήδη
ταλαιπωρημένοι εις τα στρατόπεδα αιχμαλώτων. Οι Άγγλοι όμως ήσαν
ευκολογνώριστοι, και παρίστατο ανάγκη να τους βάφουν οι χωρικοί τα μαλλιά με
καράμπογια (θειϊκόν σίδηρον) και να τους φορούν τα φαρδύπλατα παντελόνια της
Μακεδονίας, κοινώς μπενοβράκια, δια να χάνεται κατά τι το ύψος των.
Οι πατέρες της Μονής Δ… ήσαν οι
πλείστοι στο τρύγημα των αμπελιών εις Μονοξ… και μαζί των και ο Ηγούμενος.
Μεταξύ δε των εργατών ήσαν κατ’ αρχάς 4-5 Νεοζηλανδοί, και εν τω μεταξύ ήρχοντο
και άλλοι ημέρα παρ’ ημέρα από τον δρόμο της Ιερισσού.
Επειδή όμως περνούσαν εν τω μεταξύ
από θαλάσσης και Γερμανοί, οι οποίοι πληροφορούμενοι από ιδικούς μας, ότι
γίνεται τρύγος σταφυλιών, ανέβαιναν και εκείνοι στο Μετόχι και στα αμπέλια,
αναγκαζόμεθα να προωθούμε μερικούς αναλόγως των νέων αφίξεων.
Ένα εσπέρας μετά το φαγητόν,
καθήμενοι στον ξενώνα (αρχονταρίκι) με το τζάκι της φωτιάς αναμμένο, διότι είχε
βρέξει την ημέρα, βλέπαμε δύο τοιούτους Ζηλανδούς να εισέρχωνται εις την
τράπεζαν του φαγητού κατάκοποι και νηστικοί, αλλά και πολύ στενοχωρημένοι.
Με τα ολίγα αγγλικά ενός εργάτου
εμάθομεν παρ΄αυτών, ότι εις απόστασιν ώρας και πλέον άφησαν ένα αξιωματικόν
Άγγλον, τραυματίαν εις το πόδι, και ότι από το τραύμα και την κόπωσιν και την
πείνα αδυνατεί να βαδίση.
Εσκέφθημεν ότι έπρεπε οπωσδήποτε να
τον φέρωμε στο Μετόχι, διότι εν τω μεταξύ ήρχισε πάλι να βρέχη. Ετοιμάσαμε προς
τούτο το καλύτερον ζώον, αλλ’ οι ελθόντες μας επληροφόρησαν, ότι το μεγαλύτερο
τραύμα είναι εις τον ένα γλουτό διαμπερές εις τα μαλακά, και το άλλο εις τον
έτερον γλουτό, επιπόλαιο, αλλά και αυτό ανοιχτό, ανεπούλωτο, και ότι δεν
δύναται να καβαλικεύσει επ’ ουδενί λόγω, μας συνεβούλευαν δε και υπεδείκνυον
δια σχημάτων το πλείστον, ότι δια φορείου 4 άνδρες θα ειμπορούσαν να τον φέρουν
και πολύ δύσκολα. Ευρέθη αντί φορείου μία καζάκα, από αυτάς που μεταφέρουν στα
χωριά πέτρες και λάσπες δύο άνθρωποι, αλλά μόλις την είδαν οι Ζηλανδοί, ήρχισαν
να γελούν χωρίς να θέλουν, και δια της παντομίμας μας έδωσαν να εννοήσωμεν, ότι
ο άνθρωπος ήτο 2 μέτρα υψηλός το ανάστημα.
Ηναγκάσθημεν να προσθέσωμεν
μακρύτερα ξύλα δια την άρσιν του αρχεγόνου φορείου, και έτερα τέσσαρα σανίδια
ένθεν και ένθεν, και νε τον Ηγούμενον επί κεφαλής έτεροι 2 Μοναχοί εκ των
νεωτέρων και 4 εργάται ξεκινήσαμε προς το μέρος της στάσεως του τραυματίου,
βοηθούμενοι από δύο ηλεκτρικούς φανούς της τσέπης.
Μετά μίαν ώραν τον ευρίκαμεν σχεδόν
ναρκωμένον από την πείναν και το κρύο. Τον σηκώσαμεν, του δώσαμε κατ’ αρχήν
ολίγο ούζο, και αφού συνήλθε λίγα σταφύλια και τυρί, τα οποία έφαγε μετά
βουλιμίας.
Εκ των Μοναχών, ο ένας Κρητικός,
πολύ αστείος, μόλις τον είδε ξαπλωμένον, άρχισε να σιγοψάλλη κάτι ακατάληπτον,
εις το κρητικόν γλωσσικόν ιδίωμα, και εις επίπληξιν του Ηγουμένουνα σιωπήση,
διηγείτο εις τους άλλους, εωσότου φάγη τα σταφύλια και το τυρί ο Άγγλος, το
ανέκδοτον, ότι στην Πατρίδα του, όταν πεθάνη κανείς ηλικιωμένος, παίρνουν
μοιρολογίστρες και τον κλαίγουν συνθέτοντας και αυτοσχέδια δίστιχα σχέσιν
έχοντα με την παλληκαριά του, τα πλούτη, τας αρετάς του, και η αμοιβή των
τοιούτων γυναικών είναι ως επί το πολύ εις είδος, και ιδίως εις κουκιά, των
οποίων γίνεται μεγάλη κατανάλωσις εις φαγητά. Συνέπεσε λοιπόν ν’ αποθάνη
κάποιος υπερύψηλος το ανάστημα, η δε συμφωνία ήτο ένας κούτελος (10) οκάδες. Και
η μοιρολογίστρα μόλις τον είδε, άρχισε να κλαυθμηρίζη εις επήκοον των
«βαρυπενθούντων» συγγενών:
Μακρύς μακρύς με φαίνεσαι
και τα κουκιά είναι λίγα,
εννοούσα
αύξησιν της αμοιβής της αναλόγως του μήκους του λειψάνου.
Όλοι εγέλασαν με την καρδιά τους,
και η επωδός κατέστη ο ψυχαγωγικός ψαλμός της ζωντανής κηδείας.
Πέντε ώρας διήρκεσεν η μακάβριος
μεταφορά, διότι εκτός της δυσβάτου ατραπού μάλλον ή δρόμου, κατά την ανώμαλον
κάθοδον και άνοδον, ότε μεν εύρισκαν επί των θάμνων και πετρών οι κρεμάμενοι
γυμνοί πόδες του, ότε δε η ξανθή κεφαλή του, αλλ’ αυτός πρηνηδόν λόγω των
τραυμάτων του επί της καζάκας εις ουδέν ελογίζετο αυτά, και εξ εναντίας
συνεμερίζετο και αυτός τα αστεία των μεταφορέων, και όταν χτυπούσε ή
γρατσουνίζετο από τα κλαδιά, επιφωνούσε: «γκούτ, γκούτ, βέριγκούτ».
Έμεινε κατάκοιτος εις το Μετόχι, και
όταν τελείωσε ο τρύγος, μυστικά τον μεταφέραμε εις την Μονήν, 5ωρον θαλασσίως
απέχουσαν και εκεί εν γνώσει μόνον 4-5, τον ενοσηλεύσαμεν επί δύο μήνας εις τα
καταχθόνια της λαβυρινθώδους οικοδομής. Δυστυχώς αι πληγαί είχον πολυκαιρίσει,
απολυμαντικά δεν υπήρχαν τότε δραστικά, ως επεβάλλετο, και η βαζελίνη η οποία
εμαλάκωνε τους πόνους, διηύρυνε αντί να κλείση τας πληγάς. Και μίαν ημέραν καλέσας
τον Ηγούμενον δια του Νοσοκόμου, αφού δακρύων ηυχαρίστησε δια την πατρικήν
αγάπην και φιλοξενίαν, εξέφρασε την επιθυμίαν του να τον προωθήσωμεν κατά τα
Καυσοκαλύβια και την Λαύραν, δια να δυνηθή να περάση εκείθεν εις την Τουρκίαν,
διότι αι πληγαί του ελλείψει Ιατρού και φαρμάκων επεδεινώθησαν. Εύρομεν
δικαιολογημένην την αδημονίαν του και απεφασίσαμεν την μεταφοράν του δια της
λέμβου μας εις Καυσοκαλύβια, το ακραίον σημείον της Χερσονήσου με τον ασφαλή
δια πλοιάρια όρμον του «Αγίου Χριστοφόρου».
Ήταν μέσα Νοεμβρίου και η χιών
περίπου ημίσεως μέτρου ύψους. Αναμέναμεν να ησυχάσουν οι Πατέρες, και ολίγον
μετά μεσημβρίαν κρατούντές τον εκ των βραχιόνων επορευόμεθα βραδέως προς την
θάλασσαν. Εκεί όμως εις την κατωφέρειαν του «Προσκυνηταρίου» λόγω και της ολισθηρότητος
της χιόνος ξέφυγε και ολισθήσας έπεσεν επί των γλουτών, και εκ της αναξίσεως
της πληγής ελιποθύμησεν.
Περιβρέξαντες αυτού δια χιόνος το
μέτωπον και ποτίσαντες δια ολίγου ούζου, τον συνεφέραμεν και εντός ολίγου τον
επιβιβάζαμεν επί της λέμβου μας δια τα Καυσοκαλύβια ή Λαύραν. Αλλ’ ω του κακού
συναπαντήματος! Δεν είχον κωπηλατήσει πεντήκοντα μέτρα οι ναύται Μοναχοί μας,
και ιδού εφάνη ερχόμενος προς την αυτήν κατεύθυνσιν άλλη κωπήλατος λέμβος και
εντός αυτής στρατιώται, προφανώς Γερμανοί, των οποίων, ως εκάθηντο, εξείχον αι
κάνναι των όπλων των.
Αλλ’ ω και των σοφών Σου κριμάτων,
Χριστέ. Αντί να προχωρήσουν προς τον Άγιον Παύλον, όπου προωρίζοντο, εκ λάθους
προδηλότατα και Θείας Οικονομίας, αντί να λογίσουν ως δευτέραν επί της παραλίας
την Μονήν μας, αυτοί συμπεριλαβόντες και την Σιμωνόπετραν υπέθεσαν αυτήν ως Αγ.
Παύλον, ένθα είχε καταδοθή κρυπτόμενος όμιλος αιχμαλώτων, Άγγλων και Ζηλανδών.
Η απόβασίς των εις την ημετέραν
αποβάθραν μας έσωσεν εκ βεβαιοτάτου κινδύνου, καθότι ως ταχυτέρα η λέμβος των
θα έφθανε ασφαλώς την ημετέραν, ο δε επιβάτης μας γενόμενος έτι ξανθίτερος εκ
της διμήνου εγκαθείρξεως, εγνωρίζετο μακρόθεν ως Άγγλος, και αι κυρώσεις κατά
των αποκρυπτόντων αιχμαλώτους, και δη αξιωματικούς, ως αυτός (Υπολοχαγός), ήσαν
αυστηρόταται. Εδοξάσαμεν τον Θεόν δια την ανέλπιστον σωτηρίαν και ημών, αλλά
προ παντός της Μονής μας, διότι είχον εντολάς, όπου ανακαλύψουν κρυπτομένους
αιχμαλώτους να πυρπολούν το Ίδρυμα, ως έκαμον και με την εν Παγγαίω Ιεράν,
πολυπαθή και πολύπλαγκτον Μονήν της Εικοσιφοίνισσας.
Προέκυψεν όμως αμέσως άλλο πρόβλημα,
πως θα δικαιολογούσαμεν τα αίματα του δρόμου, και διά εκείνην την μεγάλην
κηλίδα κατά το ολίσθημα του δρόμου. Και εδώ ετέρα Θεία έμπνευσις εφώτισε τον
νουν του Ηγουμένου, και όταν έφθασαν εις έντονον ερώτησιν του επί κεφαλής
Γερμανού, απήντησεν ανενδοιάστως, ότι τα υποζύγια της Μονής, λόγω της ξηράς
τροφής που τρώγουν τον χειμώνα, παθαίνουν αιματουρίαν και το τοιούτον εις την
λευκήν χιόνα φαίνεται ως αίμα. «Μάλιστα, τους είπε, πιο πάνω, όπου ομαδικώς
ουρούν, θα ιδήτε καθαρότερον το τοιούτον». Και ούτως εκολάσθη και η μεγάλη
αιματοκηλίς, ως ουρητήριον των ζώων.
Πόσα οικονομεί η Θεία Πρόνοια!
Ανεξιχνίασται αι βουλαί της!
Μόλις ανήλθομεν εις το Ηγουμενείον,
ίνα διασκεδάση ο Ηγούμενος την βλοσυρότητά των, διέταξε και έφερον ούζο, το
οποίον αυτοί υπεραγάπων και τυρί. Μετά δύο ποτηράκια νομίσας, ότι έσπασεν ο
πάγος ηρώτησε δια του Έλληνος διερμηνέως των: «Ποιος ο σκοπός της επισκέψεώς
των, αν επετρέπετο».και αυτοί απήντησαν σκωπτικώς, ότι «φέρουνχαιρετίσματα
στους φίλους μας Άγγλους, τους οποίους φιλοξενούμεν εν τη Μονή». Εις το άκουσμα
κατεξανέστη ο Ηγούμενος και δια του ιδίου διερμηνέως εδήλωσε σαφώς, ότι η Μονή
είναι εις την διάθεσίν των, και αν ευρεθή ίχνος Άγγλου, να τον περιχύσουν δια
πετρελαίου και να τον καύσουν εις το μέσον της αυλής τον ίδιον τον Ηγούμενον.
Εις την διακοίνωσιν ταύτην ο επί
κεφαλής είπε καγχάζων: «Ότι αυτές τις Κεφαλλωνίτικες πονηρίες τις μάθαν πλέον
οι Γερμανοί και δεν περνούν…»
Ο Ηγούμενος εννόησεν, ότι εξελήφθη η
Μονή του, ως του Αγίου Παύλου, όπου το πλείστον των Πατέρων είναι Κεφαλλήνες,
και ζητήσας συγγνώμην, εξήλθε προς στιγμήν και έστειλεν επειγόντως είδησιν
προφορικήν εκείσε, ότι απόσπασμα Γερμανικόν έρχεται προς έρευναν δι’ ανακάλυψιν
Άγγλων.
Μετά μίαν ώραν, ότε πλέον είχε
φθάσει η είδησις εις τον προς ον όρον, έφερε και πάλιν το ζήτημα εις την
συνομιλίαν. Και εις βεβαίωσιν και αύθις του Γερμανού ότι οι Κεφαλλήνες ανέκαθεν
συμπαθούν τους Άγγλους, και είναι βέβαιος ότι κρύπτονται τοιούτοι εν τη Μονή,
του είπεν ότι εις την Μονήν αυτήν ούτε ένας Κεφαλλήν ή Επτανήσιος δεν υπάρχει.
Εκείνος τινάχθηκε επάνω και ρώτησε: «Μα δεν είναι εδώ ο Άγιος Παύλος;…». Και
εις βεβαίωσιν του Ηγουμένου ότι είναι παρέκει, το άλλο Μοναστήρι, διέταξε
αμέσως και αυτοστιγμεί την αναχώρησιν προς τα εκεί. Ήτο όμως αργά. Η Θεία
Πρόνοια είχεν επιτελέσει το έργον της.
Ταύτα έως εδώ. Τα παρακάτω
περιγράφονται από τον ίδιον τραυματίαν Άγγλον, τότε Υπολοχαγόν και ήδη
Διοικητήν Ταξιαρχίας εν Κέννυα, δρώσης κατά των ιθαγενών Μάου Μάου, ίσως αύριον
κατά των Πατριωτών Κυπρίων, ίνα αποδωθή η ευγνωμοσύνη των κοινών αγώνων κατά
τους δύο μεγάλους πολέμους, οπότε οι νυν φίλοι των Τούρκοι, κατά τον πρώτον,
τους ρίξανε στη θάλασσα των Δαρδανελλίων, εις δε τον νεώτερον εθεώντο απαθώς
την αγωνίαν των. Τους έφαγαν βαγόνια ολόκληρα λίρες, και εν τέλει ερωτοτρόπουν
προς τους Γερμανούς και εξώντωναν μυστικώς τους αποβιβαζομένους εις την χώραν
των Άγγλουςκαι Αγγλοφίλους.
Ο ήρωας του διηγήματος σε φωτογραφίες διαφορετικών περιόδων (πάνω) και τον Απρίλιο του 2010 (κάτω). Ζει ακόμη, στη Νέα Ζηλανδία, σε ηλικία 94 ετών |
Και όμως!... Δεν αποκλείεται και
αυτός ο γράφων και ο αδελφός του εν συνεργασία μετά των φίλων των Τούρκων να
κτυπήσουν τους ειλικρινείς και πάντοτε συνεπείς φίλους και συμμάχους
Έλληνας!... Ο εν λόγω Θωμάς Τόμψων εξακολουθεί να μας γράφει, το δε βιβλίον του
επιγράφεται Τόμας Τόμψων. London
1946.
Μία από τις τριάντα διηγήσεις που
περιλαμβάνονται στο βιβλίο ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑΙ του Γαβριήλ Διονυσιάτου
(Θεσσαλονίκη 1958), το οποίο απέσπασε το Α΄ Βραβείο του Υπουργείου Προεδρίας
Κυβερνήσεως
Πρώτη δημοσίευση στο διαδίκτυο
από τις ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΕΣ ΜΝΗΜΕΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου