Με τί δόλια και αμαρτωλά μέσα επραγματοποίησα τον άθλο μου αυτό, το διηγήθηκα, όπως είπα, αλλού. Εκείνο που μου θυμίζουν ζωηρότερα τώρα οι ευλαβητικές γιορτές της Σκιάθου, είναι η ανησυχία του τη στιγμή που τον αποτράβηξα ως την προσήλια γωνίτσα του μικρού καφενείου, για να ποζάρει μπροστά στον φακό μου. Να "ποζάρει" είναι ένας λεκτικός τρόπος. Είχε πάρει μόνος του τη φυσική του στάση απάνω σε μια πρόστυχη καρέκλα, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, με το κεφάλι σκυφτό, με τα μάτια χαμηλωμένα, στάση βυζαντινού αγίου, σαν ξεσηκωμένη από κάποιο καπνισμένο παλιό τέμπλο ερημοκλησιού του νησιού του. Αυτή δεν ήταν στάση για μια πεζή φωτογραφία. Ήταν μια καλλιτεχνική σύνθεση, και θα μπορούσε να είναι ένα έργο του Πανσελήνου ή του Θεοτοκοπούλου. Αμφιβάλλω αν φωτογραφικός φακός έλαβε ποτέ μια τέτοια ευτυχία.
Αλλά ό Αλέξανδρος ήταν βιαστικός να τελειώνουμε. Γιατί; Μου το ψιθύρισε, ανήσυχα στο αυτί, και ήταν η πρώτη φορά που τον είχα ακούσει - ούτε φαντάζομαι πως θα τον άκουσε ποτέ κανένας άλλος - να μιλεί γαλλικά:
"Nous excitons la curiosite du public".
Ακούσατε; Ερεθίζαμε την περιέργεια του... Κοινού! Ποιου Κοινού; Δεν ήταν εκεί κοντά μας παρά ένα κοιμισμένο γκαρσόνι του καφενείου, ένας γεροντάκος πού λιαζότανε στην άλλη γωνία του μαγαζιού, καί δυο λουστράκια που παίζανε παράμερα. Αυτό ήταν το Κοινό, πού ανησυχούσε τον Παπαδιαμάντη η "περιέργεια" του. Κι' αυτή ήταν η διαπόμπευση του, που βιαζότανε να της δώσει ένα τέλος,
Η φιλία ενίκησε το ζορμπαλίκι... μου είπε -αντιγράφω τα ίδια του τα λόγια - στο τέλος του μαρτυρίου του.
Μήπως δεν ήταν, στ' αλήθεια, μια πραγματική θυσία που είχε κάνει στη φιλία μου; Μια θυσία της αγιότητάς του στην ειδωλολατρική ματαιότητα των εγκόσμιων.
Και συλλογίζομαι τώρα τις εκατοντάδες των Γάλλων προσκυνητών της εταιρείας Μπυντέ, και των δικών μας του "Οδοιπορικού Συνδέσμου" , που πέρασαν το κατώφλι του ταπεινού του ερημητηρίου, όπου πλανάται τώρα η σκιά του στα γνώριμα καί αγαπητά της κατατόπια της ζωής του και της εργασίας του. Συλλογίζομαι την παράταξη των ναυτικών αγημάτων, που παρουσίασαν όπλα μπροστά στο μνημείο του. Συλλογίζομαι τις στολές, τα ξίφη, τις χρυσές επωμίδες που έλαμπαν κάτω από τον ήλιο του νησιού του, για τη δόξα του. Συλλογίζομαι τους λόγους των επισήμων, τους εθνικούς ύμνους, τα στεφάνια της δάφνης, τις πανηγυρικές κωδωνοκρουσίες, που έπλεξαν με ήχους και χρωματα το εγκώμιο του. Συλλογίζομαι όλα αυτό το δοξαστικό πανηγύρι, και η σκέψη μου πετάει στο «Κοινόν» του ερημικού καφενείου της Δεξαμενής "ένα γκαρσόνι, ένας γεροντάκος, δυο λουστράκια" που ανησυχούσε, τη μακρυνή εκείνη μέρα ο μακαρίτης μήπως "ερεθίση την περιέργεια των". Τι ανησυχία θα είχε νοιώσει τώρα, στα βάθη του ταπεινού τάφου όπου "αναπαύεται εν Χριστώ" ο χριστιανός ποιητής των ταπεινών, από το δοξαστικό αυτό θόρυβο; Καί πόσο θα βιαζότανε πάλι να τελειώσει; Αν σάλεψαν, από μυστικές αύρες, αυτή τη στιγμή, τα κυπαρίσσια του τάφου του, ένας στεναγμός θα βγήκε από το θρόισμα τους. Ένας ήχος, που θα ξαναψιθύριζε τα παλιά του εκείνα ανήσυχα και τόσο συμπαθητικά λόγια, σε μία γλώσσα που την εννοούσαν τώρα, γιατί ήταν δική τους , οι ευλαβητικοί προσκυνητές του της γαλλικής γης:
" Nous excitons la curiosite du public". ]
Παύλος Νιρβάνας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου