Μέρος Στ'
Θαυμαστά περιστατικά από τον βίον της Γεροντίσσης Αναστασίας Α'
Μαρτυρίες
Μαρτυρία Αρχιμανδρίτου π. Ιουστίνου Μαμάλου
Προλέγει το μέλλον των δύο εξαδέλφων
Κατά το έτος 1958, δύο αγοράκια 12-13 ετών, ο Αναστάσιος Μάμαλος
και ο εξάδελφός του Γρηγόριος επεσκέφθησαν την Κυράν και εζήτησαν την
Γερόντισσα Αναστασία. Η αδελφή Αγγελική έσπευσε να ενημερώση την
Γερόντισσα η οποία κατ' εκείνη την ώρα εργαζόταν στους αγρούς.Η Γερόντισσα χωρίς καλά-καλά να ιδή τα παιδιά, άρχισε να φωνάζη: «Καλώς τον Ανάσταση και τον Γρηγόρη. Δυό παιδάκια, δυό αρνάκια, και τα δυο τα χρυσά μου θα φορέσουν τα ρασάκια. Το ένα θα τα κρατήση και το άλλο θα τα πετάξη». Αυτό και έγινε με την πάροδο του χρόνου....
Ύστερα από χρόνια ο Ανάστασης και κατόπιν Ιουστίνος μοναχός, εχειροτονήθη διάκονος και εσκέφθη να προσκυνήση την Κυράν και να ιδή και την Γερόντισσα. Τηλέφωνο στην Κυράν δεν υπήρχε. Όμως από το τηλέφωνο του ουρανού, η Γερόντισσα επληροφορήθηκε την επίσκεψι του διακόνου και έσπευσε να τον συναντήση στην διασταύρωσι του δρόμου έξωθεν της Μονής, βαστάζουσα αναμμένο θυμιατήρι... Όταν δε εχειροτονήθη ιερεύς, επισκεπτόμενος και πάλιν την Μονή, ευρήκε την Γερόντισσα να τον αναμένη στην διασταύρωσι βαστάζουσα το Ιερόν Ευαγγέλιο....
Κάθε επίσκεψις στην Κυράν διά τον ιερομόναχον Ιουστίνον ήταν και μία έκπληξις. Σήμερα που διακονεί ως Ηγούμενος στην Ιερά Μονή της Αγίας Φωτεινής της Σαμαρείτιδος παρά το φρέαρ του Ιακώβ εις Νεάπολι της Σαμάρειας ενθυμείται με ιδιαίτερη συγκίνησι τα ανωτέρω συμβάντα και δέεται υπέρ αναπαύσεως της ψυχής της Γεροντίσσης Αναστασίας...
* * *
Μαρτυρία Αρχιμανδρίτου Πολυκάρπου Ζερβού
Προλαμβάνει το φονικό
Στο χωριό Αργυράδες ζούσε ένας ευλαβής νεανίας ο οποίος εργαζόταν στο
οικογενειακό αρτοποιείο αυτού. Όταν δε ήλθε σε νόμιμη ηλικία
αρραβωνιάστηκε μια κόρη η οποία δυστυχώς ήταν ζωηρή και ατίθαση και
εγένετο σκάνδαλο για την μικρή κοινωνία του χωριού. Παρ' όλες τις
συστάσεις του νέου, η κοπέλλα παρέμενε αδιόρθωτη γι' αυτό και ο νέος της
ανεκοίνωσε την αμετάκλητη απόφασί του όπως διαλυθή ο αρραβώνας. Η νεαρά
έσπευσε να το ανακοινώση στους οικείους της, ο δε πατήρ και ο αδελφός
της εσχεδίασαν μυστικώς να δολοφονήσουν τον νέο.Κατ' εκείνη την νύκτα η Γερόντισσα το επληροφορήθηκε στην προσευχή της και αμέσως μόλις εξημέρωσε, αφού γονυκλινής ασπάσθηκε την θαυματουργόν εικόνα, ανήσυχος εξήλθε του ναού.
«Πού πηγαίνεις, Γερόντισσα, πρωί - πρωί;» την ερώτησε η αδελφή Νεκταρία κύπτουσα για να πάρη την ευχή της. «Πάω να προλάβω ένα φονικό, παιδί μου» απήντησε η Γερόντισσα εξερχόμενη της μοναστηριακής μάνδρας.
Μετά από λίγο η Γερόντισσα έφθασε στο αρτοποιείο και ανεκοίνωσε στον έκπληκτο νέο τα περί διαλύσεως του αραβώνος του. «Η Παναγία μού είπε, παιδί μου, να μην διαλύσης τον αρραβώνα διότι ο πατήρ και ο αδελφός της κοπέλλας σχεδιάζουν να σε φονεύσουν με ενέδρα. Να την υπανδρευθής και να την συμβουλεύσης μετ' αγάπης και υπομονής. Αν δεν αλλάξη διαγωγή και δεν πορευθή κατά πώς θέλει ο Θεός, τότε Εκείνος πριν περάση ένα έτος θα την πάρη με φυσικό θάνατο».
Ο άγνωστος στην Γερόντισσα νέος ήταν ευσεβής και καλόγνωμος και επείσθηκε στα λόγια της. Υπεσχέθηκε ότι θα κάμη υπακοή στην εντολή της Παναγίας. Δεν διέλυσε τον αρραβώνα, ενυμφεύθη την κοπέλλα και καθημερινώς την ενουθέτει.
Εις μάτην όμως. Εκείνη πεισματικά δεν υπήκουε στις παραινέσεις του συζύγου της.
Μετά την παρέλευσι ενός έτους ασθένησε ξαφνικά και εκοιμήθη κατά τους λόγους της Γεροντίσσης.
Το επόμενο έτος ο νέος ενυμφεύθηκε άλλη νέα και έγινε ένας αξιοζήλευτος πολύτεκνος οικογενειάρχης...
* * *
Μαρτυρίαι
Ηγουμένης Αναστασίας Καστρινού († 2004)
Άνευ πληροφορίας τινός φιλοξενεί τους τεσσαράκοντα οπισθοχωρήσαντας
Ήσαν οι δυσχείμεροι χρόνοι της Κατοχής. Η Γερόντισσα ηγέρθη περί τας
02.00 π.μ. διά να προσευχηθή, ησθάνετο όμως αγωνία. Κατέβη τότε εις τον
ξενώνα και είπε εις την αδελφήν της: «Αρετούσα, παιδί μου, ετοίμασε την
φωτιάν και βάλε επάνω την μεγάλην πινιάταν (= ταβάς, πλατύ και ρηχό
μαγειρικό σκεύος). Σπεύσε εις το κελλάρι και φέρε να βράσωμε μία πυκνάδα
(= τενεκέ) φασούλια. Έρχονται στην Μονή άνθρωποι ταλαιπωρημένοι». Κατ'
εκείνας τας ημέρας είχε νικηθεί ο Ελληνικός στρατός στο Τεπελένι και
αναγκαστικώς επήραν τον δρόμο της επιστροφής τεσσαράκοντα παλληκάρια, τα
οποία ήσαν Κερκυραίοι από το βόρειο συγκρότημα της νήσου. Πεζή από το
Τεπελένι έφθασαν εις την Ηγουμενίτσαν και επεβιβάσθησαν εις τα καΐκια
για την Λευκίμμην.Μόλις απεβιβάσθησαν, προχωρούσαν πεζή μέσα στο πυκνό σκότος της νυκτός. Μετά το χωριό Ποτάμι έχασαν τον δρόμο και τυχαίως εβγήκαν πλησίον της Μονής. Ήτο χάραμα και η Γερόντισσα έσπευδε κατ' εκείνη την ώρα να αγοράση ψωμιά από τον φούρνο του χωρίου. Εις το πορτόνι εκαλωσόρισε τους στρατιώτας και τους επέρασε στον ξενώνα για να τους ετοιμάση η αδελφή της καφέ. Ωστόσο εκείνη συνέχισε για τον φούρνο. Λόγω όμως της πείνας της κατοχής, το ψωμί εξηντλήθηκε ενωρίς.
Στον δρόμο της επιστροφής η Γερόντισσα προσευχόταν ενθέρμως και έξαφνα άκουσε μία γυναικεία φωνή: «Καλογρηά μου, έλα να σου δώκω μίαν λεφτήν (= στρογγυλό καρβέλι) ψωμί». Λίγο πιο κάτω τα ίδια άκουσε από άλλο σπίτι και πάλιν και πάλιν.
Όταν επέστρεψε στο μοναστήρι κατάκοπος κρατούσε περισσότερες των είκοσι λεφτάς... Η φασολάδα εμοσχομύριζε και το κρασί από το σπίτι της αδελφής της ήλθε να στολίση το τραπέζι.
Δι' αυτού του τρόπου έφαγαν και εχόρτασαν και εδόξασαν τον Θεό τεσσαράκοντα ταλαιπωρημένες ψυχές. Ακολούθως τεσσαράκοντα καθαρές κλίνες του ξενώνος τους προσέφεραν ανάπαυσι και έτσι περί το απόγευμα ανεχώρησαν για το βόρειο συγκρότημα της νήσου απ’ όπου κατάγονταν....
Αποκαλύπτει παλαιόν έγκλημα και αποτρέπει από νέον φόνον
Ένα βράδυ η Γερόντισσα αισθανόταν αγωνία. Περί τας 03.00 π.μ. εισήλθε στον ναόν με το κομβοσχοινάκι της στα χέρια και μετ' ολίγον εξήλθεν. «Διαβάσατε μόνες σας την ακολουθίαν· πάω γρήγορα να σώσω δύο ψυχές», είπε στις μοναχές. Επήρε αξημέρωτα το πρώτο πρωινό λεωφορείο για την πόλι. Μόλις απεβιβάσθη στην πόλι, εκάθησε σε ένα μπαούλο για να ξαποστάση. Το μπαούλο ανήκε σε κάποιον νέο, ο οποίος παρατηρούσε την Γερόντισσα λίαν τεταραγμένος. Τότε η Γερόντισσα του απεκάλυψε ότι είχε διαπράξει παλαιότερα ένα έγκλημα.
«Όντως», παρεδέχθηκε ο νεαρός. «Όταν ήμουν νήπιο, έμεινα ορφανός μητρός. Όταν δε έγινα δέκα τριών ετών και ο αδελφός μου ένδεκα ο πατέρας μου παντρεύτηκε μία δύστροπο γυναίκα η οποία κυριολεκτικώς μας εβασάνιζε. Μη υποφέροντας την αδικία κατέφυγα στην Αθήνα όπου δυστυχώς έμπλεξα με κακές συναναστροφές. Σε κάποια δε στιγμή παροξυσμού διέπραξα ένα στυγερό έγκλημα για το οποίο τιμωρήθηκα με δεκαπενταετή κάθειρξι.
Μα εσύ πώς το κατάλαβες;» «Μου το 'πεν η Παναγία», απήντησε ταπεινά η Γερόντισσα. «Ξέρεις τι πάω να κάμω τώρα; Σπεύδω στο χωριό να ξεκάμω τον πατέρα μου. Δεν φθάνει που ξαναπανδρεύθηκε και εξ αιτίας του γάμου του εταλαιπωρήθηκα, τώρα με αδικεί και στο μοίρασμα της περιουσίας». «Όχι, παιδί μου, εσύ είσαι καλός άνθρωπος παρ' όλα τα λάθη σου», είπεν η Γερόντισσα.
Του ωμίλησε με αγάπη, τον ενουθέτησε και γαλήνευσε την τετραυματισμένη του ψυχή. «Αποκλείεται να είσαι καλογρηά. Είσαι η Παναγία η ίδια», της είπε ο νεαρός. «Όχι παιδί μου, μια απλή καλογρηά, η πιο τελευταία του κόσμου είμαι. Η Παναγία όμως με έστειλε να σε προλάβω από το κακό το οποίο επρόκειτο να κάμης».
Ο νεαρός έπεσε πρηνής και καταφιλούσε τα πόδια της. Εκείνη τότε τον συνώδευσε μέχρι την Μονή της Πλατυτέρας για να εξομολογηθή. Μόλις ετελείωσε από τον πνευματικό την ερώτησε: «Μπορώ τώρα να καλογερέψω;». «Βεβαίως, μέχρι και Άγιος να γίνης», ανταπήντησε με καλωσύνη η Γερόντισσα....
Σώζει τον φονέα από την αιώνιον κόλασιν
Κάποιος άνθρωπος στα μέρη της Ηπείρου διέπραξε έγκλημα. Διέφυγε της ποινικής διώξεως και δεν ετιμωρήθηκε. Όμως υπέφερε από τις τύψεις συνειδήσεως πλέον των είκοσι ετών. Του ανέφεραν για την Μονή της Κυράς όπου και έφθασε Κυριακή απόγευμα. Στον αύλειο χώρο της Μονής ευρίσκονταν εξήκοντα άτομα προσκυνηταί και δύο ιερείς. «Πού είναι η Κυρά;» ερώτησε. «Στον ναόν» του απήντησαν. Εισήλθε και εξήλθε αμέσως. «Δεν ψάχνω για εικόνα» τους είπε, «ψάχνω την κυρά καλόγρηα».
Η Γερόντισσα επαρουσιάσθηκε και μαζί εισήλθαν στον ναό όπου ενώπιον της εικόνος του Χριστού της ωμολόγησε το ανοσιούργημα το οποίον είχε διαπράξει προ είκοσι ετών. Εκείνη τον ενουθέτησε καταλλήλως και αξημέρωτα έφυγαν με το λεωφορείο για την Μονή της Πλατυτέρας για να εξομολογηθή. «Με έσωσες, είσαι ο σωτήρας μου» της είπε καθώς «συγκεχωρημένος και λελυμένος» εξήλθε του εξομολογητηρίου....
Η προσευχή της λύει την ατεκνία
Η Α.Π. από την Ηγουμενίτσα είχε οκτώ χρόνια γάμου και παρέμενε άτεκνος. Προσεκάλεσε την Γερόντισσα στο σπίτι της για να προσευχηθή. Πράγματι η Γερόντισσα την επισκέφθηκε και της εζήτησε να την πάη στο δωμάτιο όπου ευρίσκετο το προσκυνητάρι με τις εικόνες της. Τότε της έδωσε εντολή να την αφήση μόνη για να προσευχηθή και η ίδια να ανεβή στον επάνω όροφο όπου και τα υπνοδωμάτια και να περιμένη να την καλέση.
Η γυναίκα υπήκουσε και ανέβηκε. Επειδή το πάτωμα του επάνω ορόφου ήταν ξύλινο, η Α. αφήρεσε ένα ξύλινο ρόζο και από εκεί έκθαμβος παρατηρούσε την Γερόντισσα. Την είδε λοιπόν να σηκώνη την φούστα της και να ακουμβά τα γόνατα της γυμνά επάνω στο τσιμέντο του πατώματος και να τα τρίβη έως ότου εμάτωσαν. Ταυτοχρόνως προσευχόταν με το πρόσωπο εστραμμένο στην γη, χέουσα άφθονα δάκρυα.
Ξαφνικά η Γερόντισσα εσηκώθηκε δοξάζουσα τον Θεό και ευθύς αμέσως εκάλεσε την Α. Τότε της είπε με βεβαιότητα: «Ο Χριστός μου είπε ότι θα χαρή το σπίτι σου με την γέννησι των παιδιών σου». Όντως μετά δύο μήνες η Α., εμεινεν έγκυος και έτεκε θήλυ και μετ' ολίγον και άρρεν.
Αποτρέπει τον ολέθριο γάμο
Η θυγάτηρ της ως άνω αναφερθείσης Α.Π. όταν ήλθε εις νόμιμη ηλικία, αρραβωνιάστηκε ένα φαύλο νέο. Η Α.Π. προσέτρεξε στο μοναστήρι για να συζήτηση το πρόβλημα της. Η Γερόντισσα αφού άκουσε προσεκτικώς τα συμβάντα εισήλθεν στον ναό για να προσευχηθή. Όταν εξήλθε, της είπεν: «Τρέξε, παιδί μου, στην Ηγουμενίτσα για να διάλυσης απόψε τον αρραβώνα».
-«Γερόντισσα, δεν έχει καΐκι από Λευκίμμη για την Ηγουμενίτσα», ειπεν η Α.
-«Πήγαινε από την πόλι».
-«Δεν έχει λεωφορείο για την πόλι».
-«Εξερχόμενη θα δης ένα προσκυνητή ο οποίος θα σε πάη στην Χώρα με το αυτοκίνητό του, να πάρης από εκεί το καράβι».
Όντως η Α. έφθασε ασθμαίνουσα στην Χώρα και από εκεί στην Ηγουμενίτσα και έπραξε κατά την εντολή της Γεροντίσσης. Το ίδιο βράδυ απεδείχθη ότι ο «νέος ήταν ύπανδρος και εποφθαλμιούσε την μικράν περιουσία της κοπέλλας. Με νέο θάρρος και με την ευχή της Γεροντίσσης, η κοπέλλα τελικώς αποκατεστάθη εις γάμο με καλό και ευσεβή νέο.
Ματώνουν τα γόνατα της στην προσευχή
Η Έ.Τ. έστειλε την θυγατέρα της στο εξωτερικό προς αναζήτησι μιας καλύτερης τύχης. Στενοχωρημένη, επεσκέφθηκε το μοναστήρι και παρεκάλεσε την Γερόντισσα να προσευχηθή. Μαζί εισήλθαν στον ναό. Η Γερόντισσα εστάθη ενώπιον της εικόνος της Παναγίας. Έβγαλε από την τσέπη της φούστας της μία φούχτα χαλίκια και τα άπλωσε στο πάτωμα.
Ακολούθως εσήκωσε την φούστα της, ακούμβησε τα γόνατα της γυμνά επάνω στα χαλίκια και άρχισε την προ¬σευχή της. Μετ' ολίγον το αίμα άρχισε να ρέη στο πάτωμα και η Γερόντισσα χαρούμενη και με ολοφώτεινο πρόσωπο σηκώθηκε και είπε στην Έ. «Μην θλί-βεσαι, παιδί μου. Η θυγατέρα σου συντόμως θα επιστρέψη στην Ελλάδα και μετ' ολίγον θα καλοπανδρευθή». Έτσι και έγινε....
Ενθαρρύνει την ανοικοδόμησι οικίας και ελέγχει τον άτακτο έφηβο
Ο Δ.Σ. άνθρωπος του μόχθου, πτωχός οικογενειάρχης και πολύτεκνος δεν είχε χρήματα για να πληρώση την άδεια κτισίματος του σπιτιού του. Απελπισμένος επλησίασε την Γερόντισσα και της εζήτησε να προσευχηθή. Εκείνη τον καθησύχασε και κατόπιν προσευχής στην Παναγία, του μετέφερε το θέλημά Της για το άνευ εμποδίων κτίσιμο του σπιτιού του.
Ο Δ. χαρούμενος εκίνησε να φύγη. Τότε η Γερόντισσα ερώτησε τον έφηβο υιό του που τον συνώδευε λέγουσα: «Είσαι καλό παιδί;». Εκείνος απήντησε ωμά: «Ναι, είμαι». «Για να δούμε τι θα πη και η Πανάγια», είπε η Γερόντισσα στρέφουσα το βλέμμα της στην Αγία Εικόνα. Εν συνεχεία είπε: «Η Παναγία είπε ότι δεν είσαι καλό παιδί και να κοιτάξης την ψυχή σου αν θέλης να προκόψης στην ζωή σου».
Όντως ο έφηβος ήταν ανεξομολόγητος και ζούσε απρόσεκτα. Μετά την πάροδο λίγων ετών, ενθυμούμενος το περιστατικό, ήλθε εις εαυτόν και έσπευσε να εξομολογηθή. Σήμερα είναι ένας σοβαρός επαγγελματίας και αξιοζήλευτος οικογενειάρχης.
***
Μαρτυρίαι Γέροντος Ευφρόσυνου Κουτλουμουσιανού
Για την Γερόντισσα Αναστασία μας ωμίλησε και διά της από 26ης Οκτωβρίου 2010 επιστολής του ο σεβαστός Μοναχός Ευφρόσυνος, Γέρων του ιστορικού Κουτλουμουσιανού κελλίου του Τιμίου Προδρόμου, παρά τας Καρυάς του αγιωνύμου Όρους Άθω. Ο Γέρων Ευφρόσυνος εκάρη μοναχός στην Ιερά Μονή Υπεραγίας Θεοτόκου Πλατυτέρας Κερκύρας. Τρεις φορές επισκέφθηκε την Κυράν και μας κατέθεσε τα εξής:
«...Όταν φθάσαμε στο μοναστήρι, δεν γνώριζα την Γερόντισσα και παρ' όλες τις περιγραφές που μου είχαν κάνει, δεν φαντάστηκα ότι η γυναίκα που μας είχε υποδεχθεί ήταν η Γερόντισσα. Ήταν ξυπόλητη και ρακένδυτη, σαν ζητιάνα έμοιαζε. Στην ερώτησή μου, «πού είναι η Γερόντισσα;», μού είπε ότι «εγώ είμαι», της έβαλα μετάνοια και της φίλησα το χέρι. Μου είπε: «Σας περίμενα από χθες!». Πράγματι το πρόγραμμα ήταν να πάμε την προηγούμενη ήμερα αλλά βρήκαμε κάποιο εμπόδιο....
Φαινόταν ταπεινή και μέσα στη φτώχεια της είχε κάτι το ωραίο, το κατά Θεόν ελκυστικό, δεν σε απωθούσε η μορφή της. Πήγαμε στην Εκκλησία και μετά με πήγε στο κελλί της που ήταν απ’ ό,τι ενθυμούμαι σε ένα κελλάρι με βαρέλια λαδιού χωρίς θέρμανση.
Το κρεβατάκι της ήταν απλό χωρίς στρώμα και είχε δίπλα στο πέτρινο μαξιλάρι της δύο-τρία βιβλία, την «Κλίμακα» και άλλα δύο. «Εδώ κοιμάμαι» μού είπε «σόμπα δεν ανάβω, προσεύχομαι όσο μπορώ, διαβάζω και μετά κοιμάμαι. Φάρμακα δεν παίρνω, όταν αρρωστήσω φυλάγομαι στο κελλί μου μέχρι να περάση το κρύωμα».
Όλα αυτά η μακαρία Γερόντισσα, μού τα έδειξε γιατί ήμουν αρχάριος μοναχός και χρειαζόμουν πνευματική τόνωση. «Μιλάτε πολύ με τον άλλο μοναχό» μού είπε.
Όντως με τον άλλο μοναχό μιλούσαμε πολύ γιατί είμασταν όλη μέρα μόνοι μας στο ησυχαστήριο της Περίθειας που ανήκει στην Ιερά Μονή Πλατυτέρας, τη μετάνοια μου. «Να κάνετε προσπάθεια να μην μιλάτε και να λέτε την ευχή. Έτσι θα βοηθηθής πνευματικά. Την μία ημέρα να μιλά ο ένας με τους προσκυνητές και ο άλλος να σιωπά, την άλλη ο άλλος μέχρι να συνηθίσετε στην σιωπή και να αγαπήσετε την προσευχή. Κρέας στο ησυχαστήριο να μην τρώτε. Όσπρια να τρώτε που δίνουν δύναμη για τα διακονήματα και υγεία στον οργανισμό».
Την επόμενη φορά που επισκεφθήκαμε το μοναστήρι η Γερόντισσα απουσίαζε, όμως η αδελφή Νεκταρία έκανε ανάγνωση από τις Κατηχήσεις του Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου στον κατάμεστο από γυναίκες ναό της Μονής. Η ατμόσφαιρα ήταν κατανυκτική και αφού προσκυνήσαμε, φύγαμε ωφελημένοι.
Άλλοτε κάποιοι γνωστοί μου μού έστειλαν στο ησυχαστήριο έναν φίλο μου από τα παλιά να με επηρεάση να εγκαταλείψω την καλογερική χάριν σπουδών. Εκείνος έπιασε έναν αδελφό και τον επηρέασε. Και οι δυο μαζί μου μίλησαν και με κούρασαν ψυχικά. Ο Γέροντάς μου απουσίαζε για να εξομολογηθώ και τότε δήλωσα ότι επιθυμώ να δω την Γερόντισσα για να με συμβουλεύση.
Με οδηγό τον φίλο μου την άλλη μέρα την επισκέφθηκα και πριν προλάβω να της πω τι με απασχολούσε, μού είπε: «Πρόσεχε παιδί μου, αυτός που σε έφερε εδώ είναι κηφήνας. Μακριά απ’ αυτόν. Κάθησε στο μοναστήρι σου μέχρι να έρθει ο Γέροντάς σου. Αν κανείς αγωνισθεί φιλότιμα και καθαρίσει τον εαυτό του από τα πάθη του, τότε μπορεί να ωφελήσει και τους άλλους». Ο λόγος της είχε ροή και ήταν μεστός πνευματικών παραινέσεων. Το Πνεύμα του Θεού που χαρίτωνε τα λεγόμενά της με στήριξε, με παρηγόρησε και έτσι παρέμεινα στο μοναστήρι μου. Ας έχουμε την ευχή της...».
Μέρος Α'
Μέρος Δ'
Μέρος Ε'
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου