«Μοναχική, ξαρμάτωτη κι απάνω εδώ
αραγμένη μακριάθε,
ανέγγιχτη, άχαρη και σαν πνιγμένη μέσα
σ' ένα φακιόλι κόκκινο, σ' ένα μαντό γεράνιο
χωρίς κοντάρι και σκουτάρι,
ουδέ γοργόνειο σκιάχτρο
μ' ένα παιδί στην αγκαλιά,
το χέρι στην καρδιά της,
μια σιταράτη, μια γλυκειά,
μια ταπεινή σα χήρα
σαν κουρασμένη, σα φτωχιά,
σαν έρμη, σαν κλαϋμένη,
μηδέ κοντή, μηδέ ψηλή,
μα σα να βρίσκεται όλο
σε ψήλωμα που ξετυλιέται,
αγάλια, αγάλια, θάμα.
Μόνο άπλωνε τα χέρια της
κι όσοι μπροστά της πέφταν
και κάτω από το χέρι της
γονατιστοί λυγίζαν,
μόνο η ματιά της κοίταζε
κάτω απ' τη ματιά της
μάρμαρα ανθρώπων
και θεοί ραγίζανε και λιώναν...»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου