Σε αντίθεση με την άποψη που έχει κυριαρχήσει στον δημόσιο λόγο ελλείψει αντιλόγου, δημοσιονομικά η Εκκλησία «δεν έχει ψωμί». Η περιουσία της είναι είτε δεσμευμένη, είτε απαλλοτριωμένη εδώ και δεκαετίες, είτε άχρηστη, είτε de facto δημόσια περιουσία (π.χ. κάτι πλατείες ή νοσοκομεία) είτε, όση δεν υπάγεται στα προηγούμενα, προστατεύεται από το θεμελιώδες δικαίωμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ανεπτυγμένου κόσμου, το δικαίωμα στην ιδιοκτησία.
Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε εκτενώς για το πόσο είναι «άνθρακες ο θησαυρός» του αιτήματος να «τα πάρουμε από την Εκκλησία», αλλά αυτό θα μπορούσε να αποτελεί θέμα επόμενου, εκτενέστερου σημειώματος.
«Οι παπάδες» είναι πολίτες του ελληνικού κράτους, το 92% των οποίων έχει οικογένειες, οι οποίες στην ιλιγγιώδη πλειονότητά τους τυγχάνουν πολύτεκνες. Ο μισθός τους -που έχει υποστεί ήδη περικοπές και δίδεται ως ανταλλαγή για ασύλληπτες απαλλοτριώσεις γαιών- είναι γλίσχρος και τα «τυχερά» -που αφορούσαν κάποιους από τους κληρικούς, και κυρίως όχι τον εφημεριακό κλήρο- δεν υπάρχουν πια, σε μια χώρα που ως προς το ρευστό «δεν υπάρχει σάλιο». Η πρόταση «να τα πάρουμε από τους (απλούς) παπάδες» είναι τόσο αντικοινωνική όσο το υποθετικό αίτημα, να μειωθεί ΣΤΟ (όχι «κατά») 1/3 ο μισθός των εκπαιδευτικών κλπ. Απλώς κάποιοι τυφλωμένοι από την ιδεοληψία τους θεωρούν ότι οι παπάδες δεν είναι άνθρωποι ή ότι δεν ζουν στην Ελλάδα, αλλά ότι είναι κάτι άλλο και ζουν αλλού. Ή ότι ένας άνθρωπος που υπηρετεί ένα «τόσο καταπιεστικό Σύστημα όπως ο χριστιανισμός» δεν έχει δικαίωμα στην επιβίωση. Σε κάθε περίπτωση δικό τους πρόβλημα, των ιδεοληπτικών.
Το δε ενδεχόμενο να καταβάλει μακροπρόθεσμα η κεντρική διοίκηση της ποιμαίνουσας Εκκλησίας ένα κομμάτι του μισθού των κληρικών, π.χ. το μισό, είναι μια ενδιαφέρουσα συζήτηση η οποία δεν έχει θέση στην παρούσα φάση, όπου τα ταμεία της διοικούσης Εκκλησίας είναι άδεια σα βάρκες – αν θυμάστε, προς στιγμήν είχε κλείσει και ο ραδιοφωνικός σταθμός από την αφραγκία.
Ειδική κατηγορία αποτελούν οι Μητροπολίτες της Εκκλησίας της Ελλάδος. Δεν έχουν οικογένεια: είναι άγαμοι μοναχοί και ως εκ της κουράς τους έχουν δώσει όρκο ακτημοσύνης (όχι δηλαδή λόγω αρχιερωσύνης, αλλά λόγω μοναχισμού). Κατ’ ουσίαν δεν έχουν προσωπικά έξοδα, αφού όλα καλύπτονται από την Επισκοπή, κάτι που είναι μάλλον φυσιολογικό λόγω της φύσης της καθημερινότητάς τους.*
Το να «τα πάρουμε από τους απλούς παπάδες» θα ήταν μια μικρή γενοκτονία εντός της ελλαδικής επικράτειας- ήδη άλλωστε «τα παίρνουμε», όπως από κάθε μισθωτό. Το «να τα πάρουμε από τους μητροπολίτες» έχει σχεδόν μηδενικό δημοσιονομικό όφελος: μισθοδοτούνται με αρκετά λιγότερα από 2.000 Ευρώ το μήνα και είναι καμιά ογδονταριά. Ούτε πέντε-δέκα ευρώ από τις συντάξεις των άλλων δεν διασώζεις… Μολαταύτα, η συλλογική αποποίηση του κρατικού μισθού από το σώμα των μητροπολιτών θα έδινε ένα ισχυρό μήνυμα με συμβολισμό και θα ξεδόντιαζε την «εύκολη» κριτική, ότι η ποιμαίνουσα Εκκλησία δεν υφίσταται μεταβολές λόγω κρίσης (βέβαια, η βοσκηματώδης παραπληροφόρηση έχει πλέον τέτοια έκταση, που όλο και κάποια διαστρέβλωση θα γινόταν: εδώ γνωρίζουμε ανθρώπους που πιστεύουν βαθιά και υπερασπίζονται δημοσίως ότι… η Εκκλησία, σήμερα, δεν φορολογείται! Όταν το «ράδιο αρβύλα» θεωρείται επαρκής πηγή πληροφόρησης…).
Αυστηρά εντός της Εκκλησίας (διότι δεν πρόκειται για ζήτημα που αφορά την Πολιτεία) θα μπορούσε να ανοίξει μια συζήτηση, για το πώς γίνεται ο πολύτεκνος ιερέας να λαμβάνει τον ίδιο -ή και μικρότερο- μισθό από τον (ανακληθέντα σε ενορία ως εφημέριο) ιερομόναχο που διάλεξε τον δρόμο της ακτημοσύνης, της φυγής από τα εγκόσμια και του εγκλεισμού σε μοναστήρι. Αλλά αυτό είναι εκκλησιαστικό θέμα.
Και δυο λόγια για την κινητικότητα που προέκυψε από την ΔΗΜΑΡ και αλλαχού:
Η μονομερής νίκη στις «μάχες για πολέμους αξιών» σπανιότατα έχει σοβαρά δημοσιονομικά οφέλη. Όπως κάποιος απλός πολίτης μπορεί να εκφράσει ως κορωνίδα της πολιτικής του αντιπρότασης το «ας μειωθεί πολύ ο μισθός των βουλευτών» (μηδενικό δημοσιονομικό όφελος, πλήν όμως ζήτημα αξιών), έτσι κάποιες πολιτικές δυνάμεις φωνάζουν π.χ. για την Εκκλησία -γνωρίζοντας ότι δημοσιονομικά δεν «υπάρχει ψωμί»- με την ελπίδα να κερδίσουν από τον «πόλεμο αξιών» όσα δεν μπορούν να κερδίσουν από την πραγματική πολιτική. Επί παραδείγματι η ΔΗΜΑΡ, αντί να εξηγήσει στους ψηφοφόρους της και στα στελέχη της το πώς συναινεί με περαιτέρω περικοπές και μειώσεις, επιλέγει ως «ισοδύναμο πολιτικό μέτρο» την σκιαμαχία με μια οικονομική ευρωστία της Εκκλησίας η οποία απλώς δεν υφίσταται, ηρεμώντας και ικανοποιώντας τον κόσμο της. Στην περίπτωσή της δεν πρόκειται για ιδεοληψία, αλλά για στρατηγική. Και στρατηγικά πρόκειται για σωστή προσέγγιση, αφού ο τρελαμένος με τα θέματα αξιών ψηφοφόρος είναι ικανός να φουσκώσει από υπερηφάνεια π.χ. για την σταυροφορία του κόμματός του εναντίον της Εκκλησίας, ακόμα κι αν την ίδια στιγμή το κόμμα του τού παίρνει τον μισθό από την τσέπη.
Αστυάναξ Καυσοκαλυβίτης
1 σχόλιο:
(Τρελογιάννης _Άς μην λησμονούμε όμως κάτι που δεν λέει το κείμενο: ότι σ’ αυτό τον αρχιερατικό μισθό βασίζονται αρκετοί άνθρωποι!)
Χα Χα Χα!
Δημοσίευση σχολίου