Εάν θέλωμεν η προσευχή ημών να οδηγήση εις εκείνα τα αποτελέσματα, περί των οποίων ομιλούν οι Πατέρες και διδάσκαλοι ημών, είναι απαραίτητον όπως ακολουθήσωμεν την διδαχήν αυτών. Πρώτος όρος αυτής είναι η πίστις εις τον Χριστόν ως Θεόν-Σωτήρα· δεύτερος είναι η επίγνωσις ημών ως αμαρτωλών εν απωλεία. Η συνείδησις αύτη δύναται να φθάση εις τοιούτον βάθος, ώστε ο άνθρωπος να αισθάνηται εαυτόν χείριστον πάντων· τούτο δε παρουσιάζεται οφθαλμοφανές εις αυτόν ουχί ένεκα των εξωτερικών αυτού πράξεων, αλλά δι’ ενοράσεως της αποστάσεως αυτού από του Θεού, και εαυτού ως φορέως δυνάμει παντός κακού.
Όσον πλείον ταπεινούμεθα εν τη οδυνηρά μετανοία, τοσούτον ταχύτερον η
προσευχή ημών φθάνει εις τον Θεόν. Εάν όμως απολέσωμεν την ταπείνωσιν,
τότε ουδεμία άσκησις δύναται να βοηθήση ημάς. Η ενέργεια εν ημίν της
υπερηφανίας, της κατακρίσεως των αδελφών, η υπεροψία και αντιπάθεια προς
τον πλησίον, απομακρύνουν ημάς από του Κυρίου.
Προσερχόμεθα εις τον Θεόν ως οι έσχατοι αμαρτωλοί. Μεμφόμεθα εαυτούς εις
πάντα εν ειλικρινεία. Ουδέν φανταζόμεθα, ουδέν εκζητούμεν, ει μη την
άφεσιν και το έλεος. Τοιαύτη είναι συνεχώς η εσωτερική ημών κατάστασις.
Ικετεύομεν Αυτόν τον Ίδιον τον Θεόν να βοηθήση ημάς όπως μη λυπώμεν το
Πνεύμα το Άγιον δια των βδελυρών παθών ημών, όπως μη προκαλέσωμεν βλάβην
τινά εις τον αδελφόν ημών (εις πάντα άνθρωπον). Καταδικάζομεν εαυτούς
ως αναξίους του Θεού εις τας βασάνους του άδου. Ουδέν ιδιαίτερον χάρισμα
αναμένομεν Άνωθεν, αλλά μόνον ποθούμεν δι’ όλων των δυνάμεων ημών
[//175] να συλλάβωμεν το αληθές νόημα των εντολών του Χριστού και να
ζήσωμεν συμφώνως προς αυτάς. Κράζομεν:
«Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον ημάς και τον κόσμον Σου».
Και ο Θεός εισακούει ημών και έρχεται εις ημάς η σωτηρία. «Και έσται,
πας ός αν επικαλέσηται το Όνομα Κυρίου (εν παρομοία διαθέσει πνεύματος),
σωθήσεται» (Ιωήλ 3,5).
Γέροντα Σωφρονίου του έσσεξ ,Περί προσευχής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου