«Τι μὲ θέλετε καλόπαιδα; », ἀποτάνθηκε στοὺς νεκρούς, διακόπτοντας τὸ χορό. Κι ἅμα ἐκεῖνοι ἀποκρίθηκαν ἔχοντας τὸ στὸμα κλειστό, συνέχισε: «Μὴν ἀνησυχεῖτε. Σύντομα θὰ ἔχει τελειώσει ἡ δουλειά. Θὰ δώσω τόσες μυριάδες καὶ χιλιάδες ζεστὰ φιλιά, στὶς ἄκρες τοῦ χωρισμένου κορμοῦ καὶ τοῦ κεφαλιοῦ, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ἀλλιῶς, θὰ μαλακώσει ἡ ὕλη καὶ τὰ διεστῶτα θὰ ἐπανασυγκολληθοῦν. Μ’ ἀρέζει κιόλας σᾶς λέω τὸ κεφάλι. Θὰ ἤθελα νὰ τὸ βάνω πάνω στὴν καρδιά μου. Νὰ τὸ παντρευτῶ, νὰ ζήσουμε ὅσο καιρὸ μᾶς ἐπιτρέψει ὁ Κύριος, προετοιμαζόμενοι γιὰ τὴν πυκνὴ καὶ συνεχὴ ἀνταλλαγὴ ἀσπασμῶν στὸν τάφο μετέπειτα. Οἱ νεκροὶ τότε πῆραν μέρος στὸ χορὸ καὶ κανεῖς πιὰ δὲν μποροῦσε νὰ ξεχωρίσει τοὺς πεθαμένους ἀπ’ τοὺς ζωντανούς. «Δόξα τῷ Θεῷ», ἀναφωνοῦσαν οἱ πάντες μὲ φωνὴ στεντόρεια.
Ν.Γ.Πεντζίκη ΠΟΛΕΩΣ ΚΑΙ ΝΟΜΟΥ ΔΡΑΜΑΣ ΠΑΡΑΜΥΘΊΑ, σελ. 99-101, ΑΓΡΑ, Αθήνα 1984
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου