Ἀπόψε πῶς ἀφέθηκα ;
λησμόνησα, δὲν ταίριαξα τὶς κόρδες στὸ δοξάρι
κι ἔμεινα νὰ κοιτῶ τὸ αἴμα μου, που 'κοψε τὸ
ξυράφι
πως νὰ γιατρέψει τὸ οινόπνευμα τὰ πάθη;
κι εἶν' οἱ βαθμοὶ σαράντα
μικρὸ κακὸ μπροστὰ στὸ ἄκουσμα
λυγμός, ψαλμός, χερουβικό,
δέκα μελίσσια, τὸ κελάρυσμα
καὶ νὰ ρωτᾶνε γύρω μου τὰ πάντα
πόσο απέχει τὸ βιολί
απ' τῆς εὐρύπυγης τὸ χάρισμα;
- Ἀχλάδω
μου κυρὰ καλή, μίλησε τοῦ παληκαριοῦ
μὴν τὸ πατᾶς χαλί,
τὸ κόκκινο ποτάμι
συνθήματα, μύριες
φωνές, ἀκούγονται σὰν μέσ' ἀπὸ πηγάδι
κι ἐσὺ δὲν
καταδέχεσαι τοῦ δοξαριοῦ
ἕνα χάδι
καὶ τ' ἄφηκες νὰ
γρατζουνᾶ τὶς ἀρτηρίες τοῦ χεριοῦ
τραῦμα βαθύ, μικρή ὅμως
πληγή
λαοῦ ὅργή, μὲ
δάκρυα ποτισμένη
μποῦ ντουνιά, ἡ
μοίρα δὲν ὁρίζει τὴ ζαριά
γιατί μᾶς τό 'πε ὁ
ποιητὴς
εἶν' ἀπ' τὰ κόκκαλα
βγαλμένη
ἡ λευθεριά.
πλανόδιοι ὀργανοπαῖκτες στὴν Λεωφόρο τοῦ Πέραν. μεταμεσονύκτια ἰδιόμελα «Ἁγνὴ Παρθένε», «Χριστὸς ἀνέστη», «Ἀλληλούϊα», «Σὰν τὰ μάρμαρα τῆς Πόλης».
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου