Επισκόπου Ναυπάκτου π. Ιεροθέου
"Ο μήνας Μάϊος είναι αφιερωμένος στην Ρωμηοσύνη, γιατί
τον μήνα αυτόν έγιναν τα εγκαίνια της Κωνσταντινούπολης (11
Μαΐου), εορτάζεται η μνήμη του πρώτου Χριστιανού
αυτοκράτορος (21 Μαΐου) και ενθυμούμαστε την άλωση της
Πόλης (29 Μαΐου). Η αναφορά στα θέματα αυτά είναι πάντα
σημαντική και επίκαιρη, ιδιαίτερα δε στην εποχή μας.
Μιά γενική επισήμανση είναι ότι η πτώση της Πόλης δεν
είναι υπόθεση θρήνου και κλαυθμού, αλλά έντονου
προβληματισμού και αφετηρία επαναπροσανατολισμού. Τα
σημεία τα οποία θα τονισθούν κατωτέρω θα προσδιορίσουν την
σημασία του θέματος αυτού για την εποχή μας και θα εκφράσουν
το ελεύθερο και αδούλωτο πνεύμα της Ρωμηοσύνης, παρά την
πτώση της Πόλης.
1. Η πτώση της Κωνσταντινούπολης
Η Κωνσταντινούπολη ως πρωτεύουσα του ρωμαϊκού Κράτους
ήταν η ωραιότερη πόλη του τότε κόσμου. Ο Μ. Κωνσταντίνος την
στόλισε με τα καλύτερα καλλιτεχνικά έργα, με ναούς, αγορές,
πολιτιστικά κτήρια και πολλά άλλα, τα οποία προκαλούσαν την
προσοχή και το ενδιαφέρον όλων των λαών που την περιέβαλλαν.
Είναι χαρακτηριστική η αναφορά την οποία κάνει ο άγιος
Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο οποίος εξύμνησε την Νέα Ρώμη με
ωραίους λόγους.
Σε ένα ποίημά του χαρακτηρίζει την Κωνσταντινούπολη-Νέα
Ρώμη ως έναστρο ουρανό που είναι λαμπρότερος από την γη.
Γράφει:
«Κλεινή καθέδρα του Κωνσταντίνου του μεγάλου,
Ρώμη νεότερη που τόσο ξεπερνάς τις πόλεις
όσο τη γή ο αστροστολισμένος ουρανός».
Αλλού, αναφερόμενος στην Νέα Ρώμη, την χαρακτηρίζει ως τον δεύτερο οφθαλμό της οικουμένης. Γράφει:
«Τής οικουμένης το ένδοξο, ώ άνδρες μάτι,
τό δεύτερο που ως βλέπω κόσμο κατοικείτε,
γήϊνα στολίδια και θαλασσινά φοράτε,
νέα Ρώμη, νέων ευγενών πατρίδα,
πόλη του Κωνσταντίνου, στήριγμα του Κράτους».
Και αλλού, μιλώντας για τις δύο Ρώμες, την Παλαιά και την Νέα
Ρώμη τις χαρακτηρίζει ως δύο ηλίους της οικουμένης. Γράφει:
«Δυό η φύσις ήλιους δεν μας έχει δώσει,
αλλά δύο Ρώμες που την οικουμένη όλη
φωτίζουν, την παλιά και νέα αυτοκρατορία,
κι είναι τόσο η μια απ' την άλλη αλλιώτικες,
όσο η μια προβάλλει απ' την ανατολή, η άλλη στή δύση
κι ισοζυγίζει η ομορφιά της μιας την ομορφιά της άλλης».
Η ιστορία αναφέρει ότι δια μέσου των αιώνων πολλοί λαοί θαύμαζαν,
εποφθαλμιούσαν και πολιόρκησαν την Πόλη και άλλοι κατόρθωσαν να την
καταλάβουν για ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Να
μνημονευθούν οι Άβαροι, οι Ρώς, οι Γότθοι, οι Άραβες, οι Φράγκοι, οι
Οθωμανοί που εποφθαλμιούσαν τα κάλλη, τις ομορφιές αλλά και την αίγλη
της Πόλης.
Η τελική πτώση της το 1453 ήταν αποτέλεσμα της ήττας του Ρωμανού Δ'
του Διογένη στην μάχη του Μαντζικέρτ της Αρμενίας (1071) και της
επιδρομής των σταυροφόρων που συμμετείχαν στην Δ' Σταυροφορία (1204), οι
οποίοι την κατέλαβαν και την λεηλάτησαν και μετέφεραν όλα τα σπουδαία
κοσμήματά της στην Δύση, όπως το βλέπει κανείς σήμερα στον Ιερό Ναό
Αγίου Μάρκου της Βενετίας. Διάφοροι μεταγενέστεροι εχθροί της συνέχισαν
την λεηλασία όχι μόνον της Κωνσταντινούπολης, αλλά και όλης της
Ρωμηοσύνης.
Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, που έχει δικαίως αποκληθή «Ο
προφήτης της Ρωμηοσύνης», γράφει πολύ χαρακτηριστικά, ότι
τον «επιστημονικόν θάνατον» της Ρωμηοσύνης τον
επεξεργάσθηκαν: Οι Φράγκοι από τον 9ο αιώνα, οι Ρώσοι μετά
την άλωση, οι Γραικοί προ της Αλώσεως και οι Νεογραικοί της
δούλης στους Ευρωπαίους και Ρώσους Ελλαδίτσας του 19ου αιώνος,
οι οποίοι μετέτρεψαν την ρωμαίϊκη Επανάσταση του 1821 σε
ήττα της Ρωμηοσύνης και θρίαμβο του Γραικισμού του
Καρλομάγνου και του Νεογραικισμού των «Φιλελλήνων» των
μεγάλων Δυνάμεων.
2. Η αιχμαλωσία της Ρωμηοσύνης
Ο ρουμελιώτης συγγραφέας Κώστας Σαρδελής στο βιβλίο του
με τίτλο Ο θάνατος της Αυτοκρατορίας, αναφέρεται
διεξοδικά στον καταλυτικό ρόλο των Φράγκων στην κατάλυση
της Αυτοκρατορίας, στην περίοδο μετά την άλωση καί,
βεβαίως, στην τραγωδία της σκλαβωμένης Ρωμηοσύνης.
Αναφερόμενος στην αιχμαλωσία της Ρωμηοσύνης,
παρουσιάζει πάρα πολλά στοιχεία, στα οποία δείχνει ότι με την
πτώση της Κωνσταντινουπόλεως το 1453 δεν πέθανε η
αυτοκρατορία, αλλά συνέβη η αιχμαλωσία της. Δηλαδή, μετά
την πτώση της πρωτεύουσας στους Οθωμανούς εξακολουθούσε να
παραμένη το πνεύμα και η υποδομή της Ρωμηοσύνης, η οποία
βέβαια ήταν αιχμάλωτη. Όλα τα τμήματα της Ρωμαϊκής
αυτοκρατορίας που περιελάμβανε την Μικρά Ασία, την ενιαία
Θράκη, τα Βαλκάνια, το Αιγαίο, την Παλαιστίνη βρίσκονταν
κάτω από την κυριαρχία των Οθωμανών, αλλά είχαν ενιαία
πολιτιστική παράδοση, διατηρούσαν όλο το πνεύμα της
Ρωμηοσύνης.
Δηλαδή, αιχμάλωτο ήταν το σώμα της, αλλά ελεύθερο το
πνεύμα της, που αναδείκνυε αγίους και εξέφραζε τον
πολιτισμό της. Είναι χαρακτηριστικά τα όσα έλεγε ο
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, αναφερόμενος στον Κωνσταντίνο
Παλαιολόγο: «Ο βασιλέας μας εσκοτώθη, καμμιά συνθήκη δεν
έκαμε η φρουρά του είχε παντοτινόν πόλεμον με τους Τούρκους».
Και συνεχίζει: «Η φρουρά του Βασιλέως μας είναι οι λεγόμενοι
κλέφται, τα φρούρια, η Μάνη και το Σούλι και τα βουνά».
Επίσης, πρέπει να αναφερθή η μεγάλη προσφορά της
Εκκλησίας που αποτέλεσε την Εθναρχία με πρώτο τον
Οικουμενικό Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, η οποία
αποτελούσε την Εθναρχία του Γένους. Είναι γνωστόν ότι ο
Ρουμάνος συγγραφέας Iorga στο έργο του Το Βυζάντιο μετά το
Βυζάντιο παρουσιάζει την μεγάλη προσφορά της Εκκλησίας δια
της όλης παράδοσής της, που συνεχίζει να διαφυλάσση το πνεύμα
της Ρωμηοσύνης, μέσα από τον πόνο, τους διωγμούς και τις
ποικίλες κακουχίες.
Οι Φαναριώτες, οι οποίοι αποτελούσαν την πολιτιστική
αριστοκρατία του Γένους, οι κοινότητες με τις
δημογεροντίες, που είχαν οργανωθή, όπου ήταν επιτρεπτό και
εφικτό, με άριστα αποτελέσματα, η παιδεία η οποία
προσφερόταν, άλλοτε φανερά και άλλοτε κρυφά, οι λαϊκές
παραδόσεις, που ήταν εμποτισμένες από το πνεύμα της
Ρωμηοσύνης, οι συναθροίσεις στους Ιερούς Ναούς για την
τέλεση των Μυστηρίων και διαφόρων τελετών, η
βυζαντινή-ρωμαίϊκη μουσική, τα τραγούδια, τα οποία
κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα, οι χοροί με την λεβέντικη
έκφρασή τους, όλα αυτά έδειχναν ότι ζούσε το πνεύμα της
Ρωμηοσύνης, ότι δεν είχε πεθάνει η αυτοκρατορία, αλλά
απλώς βρισκόταν σε αιχμαλωσία, και οι Ρωμηοί ανέπνεαν αυτήν
την ένδοξη ατμόσφαιρα και ήλπιζαν στην επανασύσταση της
αυτοκρατορίας τους.
Ο π. Γεώργιος Μεταλληνός στο βιβλίο του με τίτλο
Τουρκοκρατία και υπότιτλο Οι Έλληνες στην Οθωμανική
Αυτοκρατορία αναλύει διεξοδικά το θέμα.
Αυτό το πνεύμα της Ρωμηοσύνης δημιουργούσε την αντίσταση
του Γένους και την ελπίδα του ξεσηκωμού. Αυτό το πνεύμα το
οποίο καλλιεργείτο από την Εκκλησία ανέδειξε τους
διδασκάλους του Γένους, που κρατούσαν στα χέρια τους την
ιστορία και την παράδοσή του. Αλλά αυτό το πνεύμα ανέδειξε
τους νεομάρτυρες, οι οποίοι δίδασκαν τον λαό με τον λόγο και
την προσευχή, κυρίως με το μαρτύριό τους, με πρωτοπόρο τον
άγιο Κοσμά τον Αιτωλό.
Όταν διαβάση κανείς το Νέο Μαρτυρολόγιο του αγίου
Νικοδήμου του Αγιορείτου, τότε εκπλήσσεται και συγκινείται
από το παλλόμενο πνεύμα της Ρωμηοσύνης, όπως φαίνεται στα
μαρτύρια των Νεομαρτύρων, αλλά και στον πρόλογο του αγίου
Νικοδήμου του Αγιορείτου.
Βέβαια, αυτή η αιχμαλωσία ήταν μαρτυρική, ουσιαστικά
ήταν μια πορεία του Γένους μέσα από έναν συνεχή διωγμό, ήταν
μια διαχρονική ζωή μέσα σε κατακόμβες αίματος και
μαρτυρίου, γι' αυτό και ο Φώτης Κόντογλου έκανε λόγο για την
«πονεμένη Ρωμηοσύνη».
Πέρα από τους νεομάρτυρες, το μαρτύριο αντιμετώπιζαν οι
Επίσκοποι, οι οποίοι σήκωσαν όλο το βάρος της δουλείας, τον
στεναγμό και τον πόνο του Γένους. Υπάρχουν βιβλία, τα οποία
μας διαφωτίζουν για την καθημερινή ζωή των Επισκόπων κατά
την διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Οι Επίσκοποι είχαν αναλάβει
τον εθναρχικό τους ρόλο, ως Πρόεδροι της Δημογεροντίας,
υπεβλήθησαν σε αγώνες για να κρατήσουν την Παράδοση και την
συνοχή του Γένους, συμμετείχαν στο κλάμα, τα δάκρυα του λαού,
στα μαρτύρια και τις αλλαξοπιστίες.
Πάνω από όλους ο Οικουμενικός Πατριάρχης ήταν ο στόχος του
Κατακτητή, παρά τα προνόμια που είχε. Και μόνον η φορολογία
την οποία έπρεπε να δίνουν κάθε έτος στον κατακτητή, με το
χαράτσι, το πεσκέσι κλπ., αλλά και στο κέντρο της Ορθοδόξου
Εκκλησίας, προκειμένου να επιτελή το τεράστιο έργο, ήταν
γεγονός που τους υπέβαλε σε αφάνταστο μαρτύριο. Υπάρχουν
μαρτυρίες ότι πολλοί από τους Επισκόπους παραιτούντο από
τον θρόνο τους και περιέπιπταν σε μελαγχολία, γιατί δεν
μπορούσαν να ανταποκριθούν στην υψηλή φορολογία που τους
επέβαλε το Κράτος.
Πάντως, καθ' όλη την διάρκεια της Τουρκοκρατίας, καίτοι
έπεσε η πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας, η Κωνσταντινούπολη,
και όλα τα μέρη της ήταν αιχμαλωτισμένα, εν τούτοις
εξακολουθούσε να υπάρχη αυτό το ζωντανό πνεύμα της
Ρωμηοσύνης, ως παράδοση και πολιτισμός, ως πορεία προς τον
αγιασμό και την θέωση, ως έκφραση αξιοπρέπειας και ρωμαίϊκου
φρονήματος.
Αυτό εκφράζεται με την ζωή του Καραγκιόζη, ο οποίος είχε
μεγάλη πεποίθηση στην Ρωμηοσύνη του, παρά την
αγραμματοσύνη, την φτώχεια και την ασχήμια του, ώστε να μήν τον
δελεάζη ο πλούτος και η ομορφιά της Τουρκιάς και της
Φραγκιάς. Ο Καραγκιόζης ήταν δούλος στο σώμα, αλλά
ελεύθερος στο πνεύμα, διατηρούσε την αρχοντιά του πνεύματος
με την εξυπνάδα και το χιούμορ του.
3. Ο θάνατος της Αυτοκρατορίας
Εάν κατά την διάρκεια των τετρακοσίων χρόνων σκλαβιάς οι
Ρωμηοί, όπου και αν ζούσαν, στα Βαλκάνια, την Μικρά Ασία, την
Μέση Ανατολή κλπ., κρατούσαν αναμμένη την λαμπάδα της
ρωμαίϊκης παράδοσης, παρά τους διωγμούς και τις δυσκολίες,
όμως ο θάνατος της αυτοκρατορίας επήλθε πολύ αργότερα,
ώστε σήμερα να γίνεται λόγος για απώλεια της ελπίδας
ανασύστασης της παλαιάς χριστιανικής ρωμαϊκής
αυτοκρατορίας.
Και πάλι ο συγγραφέας Κώστας Σαρδελής στο βιβλίο του που
προαναφέρθηκε κάνει λόγο για το σοβαρό αυτό ζήτημα.
Χρησιμοποιώντας πολλά επιχειρήματα, ιστορικά γεγονότα
και επιστημονικές μαρτυρίες, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι
ο θάνατος της αυτοκρατορίας, αυτής που δημιούργησε ο Μ.
Κωνσταντίνος και ανέδειξαν οι μετέπειτα αυτοκράτορες,
Πατριάρχες, Κληρικοί και μοναχοί, λαϊκοί, επιστήμονες και ο
πολύς λαός, δεν έγινε με την άλωση της Πόλης το 1453, αλλά με
την Ελληνική Επανάσταση του 1821.
Μεταξύ των άλλων αναφέρεται σε μια ενδιαφέρουσα άποψη
του Ρουμάνου συγγραφέα Iorga που προαναφέραμε: «Η
κωνσταντινουπολίτικη καταστροφή και ο μαρτυρικός θάνατος
του Πατριάρχη συνέπεσαν χρονικά με τη λαϊκή εξέργεση στο
Μοριά και την κατηγορηματική άρνηση των Ρουμάνων να
υποστηρίξουν τη βυζαντινή περιπέτεια που δεν συγκινούσε
καθόλου τους Σλάβους των Βαλκανίων. Τότε ακριβώς το
Μεταβυζαντινό Βυζάντιο πέθανε».
Δεν είναι καθόλου παράδοξο γιατί ο Ρήγας Φεραίος με τον
Θούριό του προσκαλούσε όλους τους λαούς των Βαλκανίων να
εξεγερθούν, όπως και το ότι η Επανάσταση ξεκίνησε από το
Ιάσιο της Ρουμανίας, το δε σύμβολο του φοίνικα που
υιοθέτησε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης συμβόλιζε την ιδέα της
αναβίωσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Γράφει ο Κώστας Σαρδελής: «Η Ελληνική Επανάσταση, λοιπόν,
ξεκίνησε οικουμενική για όλους τους ορθοδόξους σκλάβους,
και αυτό ήταν το αρχικό σχέδιο της Φιλικής Εταιρείας, διότι,
ασφαλώς, ο Υψηλάντης δεν έκανε του κεφαλιού του, αλλά
εφάρμοζε το σχέδιο της ανώτατης αρχής των Φιλικών, άσχετο αν
εθνικιστικοί και άλλοι λόγοι το ανέτρεψαν, με αποτέλεσμα
την ελλαδικοποίηση της Επανάστασης και τον περιορισμό της,
αρχικά, στο Μοριά».
Επίσης, είναι χαρακτηριστικό ότι ο μεγάλος άγγλος
ιστορικός Toynbee γράφει ότι οι Έλληνες έκαναν μια
άφρονη ενέργεια και έχασαν ολόκληρη την αυτοκρατορία και
στην πραγματικότητα μετατράπηκε η αυτοκρατορική ιδέα σε
μια εθνική ιδέα.
Βεβαίως, κανένας δεν αρνείται τους αγώνες και τα αίματα των
ηρώων της Επαναστάσεως του 1821, Κληρικών και λαϊκών, που
έδωσαν τα πάντα για την ανάσταση του Γένους, αλλά δεν πρέπει να
ξεχνάμε ότι πίσω από τις πλάτες των αγωνιστών αυτών
εξυφάνθησαν διάφορα σχέδια των Δυτικών Δυνάμεων για να
εξαφανίσουν την δυνατότητα ανασύστασης της Ρωμαϊκής
αυτοκρατορίας-Βυζαντίου με έδρα την Κωνσταντινούπολη και
να δημιουργήσουν μικρά εθνικά-εθνικιστικά κρατίδια στα
Βαλκάνια, τα οποία θα αφομοιωθούν με το πνεύμα της Δύσης και θα
αλλοτριωθούν από την πολιτιστική παράδοση.
Είναι χαρακτηριστικός ο λόγος του Κολοκοτρώνη: «Εις τον
πρώτον χρόνον της Επαναστάσεως είχαμε μεγάλη ομόνοια...
Και εάν αυτή η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δύο χρόνους,
ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την Μακεδονία και
ίσως εφθάναμεν και έως την Κωνσταντινούπολιν...». Αυτός
ήταν ο στόχος των αγωνιστών και όχι η δημιουργία ενός μικρού
κρατιδίου, ουσιαστικά προτεκτοράτου. Μέσα από το πνεύμα
αυτό πρέπει να δούμε την προσπάθεια να καθορισθή η
ιδεολογία του Ελληνικού Κρατιδίου με το αυτοκέφαλο,
δηλαδή την αποκοπή από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, την
στροφή στην αρχαία Ελλάδα και τον προσανατολισμό στην Δύση.
Έτσι, «τό δηλητήριο του εθνικισμού ήταν φυσικό να
επιδράσει καταλυτικά. Κι έγινε, στο τέλος, ένα κράτος
"προκάτ", ένα κρατίδιο χωρίς θέμελα, στον αέρα, παιγνίδι στα
χέρια των προστατών του –καί των δημιουργών του, θα έλεγα. Η
ιδέα της Ρωμαίϊκης Αυτοκρατορίας είχε πεθάνει μέσα στή
φωτιά της Επανάστασης και η τραγωδία της Ρωμηοσύνης είχε
συντελεστεί. Η Ρωμανία "πάρθεν"... Διέξοδος και παρηγοριά
του λαού τώρα η "Μεγάλη Ιδέα"».
Ο θάνατος αυτός της Αυτοκρατορίας ολοκληρώθηκε με την
Μικρασιατική Καταστροφή, η οποία ήταν αποτέλεσμα
συγκρούσεως των πολιτικών δυνάμεων μέσα στην Ελλάδα, που
ήταν προσανατολισμένοι άλλοι στην γερμανική πολιτική και
άλλοι στην αγγλική πολιτική. Και έτσι μια προσπάθεια
ανασύστασης της Ρωμηοσύνης βάφηκε στο αίμα των λαών και τον
θάνατο μερικών πολιτικών στο Γουδή.
Έτσι, σήμερα είμαστε υποδουλωμένοι στην διαπάλη μεταξύ
του γαλλογερμανικού και αγγλοσαξωνικού άξονα, όπως
εκφράζεται στον ευρωπαϊκό χώρο, κάτω από τις δικές μας
εγγενείς αδυναμίες και τα πάθη της ευδαιμονίας και του
γραικυλισμού.
Είναι χαρακτηριστική μια σκέψη που διάβασα αυτές τις
ημέρες: «Η Δύση ενοχλείται από την Ρωμηοσύνη. Κι η Ανατολή
ενοχλείται από την Ρωμηοσύνη. Κι οι λαοί των Βαλκανίων που
εμποδίζονται από την παρουσία μας να οικειοποιηθούν τη δική
μας ζωή, τους δικούς μας προγόνους για να βρούν κι αυτοί μια θέση
στο μωσαϊκό των λαών του κόσμου, κι αυτοί ενοχλούνται από την
Ρωμηοσύνη» (Νινέττα Βολουδάκη). Για όλους αποτελεί πρόβλημα
το ρωμαίϊκο φιλότιμο, που εξακολουθεί να υπάρχη στην ζωή
και την ψυχή του λαού.
4. Το ρωμαίϊκο φιλότιμο
Καίτοι, όμως, απέθανε η Αυτοκρατορία και όπως φαίνεται
είναι αδύνατον να ανασυσταθή, εξακολουθεί να υπάρχη και να
ζή το ρωμαίϊκο πνεύμα με την οικουμενική προοπτική, με την
φιλοθεΐα και την φιλανθρωπία, το οποίο πνεύμα
καλλιεργείται από την εκκλησιαστική ζωή, τα Μυστήρια και την
ασκητική παράδοση, αλλά και την πολιτιστική παράδοση με
τα τραγούδια και τους χορούς, που διακρίνεται από την
αισιοδοξία και κυρίως το ρωμαίϊκο φιλότιμο.
Ο Ρωμηός δεν είναι υποχείριο των ξένων, δεν είναι
γραικύλος, δηλαδή δεν είναι δουλοπρεπής, αλλά γνωρίζει σαφώς
την πραγματικότητα, έχει μια παράδοση υπέρτερη από την
δυτική παράδοση, ξέρει να αντιμετωπίζη θαρραλέα τις
καταστάσεις, να θυσιάζη το ατομικό συμφέρον για το κοινό
καλό, να ζή την ελευθερία ακόμη και μέσα σε δύσκολες
κοινωνικές καταστάσεις, είναι ελεύθερος από εξωτερικές
εξαρτήσεις, εσωτερικές και εξωτερικές.
Είναι χαρακτηριστικά όσα γράφει ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, που έχουν σχέση με την σύγχρονη παραγματικότητα:
«Διά το καλόν και δια την ασφάλειαν των εθνικών θεμάτων ο
Γραικύλος πρέπει να γίνη πάλιν Ρωμηός και να ίδη πώς είναι οι
Ευρωπαίοι και Αμερικανοί εις την πραγματικότητα. Δεν έχουν
ούτοι το ρωμαίϊκον φιλότιμον. Επομένως δεν επιτρέπεται να
φερώμεθα εις αυτούς με το φιλότιμόν μας, ως να έχουν και αυτοί
φιλότιμον. Εις τάς διεθνείς σχέσεις πρέπει να αφήσωμεν το
φιλότιμον κατά μέρος.
Ο Γραικύλος οφείλει συνειδητώς να αποβάλη την αφέλειάν
του και να σταματήση να νομίζη ότι, επειδή αυτός έχει την
διάθεσιν να θυσιασθή δια τον δυτικόν πολιτισμόν, τούτο
σημαίνει ότι οι "φιλότιμοι" σύμμαχοι θα θυσιασθούν δια την
"ένδοξον" Ελλαδίτσαν των σημερινών "αρχαίων Ελλήνων". Πολύ
αφελής είναι ο σκεπτόμενος ούτω Γραικύλος, διότι οι
σύμμαχοι δεν είναι μια ρωμαίϊκη οικογένεια, δια να
θυσιάζεται ο ένας δια τον άλλον.
Συμμαχία είναι συνεργασία πολιτική, οικονομική και
στρατιωτική, μέσω της οποίας κάθε κράτος προστατεύει τα
ιδικά του συμφέροντα και τα συμφέροντα των συμμάχων, εφ'
όσον τα συμφέροντα αυτά ταυτίζονται με τα ιδικά του
συμφέροντα. Η συμμαχία βασίζεται εις συμπεφωνημένα και
τίποτε πέραν των συμπεφωνημένων, όπως ακριβώς γίνεται εις
το εμπόριον. Εάν γίνη κάτι πέραν των συμπεφωνημένων, είναι
ανοησία να περιμένη ο Γραικύλος να ενεργήσουν οι σύμμαχοι
από φιλότιμον, εφ' όσον δεν έχουν φιλότιμον.
Διά τούτο εκ των προτέρων πρέπει να εξασφαλίση τάς
αναγκαίας κυρώσεις δι' ενδεχομένην μη τήρησιν των
συμπεφωνημένων, διότι άλλως θα λάβη μόνον ηθικήν
ικανοποίησιν από τους συμμάχους, δηλαδή έν «εύγε δούλε
αφωσιωμένε και ταπεινέ» και τίποτε άλλο, όπως ακριβώς
γίνεται με το Κυπριακόν».
Ζούμε σε δύσκολη εποχή, το βάρος πέφτει πάνω στα
οικονομικά, ενώ θα έπρεπε να βρίσκεται πάνω στα πνευματικά
θεμέλια, δηλαδή να στηρίζεται στο ρωμαίϊκο φιλότιμο, στο
πνεύμα της Ρωμηοσύνης, και θα έπρεπε να αντιμετωπίζουμε τις
καταστάσεις με πνεύμα ελευθερίας. Θα ολοκληρώσω τις
σκέψεις μου με μία σημαντική πρόσκληση:
«Αδελφοί Ρωμηοί, όσο οι θρύλοι ζουν κι οι Τούρκοι φοβούνται
μήν τη χάσουν, η Πόλη μας έπεσε, αλλά δεν χάθηκε! Όσο το
Ρωμαίϊκο DNA συνεχίζεται από πατέρα σε γιό κι από μάνα σε
κόρη και το πρόσωπο του μαρμαρωμένου Βασιληά στοιχειώνει τα
όνειρά μας, η κλειστή Πύλη της Αγίας του Θεού Σοφίας,
περιμένει να ανοίξει.
Κανένας δυνατός, κανένας πολυάριθμος λαός, κανένας
"πλανητάρχης" δεν μπορεί να αφανίσει τη Ρωμηοσύνη. Η
Ρωμηοσύνη θα χαθεί όταν ο τελευταίος Ρωμαίος φύγει από τον
κόσμο και μαζί του σβήσει η πίστη, η ελπίδα και τα όνειρα!» (Νινέττα
Βολουδάκη).
Στην γνωστή φράση «εάλω η Πόλις», πρέπει να αντιτάξουμε τον λόγο του Νικηφόρου Βρεττάκου: «Ουκ εάλω η ρίζα! Ουκ εάλω το φώς!».
Η ομιλία του Σεβ. Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου π.. Ιεροθέου
που εξεφώνησε στην εκδήλωση που διοργάνωσε η Εταιρεία «Φίλιπποι
Ναυπάκτου» για την επέτειο της Άλωσης της Πόλης, στην Ναύπακτο στις
29-5-2012.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου