Τον μεγάλο Μακάριο από την Αλεξάνδρεια τον πειράξανε κάποτε πολύ οι
πειρασμοί της ματαιοδοξίας. Kαι όλο του υποβάλανε τη σκέψη να παρατήσει
το κελλί του και να πάει να μείνει στη Ρώμη για το καλό τάχα της
Εκκλησίας και για να βοηθά τους αρρώστους, επειδή τον είχε αξιώσει η
χάρη του Θεού νάχει μεγάλη επιβολή επάνω στα πονηρά πνεύματα.
Επειδή λοιπόν ο Άγιος αντιστεκόταν γενναία στους λογισμούς αυτούς,
που τον ενοχλούσαν αδιάκοπα, κι’ αυτοί για να κατορθώσουν να τον πείσουν
έκαναν σφοδρότερη την επίθεσή τους, ξαπλώθηκε κατάχαμα εμπρός στην
είσοδο του σπιτιού του, και με τρόπο που τα πόδια του να βγαίνουν έξω,
κι’ έλεγε στα δαιμόνια της κενοδοξίας·
- Εμπρός! αν μπορείτε, τραβήξτε με από τα πόδια, για να με πάτε εκεί
που θέλετε. Γιατί εγώ, θεληματικά μου, δεν θα το κουνήσω από εδώ. Αν
λοιπόν μπορείτε να με σηκώσετε από εδώ που βρίσκομαι, κάμετε το· γιατί
εγώ έκαμα όρκο, νάμαι έτσι ξαπλωμένος όλη την ημέρα κι’ ωσότου να
βραδιάσει και δεν θα σας υπακούσω.
Έμεινε λοιπόν ολημερίς ξαπλωμένος, και σηκώθηκε μονάχα σαν νύχτωσε
βαθιά. Αλλά και τη νύχτα δεν έπαψαν να τον ενοχλούν τα δαιμόνια· και
μάλιστα πολύ περισσότερο ακόμη.
Σηκώθηκε λοιπόν ο Άγιος κι’ επήρε ένα ζεμπίλι, που χωρούσε ως τριάντα
περίπου κιλά και το γέμισε με άμμο· Κι’ αφού το φορτώθηκε στον ώμο του
άρχισε να τριγυρίζει, πάνω κάτω, μέσα στην Έρημο.
Τον συνάντησε λοιπόν ο κοσμήτορας Θεοσέβιος από την Αντιόχεια και του
είπε· – Τί σηκώνεις, Αββά μου; Άφησε με να σε ξαλαφρώσω και να το
σηκώσω εγώ, για να μην ταλαιπωριέσαι και βασανίζεσαι άδικα. Κι’ εκείνος
του απάντησε· – Βασανίζω αυτόν που με βασανίζει γιατί τον άφησα
ανεμπόδιστο, και δεν κάνει τίποτε άλλο, παρά να με παρακινεί να παρατήσω
το κελλί μου και να φύγω…
Αφού λοιπόν περπάτησε πολλή ώρα σηκώνοντας το βάρος αυτό, ξαναμπήκε
τέλος στο κελλί του, αφού είχε πλέον κατακουράσει όλως διόλου το κορμί
του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου