Η απώλεια στη ζωή μας είναι μία κατάσταση που αντιμετωπίζουμε συχνά,
νεώτεροι και μεγαλύτεροι. Δεν είναι μόνο ο θάνατος, που αποτελεί
οριστική απώλεια. Είναι και ο χωρισμός, η διάλυση μιας σχέσης, η φυγή
του ενός από τους δύο, που δυνητικά δεν αποτελεί οριστική απώλεια, στην
πράξη όμως γεννά τραύματα στη ζωή όχι μόνο αυτού που χάνει το πρόσωπο,
αλλά και του περιβάλλοντος που επηρεάζεται άμεσα ή έμμεσα από την
απώλεια. Τραύμα γεννιέται και σ’ αυτόν που φεύγει, ακόμη κι αν η απόφαση
είναι συνειδητή ή αναπόφευκτη.
Πώς αντιμετωπίζεται η απώλεια;
Κάθε απώλεια είναι μία μορφή θανάτου. Και ο άνθρωπος δεν έχει γεννηθεί για να πεθάνει, δεν μπορεί να συμβιβαστεί με τον θάνατο. Συνήθως οι δύο μορφές αντίδρασης στην απώλεια είναι η θλίψη και η οργή. Η πρώτη εκφράζεται με τα δάκρυα, την μελαγχολία, την απελπισία, την μοναχικότητα, ενώ η δεύτερη με την οργή, τον θυμό για το γεγονός ότι αυτή συνέβη.
Η θλίψη έχει μέσα της το στοιχείο του ανεπανόρθωτου. Ότι δηλαδή η απώλεια δεν μπορεί να αναπληρωθεί, να υποκατασταθεί και ο άνθρωπος νιώθει ανίσχυρος μπροστά της. Αυτό γεννά παθητικότητα και παραίτηση, με αποτέλεσμα να βιώνεται η κατάσταση της απελπισίας και της κατάθλιψης. Ο άνθρωπος κλείνεται στον εαυτό του, νιώθει πως με δυσκολία μπορεί να παρηγορηθεί και ο χρόνος αποτελεί απλώς αφορμή για να ξεχαστεί, όχι όμως για να ξεχάσει. Ένα διαρκές παράπονο εγκαθίσταται στην ύπαρξη και ο άνθρωπος, έστω και σιωπηλά, αναζητεί το γιατί να επισυμβεί η απώλεια, στρεφόμενος με ήπιους αλλά δύσκολα αντιμετωπίσιμους τόνους εναντίον του εαυτού του, του περιβάλλοντος, του προσώπου που έφυγε, του Θεού που δεν βοήθησε. Βέβαια, η εποχή μας έχει δώσει την δυνατότητα, με την ύπαρξη της ψυχιατρικής και των άλλων επιστημών ψυχικής υγείας, για την υποβοήθηση του ανθρώπου με φαρμακευτικά μέσα, ώστε να μπορεί να αποκαθιστά την πορεία της ζωής του με όσο το δυνατόν λιγότερες συναισθηματικές διαταραχές.
Η οργή εμπεριέχει την αδυναμία του ανθρώπου να συμφιλιωθεί με την απώλεια και τον κάνει να στρέφεται με έντονα συναισθήματα είτε εναντίον του προσώπου που έφυγε, είτε εναντίον του εαυτού του που δεν έκανε ό,τι μπορούσε για να αποφευχθεί η απώλεια, είτε εναντίον του περιβάλλοντος που δεν βοήθησε, δεν στήριξε, δεν προειδοποίησε ώστε να προληφθεί η απώλεια, είτε και εναντίον του Θεού, που την επέτρεψε. Είναι η άλλη όψη του νομίσματος της θλίψης, μόνο που ο άνθρωπος εδώ δεν λειτουργεί παθητικά, αλλά με ένταση ψυχική, που μπορεί να εκφραστεί με βία, με φυγή, με επιθετικότητα.
Κάθε απώλεια είναι μία μορφή θανάτου. Και ο άνθρωπος δεν έχει γεννηθεί για να πεθάνει, δεν μπορεί να συμβιβαστεί με τον θάνατο. Συνήθως οι δύο μορφές αντίδρασης στην απώλεια είναι η θλίψη και η οργή. Η πρώτη εκφράζεται με τα δάκρυα, την μελαγχολία, την απελπισία, την μοναχικότητα, ενώ η δεύτερη με την οργή, τον θυμό για το γεγονός ότι αυτή συνέβη.
Η θλίψη έχει μέσα της το στοιχείο του ανεπανόρθωτου. Ότι δηλαδή η απώλεια δεν μπορεί να αναπληρωθεί, να υποκατασταθεί και ο άνθρωπος νιώθει ανίσχυρος μπροστά της. Αυτό γεννά παθητικότητα και παραίτηση, με αποτέλεσμα να βιώνεται η κατάσταση της απελπισίας και της κατάθλιψης. Ο άνθρωπος κλείνεται στον εαυτό του, νιώθει πως με δυσκολία μπορεί να παρηγορηθεί και ο χρόνος αποτελεί απλώς αφορμή για να ξεχαστεί, όχι όμως για να ξεχάσει. Ένα διαρκές παράπονο εγκαθίσταται στην ύπαρξη και ο άνθρωπος, έστω και σιωπηλά, αναζητεί το γιατί να επισυμβεί η απώλεια, στρεφόμενος με ήπιους αλλά δύσκολα αντιμετωπίσιμους τόνους εναντίον του εαυτού του, του περιβάλλοντος, του προσώπου που έφυγε, του Θεού που δεν βοήθησε. Βέβαια, η εποχή μας έχει δώσει την δυνατότητα, με την ύπαρξη της ψυχιατρικής και των άλλων επιστημών ψυχικής υγείας, για την υποβοήθηση του ανθρώπου με φαρμακευτικά μέσα, ώστε να μπορεί να αποκαθιστά την πορεία της ζωής του με όσο το δυνατόν λιγότερες συναισθηματικές διαταραχές.
Η οργή εμπεριέχει την αδυναμία του ανθρώπου να συμφιλιωθεί με την απώλεια και τον κάνει να στρέφεται με έντονα συναισθήματα είτε εναντίον του προσώπου που έφυγε, είτε εναντίον του εαυτού του που δεν έκανε ό,τι μπορούσε για να αποφευχθεί η απώλεια, είτε εναντίον του περιβάλλοντος που δεν βοήθησε, δεν στήριξε, δεν προειδοποίησε ώστε να προληφθεί η απώλεια, είτε και εναντίον του Θεού, που την επέτρεψε. Είναι η άλλη όψη του νομίσματος της θλίψης, μόνο που ο άνθρωπος εδώ δεν λειτουργεί παθητικά, αλλά με ένταση ψυχική, που μπορεί να εκφραστεί με βία, με φυγή, με επιθετικότητα.
Αν στην μικρή απώλεια μιας σχέσης, υπάρχει η ελπίδα και η προσδοκία ότι
θα βρεθεί κάποιος άλλος που να μπορέσει να ξαναδώσει νόημα στον
υποστάντα την απώλεια, στον θάνατο η ελπίδα έχει σβήσει. Γι’ αυτό και
στην περίπτωση αυτή η απώλεια είναι πολύ πιο δύσκολα αντιμετωπίσιμη,
ασχέτως της αντίδρασης. Το πρόβλημα της απώλειας επιτείνεται όταν η
οικογένεια δεν είναι συσπειρωμένη, ενωμένη, αλλά ο άνθρωπος βιώνει
φαινόμενα διάλυσης στο κατεξοχήν οικείο περιβάλλον του που είναι το
σπίτι του.
Η σύγχρονη επιστήμη στηρίζεται στον λόγο για να παρηγορήσει. Προσπαθεί να εκλογικεύσει συναισθηματικά την απώλεια, ιδίως σε περίπτωση θανάτου, αναφερόμενη στους φυσικούς νόμους, στην ανάγκη του ανθρώπου να επιβιώσει, στην ανάγκη για συμβιβασμό με το γεγονός, στον προβληματισμό για τον ίδιο τον ανθρώπινο χαρακτήρα, στην κατάστρωση νέων σχεδίων για τη ζωή του ανθρώπου που μένει πίσω, στην ενίσχυση του αισθήματος εμπιστοσύνης στον εαυτό, στην ενθάρρυνση του υποστάντος και βιώνοντος την απώλεια να μιλήσει για το πρόσωπο που έφυγε, για την ποιότητα της σχέσης που είχε μαζί του, για τις τύψεις και τις όποιες ενοχές εξαιτίας στιγμών της σχέσης, για το ότι τελικά μία απώλεια δεν σηματοδοτεί το τέλος της ζωής.
Η προσπάθεια της παρηγορίας δια του λόγου έχει να κάνει και με το όταν τα παιδιά βιώνουν την απώλεια, είτε την οριστική του θανάτου, είτε την μικρότερη της ρήξης της σχέσης μεταξύ των γονέων τους και της φυγής του ενός από τους δύο δια του χωρισμού, είτε μέσα από την διάλυση άλλων σχέσεων, σημαντικών (φιλίες, συγγένειες). Μέσα από την συζήτηση με το παιδί, προσπαθεί ο ίδιος ο ειδικός ή συμβουλεύει τον γονέα που λειτουργεί ως παρηγορητής να το βοηθήσει να εκλογικεύσει την απώλεια και να μην συντριβεί από αυτήν, στηριζόμενος στην καταπραϋντική δύναμη του χρόνου, αλλά και στην χρήση τεχνικών ή φαρμάκων (λιγότερο) που θα ανακουφίσουν προσωρινά το παιδί που πάσχει.
Η σύγχρονη επιστήμη στηρίζεται στον λόγο για να παρηγορήσει. Προσπαθεί να εκλογικεύσει συναισθηματικά την απώλεια, ιδίως σε περίπτωση θανάτου, αναφερόμενη στους φυσικούς νόμους, στην ανάγκη του ανθρώπου να επιβιώσει, στην ανάγκη για συμβιβασμό με το γεγονός, στον προβληματισμό για τον ίδιο τον ανθρώπινο χαρακτήρα, στην κατάστρωση νέων σχεδίων για τη ζωή του ανθρώπου που μένει πίσω, στην ενίσχυση του αισθήματος εμπιστοσύνης στον εαυτό, στην ενθάρρυνση του υποστάντος και βιώνοντος την απώλεια να μιλήσει για το πρόσωπο που έφυγε, για την ποιότητα της σχέσης που είχε μαζί του, για τις τύψεις και τις όποιες ενοχές εξαιτίας στιγμών της σχέσης, για το ότι τελικά μία απώλεια δεν σηματοδοτεί το τέλος της ζωής.
Η προσπάθεια της παρηγορίας δια του λόγου έχει να κάνει και με το όταν τα παιδιά βιώνουν την απώλεια, είτε την οριστική του θανάτου, είτε την μικρότερη της ρήξης της σχέσης μεταξύ των γονέων τους και της φυγής του ενός από τους δύο δια του χωρισμού, είτε μέσα από την διάλυση άλλων σχέσεων, σημαντικών (φιλίες, συγγένειες). Μέσα από την συζήτηση με το παιδί, προσπαθεί ο ίδιος ο ειδικός ή συμβουλεύει τον γονέα που λειτουργεί ως παρηγορητής να το βοηθήσει να εκλογικεύσει την απώλεια και να μην συντριβεί από αυτήν, στηριζόμενος στην καταπραϋντική δύναμη του χρόνου, αλλά και στην χρήση τεχνικών ή φαρμάκων (λιγότερο) που θα ανακουφίσουν προσωρινά το παιδί που πάσχει.
Για την Εκκλησία καμία από τις παραπάνω μεθόδους δεν μπορεί να
απορριφθεί. Μόνο που εδώ υπάρχει και ένα φάρμακο, το οποίο στην
περίπτωση της απώλειας, δοκιμάζεται η ισχύς του πάρα πολύ, αλλά ίσως
αποτελεί το δραστικότερο τρόπο αντιμετώπισης της κρίσης. Είναι η πίστη.
Μέσα από αυτή ο άνθρωπος καλείται να εμπιστευθεί έναν Θεό προσωπικό
και όχι μία γενική, απρόσωπη δύναμη, η οποία υπάρχει στο σύμπαν και
μεριμνά γενικά για τον άνθρωπο ή δεν ασχολείται με λεπτομέρειες μαζί
του. Ο προσωπικός Θεός βεβαίως δεν είναι άλλος από το Θεό της Εκκλησίας.
Μόνο που Εκείνος δεν λειτουργεί σε συνολικό επίπεδο, αλλά σε προσωπική
σχέση με τον καθέναν άνθρωπο. Και η πίστη σ’ Αυτόν και στην πρόνοιά Του,
ιδίως κατά τη στιγμή της απώλειας, αποτελεί την βασική συνιστώσα για να
αντέξει ο άνθρωπος τους κραδασμούς. Όσο κι αν το αυθόρμητο «γιατί»
έρχεται στα χείλη και την καρδιά αυτού που χάνει, η πίστη στο Θεό και
στο σχέδιο για την σωτηρία του καθενός, η πίστη στην Ανάσταση που
έρχεται μετά από κάθε σταυρό, μικρότερο ή μεγαλύτερο, η αφόρμηση
προβληματισμού και μετανοίας για την ζωή, η προτροπή για αγάπη, που
προλαβαίνει τουλάχιστον να εκφράσει συναισθήματα και λόγους προτού
συμβεί η απώλεια, η επιλογή ενίοτε της ίδιας της απώλειας μέσω της ρήξης
με πρόσωπα που δεν μπορούν να καλύψουν την ανάγκη για χαρά και ευτυχία,
ιδίως στις διαπροσωπικές σχέσεις, όσο κι αν αυτό φέρνει οδύνη, αλλά και
η απόφαση για αρχή νέας ζωής, με ρεαλισμό και ελπίδα στο Θεό, αποτελούν
το πλέγμα εκείνο στο οποίο μπορεί αυτός που πιστεύει να στηριχθεί, ώστε
να μην νικηθεί από την απώλεια.
Ιδίως για τα παιδιά, στα οποία το «γιατί» αναφύεται έντονο, η καλλιέργεια της πίστης και της αγάπης προς το Θεό, όπως επίσης και της πεποίθησης ότι ο θάνατος δεν αποτελεί το τέρμα της ζωής του ανθρώπου, αλλά την αφετηρία για μία νέα ζωή φωτός κι ανάστασης, αποτελούν δρόμους με τους οποίους η όποια απώλεια μπορεί να μην γίνει αφορμή καταβολής, αλλά ενδυνάμωσης της ψυχής.
Ιδίως για τα παιδιά, στα οποία το «γιατί» αναφύεται έντονο, η καλλιέργεια της πίστης και της αγάπης προς το Θεό, όπως επίσης και της πεποίθησης ότι ο θάνατος δεν αποτελεί το τέρμα της ζωής του ανθρώπου, αλλά την αφετηρία για μία νέα ζωή φωτός κι ανάστασης, αποτελούν δρόμους με τους οποίους η όποια απώλεια μπορεί να μην γίνει αφορμή καταβολής, αλλά ενδυνάμωσης της ψυχής.
Η προσευχή στο Θεό, η επίγνωση της δύναμης
να αγαπούμε και ότι η αγάπη είναι η μόνη που νικά κάθε απώλεια και
νοηματοδοτεί τη ζωή μας, αλλά και η ανάγκη για δημιουργία και όχι
παθητική αντιμετώπιση της απώλειας (η οποία δημιουργία δεν αποκλείει την
ελεημοσύνη για την μνήμη του άλλου, αλλά γίνεται ουσιαστικά στάση ζωής
σε κάθε έργο που κάνουμε, με κριτήριο να δείξουμε στον εαυτό μας
πρωτίστως ότι η ζωή μας έχει νόημα και ότι αυτό θέλει ο Θεός) είναι
τρόποι που βοηθούν στην αντιμετώπιση της απώλειας. Και βεβαίως,
σπουδαίος είναι ο ρόλος εδώ της συσπειρωμένης και ενωμένης οικογένειας, η
οποία μοιράζεται τον πόνο και δεν αφήνει τον καθέναν μόνο του να
παλέψει με την λύπη του. «Λύπη μαζί λύπη μισή, χαρά μαζί, χαρά διπλή».
Το δυσκολότερο σημείο στην απώλεια πάντως είναι η μνήμη. Είναι οι αναμνήσεις που έχουμε από το πρόσωπο που φεύγει. Και όσο πιο έντονη ήταν η σχέση μας μαζί του, τόσο δυσκολότερη είναι η προτροπή για λήθη. Ίσως όμως δεν χρειάζεται μία τέτοια απόπειρα να ξεχάσουμε.
Το δυσκολότερο σημείο στην απώλεια πάντως είναι η μνήμη. Είναι οι αναμνήσεις που έχουμε από το πρόσωπο που φεύγει. Και όσο πιο έντονη ήταν η σχέση μας μαζί του, τόσο δυσκολότερη είναι η προτροπή για λήθη. Ίσως όμως δεν χρειάζεται μία τέτοια απόπειρα να ξεχάσουμε.
Η αίσθηση ότι
είχαμε την ευλογία να γνωρίσουμε ένα πρόσωπο, το οποίο το αγαπήσαμε και
μοιραστήκαμε στιγμές ή την ζωή μας μαζί του, ακόμη και σε περιπτώσεις
που μας ταλαιπώρησε, αποτελεί τελικά την αφορμή δοξολογίας στο Θεό
γιατί μας δόθηκε η δυνατότητα να δούμε τον εαυτό μας μέσα από ένα πρίσμα
που δεν θα είχαμε ποτέ την ευκαιρία να το κάνουμε, χωρίς αυτόν που
έφυγε. Μπορέσαμε να μοιραστούμε, να ανακαλύψουμε δηλαδή την ευλογία να
δώσουμε και να πάρουμε. Μπορέσαμε να δούμε με ποια κριτήρια επιλέγουμε
στην ζωή μας και πόσο η ευτυχία μας εξαρτάται και από τους άλλους. Όχι
για να εγκαταλείψουμε την προσπάθεια μετά την απώλεια. Αλλά για να
αναλάβουμε με ταπείνωση τον κόπο να ξαναπροσπαθήσουμε. Ήττα είναι η
παραίτηση. Νόημα δίνει η καινούρια αρχή. Βάζοντας στην παρακαταθήκη της
μνήμης μας την απώλεια, μπορούμε, αν πιστεύουμε αληθινά στο Θεό, να
καταλάβουμε ότι η ψυχή μας έχει ανεξάντλητες δυνάμεις. Γιατί Εκείνος την
τροφοδοτεί με την αγάπη Του και με την χαρά της Ανάστασης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου