Κάποτε, ήταν ένας ασκητής μέσα σ’ ένα σπήλαιο.Προσευχόταν, διάβαζε… ήθελε ν’ αγιάσει. Κάθε μέρα, μετά τον εσπερινό, έβρισκε ένα μήλο, πήγαινε στο κελί του, το’ τρωγε κι έπεφτε και κοιμόταν ως να φέξει.
Την επόμενη μέρα, πήγαινε πάλι μετά τον εσπερινό κι έβρισκε άλλο μήλο. Κι έτσι περνούσε τον καιρό του.
Λέγει μιά μέρα ο Θεός:
Αν έχει πίστη πάνω του, να τον δοκιμάσουμε. Την άλλη νύκτα έγινε ένας γέρος ο Ιησούς Χριστός και πήγε στο κελί του.
- Έχεις λίγο τόπο να μείνω κι εγώ μαζί σου;
- ‘Ε, εκεί που είμαι γω να μείνεις κι εσύ. Κι ο γέρος έμεινε.
Άμα σουρούπωσε, ο ασκητής πήγε να φέρει το μήλο. Παρατηρά… ήσαν δύο τα μήλα. Τα πήρε κι επέστρεψε στο σπήλαιο.
Μοίρασε το ένα κι έφαγαν από μισό και φύλαξε το άλλο.
Ξημέρωσε ο Θεός, έφυγε ο γέρος, ήρθε άγγελος και λαλεί του ασκητή:
- Έ, πως πέρασες εψές;
- Καλά πέρασα, καλά.
- Είχες ξένους;
- Ναι ήρθε ένας ξένος γέρος κι έμεινε μαζί μου.
- Ε, τι φάγατε;
Μοιράσαμε ένα μήλο και φάγαμε.
Γιατί ήταν ένα; Λαλεί του ο άγγελος. ‘Ενα μήλο μόνο ήταν;
Έμεινε κρυφτός, δεν ήξερε τι να πει από την ντροπή του ο ασκητής.
-Λαλεί του τότε ο άγγελος:
-Είπε ο Θεός να παραιτήσεις τούτη την πολιτεία. Δεν αγιάζεις έτσι, άδικα χάνεις τον καιρό σου, διότι δεν έχεις πάνω σου πίστη. Ήταν δύο τα μήλα για να πάρετε από ένα.Γιατί μοίρασες το ένα και φύλαξες το άλλο;
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου