Ένας Κύκνος ολόλευκος σαν πέτρινο άγαλμα
ξεκομμένος απο το κοπάδι του,στα νερά τα ήσυχα μιας λίμνης,
κάθε πρωί,χαράσσοντας κύκλους,περίμενε το άγνωστο κορίτσι
της απέναντι όχθης να έρθει.
Χαρά του είχε γίνει,συνήθεια όμορφη,στην όχθη δίπλα
να την περιμένει.Πρώτα άκουγε το τραγούδι της το σιγανό
κι ύστερα την έβλεπε να ξεπροβαίνει,και τότε,γράφοντας
πιο γρήγορους κύκλους απο κοντά της περνούσε.
Σαν σε μαγνήτη βαθιά το βλέμμα του παγίδευε ,καθώς
την κοίταζε τ'ασπρόρουχα σκυφτή να πλένει,άλλοτε
παλι να γεμίζει τη στάμνα της νερό,κι άλλοτε να
κάθεται στην όχθη σκεφτική,λυπημένη,λέγοντας ενα
τραγούδι μελαγχολικό.Στους Καθρέφτες των ματιών του,
μικρή,μικρούλα,την εικόνα της πολύτιμη έκλεινε,
κι όταν έφευγε,στη μνημη του την ξανάφερνε.
Ήθελε να πλησιάσει,όμως φοβόταν να πάει πιο κοντά.
Χέρια να την αγγίξει δεν είχε,μόνο φτερά,που δεν τον σήκωναν
να πετάξει.Κι αν ήθελε να της μιλήσει δεν είχε ανθρώπινη λαλιά.
Του'μενε μονο να την κοιτάζει ώρες ατέλειωτες απο μακρυά,
σαν μαρμαρωμένος,με την ψυχή του ολάκερη αγκιστρωμένη
στα στρογγυλά του μάτια ν'αστράφτει απο αγάπη βαθιά.
Ενα πρωί δεν φάνηκε,την άλλη μέρα τραγούδι δεν άκουσε,
κι όταν τ'απόγευμα την είδε,ερχόταν δίχως τη στάμνα της
αλλα δεν ήταν μόνη.Ενας άντρας δίπλα της βάδιζε,
το χέρι σφιχτά της κρατούσε.Στην όχθη σταμάτησαν.
Με λαχτάρα στην αγκαλιά του την έκρυψε και τρυφερά
στο πρόσωπο τη φιλουσε.
Ράγισε η καρδιά του Κυκνου καθώς κοίταζε,κι η εικόνα της,
μικρή,μικρούλα,
Να τη φωνάξει
με όλη του τη δύναμη θέλησε,
δίχως το όνομα της να ξέρει.
Μια Μελωδική σπαραχτική κραυγή μονον του βγήκε.
Το νερό της λίμνης ρίγησε.Το κεφάλι του διπλωσε,
μέσα αργά το βύθισε....
Δυο κυνηγοί περνώντας στάθηκαν.
- Το άκουσες το κύκνειο άσμα;
ρώτησε σαστισμένος ο ένας.
Κούνησε απορημένος το κεφάλι ο άλλος.
- Τι; Όχι.Τίποτα δεν άκουσα...
και το δρόμο τους συνέχισαν.
Μαριελλή Σφακιανάκη.
♫ இڿڰۣ-ڰۣ ♫
aeriko
1 σχόλιο:
Ποίημααααα!
Δημοσίευση σχολίου