Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2012

Απάντηση Πειραιώς Σεραφείμ,περί φιλοεκσυγχρονιστικών δημοσιευμάτων


Ὁ πολιός Ἀρχιμανδρίτης π. Δανιήλ Ἀεράκης μέ ἄρθρο του στό περιοδικό πού ἐκδίδει (Μάρτιος 2012 ) καί ὁ ἐμβριθέστατος Καθηγητής κ. Ἀριστείδης Πανώτης μέ τό κείμενό του «Τό πρότυπο τοῦ Ἐπισκόπου κατά τόν μακαριστό φίλο μου Ἐπιφάνιο (Ἑτεοκλῆ) Θεοδωρόπουλο» συνηγοροῦν μετ’ ἐπιτάσεως στήν προσπάθεια φερομένων ἐκσυγχρονιστῶν τῆς ἀμωμήτου ἡμῶν πίστεως καί χρησιμοποιοῦντες πλάγιον λόγον ἀποπειρῶνται νά ἀπομειώσουν τά αὐτονόητα.

Εἰδικώτερα ὁ πρῶτος μέ ἀφορμή ἀσφαλῶς τήν Ἡμερίδα τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Πειραιῶς: «Πατερική Θεολογία καί μεταπατερική αἵρεση» μέ τό γνωστό του «χαριτωμένο» ὕφος ἀποσιωπώντας ἐπιδεικτικά τά σαφέστατα ἐπιχειρήματα ἐγκρίτων καί εἰδικῶν ἀκαδημαϊκῶν θεολόγων κληρικῶν καί λαϊκῶν ἐπιχειρεῖ ἐνασχολούμενος μόνον μέ τήν λέξη «αἵρεση» νά ἀσκήση κριτική στήν οὐσία.


Ἀσφαλῶς δέν ἀγνοεῖ ὁ δόκιμος διδάσκαλος τοῦ θείου λόγου, ὅτι ἡ δημοσίᾳ ἀμφισβήτιση τῶν θεοφόρων ἁγίων Πατέρων τῶν ἀπλανῶς θεολογούντων κατά μετοχήν των στήν ἄκτιστη ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ καί ἡ προβολή θέσεων ὅτι δῆθεν ὁ μετ’ ἐπιφοίτησι τοῦ Παναγίου Πνεύματος διϊστορικός λόγος των χρειάζεται μετασχηματισμό, διόρθωσι ἤ ὑπέρβασι διά τῆς συναφειακῆς θεωρήσεως, τή στιγμή πού ἡ συνείδησι τῆς Ἐκκλησίας διά τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἀλλά καί αἱ Θεοσημεῖαι τοῦ οὐρανοῦ διά τῆς μυροβλυσίας τῶν ἁγίων λειψάνων των, τούς ἔχει ἀνακηρύξει στύλους καί ἑδραιώματα τῆς ἀνά τούς αἰώνας ἀληθείας, δέν ἀποτελεῖ τήν δεινοτέρα αἵρεσι καί μάλιστα κατεγνωσμένη ὑπό τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων;

Εἰς τήν Θεολογική ἡμερίδα τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Πειραιῶς δέν κατεγνώσθησαν νέοι αἱρετικοί ἀλλά ἐνημερώθη ὁ λαός τοῦ Θεοῦ ὑπό εἰδημόνων νά κωφεύση καί νά μήν ἀποδεχθῆ τήν ἀμφισβήτησι τῶν Ἁγίων Θεοφόρων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας πού ἀναποδράστως ὁδηγεῖ στήν ἀποδόμησι καί σχετικοποίησι τῆς ὑγιαινούσης διδσκαλίας (Α΄ Τιμ. 1:10) καί ἀκολούθως στήν ἄρνησι τῆς ἁγιότητος τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ ἀλαθήτου τῶν Οἰκουμενικῶν Αὐτῆς Συνόδων καί τοῦ Παναγίου Πνεύματος τοῦ θεώσαντος διά τῶν ἀκτίστων Αὐτοῦ ἐνεργειῶν τούς θεοφόρους Πατέρας.

Τό μήνυμα τῆς Ἡμερίδος δέν ἦτο ἡ ἔκθεσις προσώπων ὡς αἱρετικῶν ἀλλά ἡ πρόσκλησις πάντων νά θεολογοῦν καί νά πολιτεύωνται «ἑπόμενοι τοῖς Ἁγίοις Πατράσι». Ἄλλωστε ἡ συνείδησις καί ἡ πρᾶξις τῆς Ἐκκλησίας δέν θεωρεῖ αἱρετικούς τούς ἀστοχούντας στήν διατύπωσι θεολογικῶν θέσεων ἀλλά τούς δαιμονικῶς ἐμμένοντας σέ αὐτές.
Ὅσον ἀφορᾶ στόν σεβάσμιο καί ἐγκρατέστατο καθηγητή Ἀριστείδη Πανώτη, πού «ἀναμιμνήσκεται» τοῦ ἀοιδίμου ἀρχιμ. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου γιά νά εἰρηνεύση τήν ἀσφαλῶς διαμαρτυρομένη συνείδησί του γιά τήν ἐμμονή του στό ἀποδεδειγμένα ἀποτυχημένο ἐγχείρημα τῶν δῆθεν εἰρηνοποιῶν μακαριστοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου καί μακαρίτη Πάπα Παύλου τοῦ Στ΄ ἐμφανίζων δίχα ἀποδείξεων τόν ἀκραιφνέστατο τῆς Ὀρθοδοξίας Κανονολόγο καί διαπρύσιο κήρυκα τῆς ἀληθείας Ἐπιφάνιον Θεοδωρόπουλον ὡς θαυμαστή ἑνός μυθιστορηματικοῦ προσώπου τῆς κατεγνωσμένης Παπικῆς αἱρέσεως πού δημιούργησε ἡ ἐξαιρετική γραφίδα τοῦ Β. Οὐγκώ, λές καί δέν γέμει ἡ ἀκαινοτόμητος καί ἀδιαίρετος Ὀρθόδοξος Καθολική Ἐκκλησίας μεγαλειωδῶν μορφῶν καί αἰωνίων προτύπων ἁγιότητος, ὑψίστης ἀνθρωπίνης ποιότητος ὡς ὁ ἱερός τῆς Ζακύνθου ἔφορος καί Προστάτης ἅγιος Διονύσιος ὁ Σιγοῦρος ὁ τιμηθείς ὑπό τοῦ αἰωνίου Θεοῦ διά τῆς ὑψίστης δωρεᾶς τῆς ἀφθαρσίας, ὁ καί συγχωρήσας τόν φονέα τοῦ ἀδελφοῦ του, ἄς μᾶς προσκομίσει ἀπό τό ἀνεξάντλητο ἀρχεῖο του, γραπτό κείμενο τοῦ γερ. Ἐπιφανίου ἐγκωμιαστικό γιά τήν Ρωμαιοκαθολική παρασυναγωγή ἤ φωτογραφικό ὑλικό συμπροσευχῆς του ἤ συναγελασμοῦ του μέ πραγματικούς καί ὄχι φανταστικούς «συναδέλφους» τοῦ λατίνου Ἐπισκόπου Μυριήλ τῶν Ἀθλίων.

Τήν ἀπάντηση στόν ἱστοριοδίφη κ. Ἀ. Πανώτη γιά τό ἄν εἶναι «σεβασμία» ἡ Ρωμαιοκαθολική παρασυναγωγή καί ὄχι Ἐκκλησία, δέν θά τήν δώσουν οἱ «μανιακοί κορύβαντες τῶν ἡμερῶν μας» οὔτε οἱ «ἔξαλλοι φανφαρόνοι τοῦ ἀδιάβαστου ψευτοζηλωτισμοῦ, πού μᾶς διασύρουν στήν οἰκουμένη μέ τούς δικολαβίστικους ἀκροβατισμούς τους», «οὔτε ἡ φθηνή ἀλαζονεία τοῦ ἀβδηριτισμοῦ» (sic) ἀλλά τήν δίδουν δυστυχῶς γι’ αὐτόν μέ ἐξόχως φρικώδη τρόπο ἡ συμπολίτευση καί ἀντιπολίτευση τοῦ κοινοβούλιου τῆς Ὀλλανδίας προσφάτως τοῦ ὁποίου ἀνεξάρτητος ἐπιτροπή γνωμοδότησε γιά 28.000 ἐγκλήματα παιδεραστίας στά τελευταία 60 χρόνια πού διεπράχθησαν ἀπό τούς λειτουργούς τῆς «σεβασμίας Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας» στή χώρα τους, καθώς καί ἡ συμπολίτευσι καί ἀντιπολίτευσι τοῦ Κοινοβουλίου τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἰρλανδίας πού μέ κοινό ψήφισμά τους στό Δουβλίνο καί διά στόματος τοῦ Πρωθυπουργοῦ Ἔντα Κένι διεκήρυξαν κατά δημοσίευση τῆς ἐγκρίτου ἐφημερίδος Gurdian ὅτι ἡ «σεβασμία Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία» συνεκάλυψε ἀναισχύντως χιλιάδες κακουργηματικές πράξεις παιδεραστίας στή χώρα τους καί ὅτι: «δυστυχῶς ἀποκαλύφθηκαν ἡ δυσλειτουργία, ὁ ἐλιτισμός καί ὁ ναρκισσισμός πού κυριαρχοῦν στήν κουλτούρα τοῦ Βατικανοῦ» πού ἔσπευσε νά ἁγιοποιήση τόν μεθοδικῶς ἐπιδοθέντα στήν παγκόσμια συγκάλυψη τῶν κακουργημάτων παιδεραστίας Ἰωάννη Παῦλο τόν Β΄. Τή δίδουν ἀκόμη τά ἀνά τόν κόσμο ἑκατοντάδες χιλιάδες θύματα τῶν «σεβασμίων» Ρωμαιοκαθολικῶν λειτουργῶν.

Ὅσον ἀφορᾶ τέλος στήν δῆθεν θεομαχία καί στήν δῆθεν ἀγνωμοσύνη καί ἐπειδή περί Πατέρων ὁ λόγος τοῦ ἀφιερώνουμε ὡς φιλίστορες καί φιλάγιοι καί ἐμεῖς ὡς ὁ ἴδιος τό συναξάριο τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Ἀθανασίου τοῦ Λιθουανοῦ πού ἑορτάζει τήν 5 Σεπτεμβρίου.

«Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος γεννήθηκε στὴν Βίλνα (σημερινὴ πρωτεύουσα τῆς Λιθουανίας) τῆς Μικρορωσίας τὸ 1596, τὸν ἴδιο χρόνο ποὺ ἔγινε στὸ Μπρὲστ - Λιτὸβσκ ἡ ψευδοένωσις μεταξὺ τῆς Ρώμης καὶ ὡρισμένων Ρώσων ἐπισκόπων. Υἱὸς εὐγενοῦς στὴν καταγωγὴ Λιθουανοῦ, ἀρκετὰ πτωχοῦ παρὰ ταῦτα, ἔλαβε εὐρεῖα καὶ σπάνια μόρφωσι γιὰ τὴν ἐποχή του.
Ἦταν κάτοχος πολλῶν ξένων καὶ ἀρχαίων γλωσσῶν καὶ βαθὺς γνώστης τόσο τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ὅσο καὶ τῶν φιλοσόφων καὶ θεολόγων τῆς Δύσεως.
Γιὰ λίγα χρόνια ὁ ἅγιος ἐργαζόταν ὡς οἰκοδιδάσκαλος, ὥσπου τὸ 1627 ἐκάρη μοναχὸς στὴν μονὴ τοῦ Χουτίν, κοντὰ στὴν Ὄρσα τῆς Μικρορωσίας (σημερ. Λευκορωσία).
Τὸ προπύργιο αὐτὸ τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ ἔμεινε ἀπείρακτο ἀπὸ τὶς πολωνικὲς δυνάμεις κατοχῆς, διεδραμάτισε σπουδαῖο ρόλο στὸ νὰ ἀντισταθῇ ὁ ὀρθόδοξος λαὸς κατὰ τῆς ρωμαιοκαθολικῆς προπαγάνδας. Ἐν συνεχείᾳ ὁ Ἀθανάσιος συμπλήρωσε τὴν μοναχική του κατάρτισι καὶ σὲ ἄλλα ὀνομαστὰ μοναστήρια.
Ὅταν χειροτονήθηκε ἱε ρεύς, ὁ μητροπολίτης Κιέβου Πέτρος Μογίλας (1596-1647) τοῦ ἀνέθεσε τὴν ἀνακαίνισι τῆς μονῆς τοῦ Κουπυάτιτσκ. Μετὰ ἀπὸ θεία ἀποκάλυψι, ἔκανε ἕ να ἐπικίνδυνο ταξίδι στὴν Μόσχα, διασχίζοντας ἐδάφη κατεχόμενα ἀπὸ Πολωνούς, μὲ σκοπὸ νὰ ἐκθέσῃ στὸν τσάρο τὴν κακὴ στάσι τῶν τοπικῶν ἀρ χῶν ἔναντι τῶν ὀρθοδόξων στὶς βορειοδυτικὲς περιοχὲς τῆς Ρωσίας καὶ νὰ ζητήσῃ συνδρο μὴ γιὰ τὴν ἀνακαίνησι τῆς μονῆς του.
Μὲ τὴν βοήθεια τῆς Παναγίας ἐπέτυχε στὴν ἀποστολή του καὶ ἄρχισε τὶς ἐργασίες. Δύο χρόνια ὅμως ἀργότερα ἀναγκάσθηκε νὰ τὶς ἐγκαταλείψῃ, διότι ἐξελέγη ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ ὁσίου Συμε ὼν τοῦ Στυλίτου στὸ Μπρὲστ-Λιτόβσκ.
Ἀπὸ τότε ἀποδύθηκε σὲ νέο καὶ ἀκαταπόνητο ἀγῶνα ἐναντίον τῆς Οὐνίας, τοῦ προσηλυτιστικοῦ αὐτοῦ τρόπου τῶν Λατίνων ποὺ εἶναι συγκεκαλυμμένος μὲ ὀρθόδοξα λειτουργικὰ τυπικὰ καὶ συνήθειες. Ἐπὶ ὀκτὼ χρόνια ὁ ἅγιος μὲ τὴν προσευχή, τὸ κήρυγμα καὶ τὰ συγγράμματά του στηλίτευε καὶ ἀπέρριπτε τὴν ψευδοένωσι τῆς Μπρέστ, ἐπανέφερε δὲ τοὺς πλανηθέντας στὴν ποίμνη τοῦ Χριστοῦ.

Οἱ Πολωνοὶ στρατιῶτες καὶ ἔποικοι βασάνιζαν τοὺς ὀρθοδόξους πληθυσμοὺς τῶν κατεχομένων περιοχῶν μὲ βαρβαρικὴ ὠμότητα, ἀλλὰ καὶ οἱ Ἰησουῖτες ἱεραπόστολοι δὲν ἐδίσταζαν νὰ χρησιμοποιήσουν τὶς πιὸ ἀπάνθρωπες μεθόδους, προκει μένου νὰ στερεώσουν τὴν δική τους πίστι στὴν Μικρορωσία. Ὁ ἅγιος ἀποφάσισε νὰ μεταβῇ στὸν βασιλέα τῆς Πολωνίας Βλαδίσλαο Δ΄(1632-1648), γιὰ νὰ μεσολαβήσῃ, ὥστε οἱ ὀρθόδοξοι νὰ ἔχουν πιὸ ἀνθρώπινη μεταχείρισι.
Ὁ βασιλεὺς κάμφθηκε ἀπὸ τὴν παράκλησί του καὶ μὲ διάταγμα ἔθετε τέρμα σὲ αὐτὲς τὶς καταχρήσεις τῆς ἐξου σίας, ἀλλὰ οἱ δημόσιοι λειτουργοί του δὲν τὸ ἐφήρμοσαν. Στὴν Βαρσοβία ἡ κατάστασις τῶν ὀρθοδόξων ἦταν ἀκόμα χειρότερη.
Σὲ ἑορτάσιμες ἡμέρες οἱ Πολωνοὶ καὶ οἱ οὐνῖτες ἔβαζαν φωτιὰ σὲ ὀρθόδοξες ἐκκλησίες γεμᾶτες πιστούς, ὅπως καὶ ἄλ λοτε κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν μεγάλων διωγμῶν.
Μόνος στὸν ἀγῶνα, μὲ μόνη παρηγοριὰ τὴν Παναγία, ὁ Ἀθανάσιος συνέχισε τὶς προσπάθειές του. Τὸ 1643, ὕστερα ἀπὸ μία νέα θεία ἀποκάλυψι, κατέφυγε γιὰ δεύτερη φορὰ στὸ Συμβούλιο Ἐπικρατείας τῆς Πολωνίας. Ἐνῷ κέρδισε τὴν προστασία τοῦ κράτους ὑπὲρ τοῦ ὀρθοδόξου ποιμνίου του, ὡρισμένοι ὀρθόδοξοι γαιοκτήμονες, φοβούμενοι μήπως ζημιωθοῦν τὰ συμφέροντά τους, διέδωσαν ὅτι ἦταν τρελλὸς καὶ κατόρθωσαν νὰ τοῦ ἀφαιρεθῇ τὸ ἀξίωμα, νὰ καθαιρεθῇ ἀπὸ τὴν ἱερωσύνη καὶ νὰ σταλῇ στὸ Κίεβο γιὰ ἐξέτασι.

Παρὰ τὶς κακόβουλες προσπάθειές τους ὁ ἅγιος δικαιώθηκε καὶ ἐπέστρεψε ὡς ἡγούμενος στὸ μοναστήρι του, ἀλλὰ δὲν ἔμεινε ἥσυχος γιὰ πολύ• σύντομα ξανάρχισαν οἱ διωγμοὶ κατὰ τῶν ὀρθοδόξων.
Ἐνῶ ἑτοίμαζε μία ἀναφορὰ πρὸς τὸν βασιλέα τῆς Πολωνίας, συνελήφθη καὶ φυλακίσθηκε προτοῦ τὴν ὁλοκληρώση. Ἀφέθηκε ἐλεύθερος ὕστερα ἀπὸ τρία χρόνια, ἀλλὰ τὸ 1648 ὁ διωγμὸς συνεχίσθηκε σφοδρότερος. Ἦταν τόσο αἱματηρός, ὥστε ὁ λαὸς τῆς Μικρορωσίας ἐξεγέρθηκε καὶ ἀπαίτησε τὴν ἀποχώρησι τῶν πολωνολιθουανικῶν δυνάμεων καὶ τὴν ἀπόδοσι τῶν ρωσικῶν ἐδαφῶν στὸν τσάρο.
Οἱ πολωνικὲς ἀρχὲς συνέλαβαν ἀμέσως τοὺς ἀρχηγοὺς τοῦ κινήματος καὶ τοὺς ἐπιφανεστέρους ἐκκλησιαστικοὺς ἡγέτες.
Ὁ Ἀθανάσιος φυλακίσθηκε καί, παρὰ τὶς παντὸς εἴδους σωματικὲς καὶ ἠθικὲς κακώσεις ποὺ ὑπέστη, τόσο ἐκ μέρους τῶν δεσμοφυλάκων, ὅσο καὶ τῶν καθολικῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀρχῶν, συνέχισε νὰ ἐλέγχῃ τοὺς ἑνωτικοὺς καὶ νὰ ἀναθεματίζῃ τὴν ἕνωσι. Τὸν βασάνισαν βάζοντας στὸ σῶμα του ἀναμμένα κάρβουνα, τὸν ἔγδαραν καὶ τὸν ἔκαψαν ζωντανό. Ἐπειδὴ ἀκόμη ἀνέπνεε, τὸν τουφέκισαν, νεκρὸ τὸν ἀπο κεφάλισαν καὶ ἔρριξαν τὸ σῶμα του σὲ ἕνα λάκκο. Τὸ τίμιο λείψανό του βρέθηκε ἀργότερα ἄφθαρτο, εὐωδιάζον καὶ μέχρι σήμερα ἐπιτελεῖ θαύματα.
Ταῖς αὐτοῦ πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.

(Ἀπὸ τὸν Νέο Συναξαριστὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ ἱερομ. Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, τόμ. Α΄ Σεπτέμβριος, ἐκδ. Ἴνδικτος 2001, σσ. 62-64)


Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ


πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια: