Από την Αλκμήνη Ψιλοπούλου
Κλάψαμε για τις καταστροφές και τις λεηλασίες στο κέντρο της Αθήνας. Κλάψαμε για τα νεοκλασσικά που έγιναν παρανάλωμα του πυρός, την ιστορία των οποίων ουδέποτε είχαμε ακούσει μέχρι να καούν. Διάφοροι γνωστοί διανοούμενοι-, Δοξιάδης, Τσούκαλης κ.α.-πήγαν έξω από το καμένο σινεμά με κεράκια, ένας από αυτούς μάλιστα είπε «ντρέπομαι που είμαι έλληνας». Αν αυτός ο κύριος ντρέπεται που είναι έλληνας, να πάει να ζήσει στο εξωτερικό, όπου όλα αυτά τα φυτά εσωτερικού χώρου ευδοκιμούν. Ένα μεγάλο μέρος του κλάμπ της καλής διανοουμενέ κοινωνίας κλαίει και οδύρεται που χάσαμε τα νεοκλασσικά μας από τους βανδάλους. Όμως τόσα χρόνια δεν τους άκουσα να λένε μία κουβέντα για την κατεδάφιση και την τσιμεντοποίηση ιστορικών κτηρίων όπως η Κολούμπια, για την ερήμωση και την εγκατάλειψη πολλών νεοκλασσικών σπιτιών σε ιστορικές γειτονιές της Αθήνας, όπως στα Εξάρχεια, για τις ιστορικές εργατικές κατοικίες της Λεωφ. Αλεξάνδρας που χάσκουν τόσα χρόνια ερειπωμένες στα αζήτητα-αφού το κράτος έδιωξε και τους κατοίκους που κάπως τις κρατούσαν ζωντανές.
Κλάψαμε επίσης για τη Γουίτνευ Χιούστον που πέθανε νεοτάτη και ωραιοτάτη από τα βαρβιτουρικά, ο θάνατος της οποίας προκάλεσε παγκόσμια συγκίνηση και αφιερώματα σε όλα τα μήντια, και ιδιαίτερα στα δικά μας.
Την Κυριακή έγινε μια από τις μεγαλύτερες λαϊκές συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας μεταπολεμικά, αν όχι η μεγαλύτερη. Αν δεν άρχιζαν από νωρίς το νταβαντούρι, και μάλιστα χωρίς να προκληθούν ούτε από κουκουλοφόρους ούτε από κανέναν, θα είχε μαζευτεί ένα εκατομμύριο κόσμος. Μάλλον γι αυτό έσπευσαν, γιατί μετά δεν θα μπορούσαν να κάνουν τίποτα. Και, όχι τυχαία, το νταβαντούρι άρχισε μόλις έκαναν την εμφάνισή τους ο Μίκης και ο Γλέζος. Ο Γλέζος λιποθύμησε και τον πήγαν στο νοσοκομείο της Βουλής, ο Μίκης ημιλυπόθυμος και υποβασταζόμενος έστειλε από τις κάμερες το δικό του μήνυμα. «Νικήσαμε και τις δύο φορές και θα νικήσουμε και την τρίτη».
Την Κυριακή, πάνω από 160 πολίτες τραυματίστηκαν, πολλοί εγκλωβίστηκαν και μυριάδες έκλαψαν και πνίγηκαν από τα δακρυγόνα και τις φωτιές.
Από την επόμενη μέρα της «ελληνικής δημοκρατίας της ντροπής», οι νέοι θα πιάνουν δουλειά με 200 ευρώ αν είναι τυχεροί και βρουν δουλειά, οι μεγαλύτεροι θα απολύονται χωρίς αποζημίωση, οι μισθοί θα γίνουν σαν της Κίνας, οι εργοδότες θα κάνουν ό,τι γουστάρουν χωρίς κανένας να μπορεί να πάει κάπου να βρει το δίκιο του, η εργασία έτσι όπως την ξέραμε μέχρι σήμερα, η αξιοπρεπής δουλειά για μια αξιοπρεπή ζωή έχει τελειώσει, οι συνταξιούχοι θα πεθάνουν άστεγοι, πεινασμένοι και φτωχοί, άνθρωποι χάνουν τις δουλειές τους, τα σπίτια τους, εμπορικά καταστήματα βάζουν λουκέτο, τηλεοπτικοί σταθμοί πετάνε στο δρόμο χωρίς ένα ευρώ δημοσιογράφους και εργαζόμενους, ολόκληρη η Ελλάδα θα ξεπουληθεί, όλα ακριβαίνουν, τα ράφια θα είναι γεμάτα αλλά κανένας δεν θα μπορεί να ψωνίσει τίποτα, τα συσσίτια κάνουν παρέλαση, οι άστεγοι σαπίζουν στις γωνιές των δρόμων, τα χαράτσια σκοτώνουν.
Όμως όλοι κλαίμε πικρά για τα νεοκλασσικά που κάηκαν και που με την ευκαιρία τα τιμούμε, και για τη Γουίτνευ Χιούστον.
Ποιος άραγε θα κλάψει για μας; Πάντως όχι τα φυτά εσωτερικού χώρου, με τα κεράκια μπροστά στο σινεμά …
Ούτε και τα φυτά εσωτερικού χώρου της Βουλής, που, άβουλα, ατενίζουν την καμένη πόλη και τον καμένο λαό.
Τα φυτά εσωτερικού χώρου δεν έχουν αισθήσεις. Με απλανή και φοβισμένα μάτια κοιτάζουν έξω το μεγάλο δάσος του λαού να καίγεται. Μόνο εκεί, μέσα στη βουλή, στα μέγαρα, στα μεγαλοπρεπή γραφεία, μπορούν να ζήσουν. Μπορούν να ζήσουν και μέσα στα παραθυράκια της τηλεοθόνης που δείχνει το δάσος έξω να καίγεται. Όμως κάποια στιγμή δεν θα υπάρχει κανείς να τα ταίζει και να τα ποτίζει. Μοιραία, θα πεθάνουν.
Αντίθετα, το μεγάλο δάσος, μετά τη φωτιά, αναζωογονείται και γίνεται πιο εύρωστο και δυνατό.
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου