Ήταν ένας παπαγάλος που τον λέγανε Παρλαπίπα. Ο Παρλαπίπας, ήταν πολύ μορφωμένος παπαγάλος, γιατί εκτός από τη γλώσσα των παπαγάλων, είχε μάθει κι άλλες ξένες γλώσσες γιατί του άρεσε να μαθαίνει. Πρώτα έμαθε τη γλώσσα των ανθρώπων για να συνεννοείται με τ’ αφεντικά του, ύστερα έμαθε τη γλώσσα των γατιών, για να μιλάει με τη γάτα του σπιτιού και τέλος, έμαθε τη γλώσσα των σκυλιών, αν και δεν είχαν σκύλο στο σπίτι που έμενε, γιατί του άρεσε. Ζούσε σε μια πολυκατοικία, στο ισόγειο, και όλα τα πρωινά που έμενε μόνος του στο σπίτι, τον είχαν φέρει κοντά στο παράθυρο για να βλέπει έξω και χαζεύοντας τον κόσμο που περνούσε, να μην βαριέται. Κι έτσι, μια μέρα του φάνηκε πολύ χρήσιμο που είχε μάθει τη γλώσσα την σκυλιών.
Εκεί που χάζευε από το μισάνοιχτο παράθυρο, που δεν το είχαν κλείσει γιατί έκανε ζέστη, είδε ένα μεγαλόσωμο σκυλί να περνάει απ’ έξω. «Α, να μια καλή ευκαιρία για να δω αν μιλάω καλά τα σκυλίσια», σκέφτηκε, κι αμέσως, χτύπησε με το ράμφος του το τζάμι φωνάζοντας: «Ε, σκυλάκι, πού πας;» Το σκυλί σταμάτησε και κοίταξε γύρω του παραξενεμένο, γιατί δεν έβλεπε κανένα άλλο σκυλί να φωνάζει. Κούνησε με απορία το κεφάλι του κι έκανε να φύγει. «Ε, σκυλάκι, μη φεύγεις, εγώ σου μιλάω, ο παπαγάλος, εδώ στο παράθυρο». Το σκυλί κοίταξε παραξενεμένα τον παπαγάλο στο παράθυρο και του ‘πε: «Μπα. Και πώς γίνεται και μιλάς στη γλώσσα μου»; «Α, ξέρω πολλές γλώσσες. Μιλάω με τους ανθρώπους, με τις γάτες και με τα σκυλιά και τ΄ όνειρό μου είναι να μάθω να μιλάω με τα λιοντάρια, αλλά όλοι λένε ότι είναι άχρηστο γιατί δεν έχει λιοντάρια εδώ γύρω». «Τι λες παιδάκι μου! Εσύ είσαι φοβερός παπαγάλος! Και πώς σε λένε;» είπε το σκυλί με θαυμασμό. «Με λένε Παρλαπίπα, κι εσένα»; «Γαβγούλα», απάντησε το σκυλί. «Α, κορίτσι είσαι», είπε ο Παρλαπίπας». «Ναι, κορίτσι», απάντησε η Γαβγούλα. «Και πώς βρέθηκες στη γειτονιά;» ξαναρώτησε ο Παρλαπίπας. «Αααχ…» αναστέναξε εκείνη. «Εμένα που με βλέπεις, ζούσα σε ένα πολύ ωραίο μεγάλο σπίτι με πολλά δωμάτια και τ’ αφεντικά μου φαίνεται ότι είχαν πολλά λεφτά γιατί είχαν τέσσερα αυτοκίνητα, δύο ο καθένας για να κυκλοφορούν και τις μονές μέρες και τις ζυγές. Είχαν από τρία κινητά τηλέφωνα ο καθένας για την περίπτωση που θα τέλειωνε η μπαταρία σε κάποιο να έχουν το άλλο, γιατί μιλάγανε πολύ. Είχανε τέσσερις τηλεοράσεις για να μην χάνουν αυτό που βλέπανε όταν άλλαζαν δωμάτιο κι άλλα πολλά. Αφού και για μένα είχαν εφτά λουριά, με εφτά διαφορετικά χρώματα, για ένα έχω άλλο χρώμα λουρί κάθε μέρα!
Αλλά φαίνεται πως έκαναν πολλές σπατάλες – και αυτοί και όλοι σ’ αυτή τη χώρα – γιατί μια μέρα, είδα και στις τέσσερις τηλεοράσεις έναν πολύ χοντρό κύριο, που έλεγε: “Δεν έχουμε πια λεφτά. Όλοι μαζί τα φάγαμε…”. Κι έτσι, τ’ αφεντικά μου, που μείνανε και τα δύο χωρίς δουλειά, άρχισαν να πουλάνε τα πράγματά τους κι έφτασαν να τρώνε μια φορά την ημέρα! Και στο τέλος, μου είπαν: “Γαβγούλα, εδώ δεν έχουμε να φάμε εμείς, δεν μπορούμε πια να ταΐζουμε κι εσένα. Πρέπει να φύγεις και να πας να βρεις τη τύχη σου”. Έτσι, από τη μια στιγμή στην άλλη, βρέθηκα στους δρόμους. Βέβαια, εμείς τα σκυλιά, μένουμε συχνά άστεγα και μάλιστα πολλά από μας κι από την ώρα που θα γεννηθούμε, γιατί οι άνθρωποι δεν μας σκέφτονται και μας πετάνε στο δρόμο, αλλά εγώ δεν έχω συνηθίσει να είμαι συνέχεια στο δρόμο κι έχω να φάω και δυο μέρες», είπε η Γαβγούλα, τελειώνοντας την ιστορία της. «Τι λες Γαβγούλα μου», είπε στενοχωρημένος ο Παρλαπίπας, «έχεις να φας δυο μέρες! Πω, πω… Λοιπόν. Έλα. Θα σου κάνω το τραπέζι. Σ’ αρέσουν τα μακαρόνια»; «Και βέβαια, μ’ αρέσουν», απάντησε η Γαβγούλα. «Η αφεντικίνα μου», είπε ο Παρλαπίπας, «πριν φύγει έφτιαξε μακαρονάδα για το μεσημέρι κι είναι ακόμα ζεστά μέσα στον τέντζερη. Έλα, πήδα μέσα από το παράθυρο και πάμε στην κουζίνα να φάμε». Κι η Γαβγούλα, δίνει μια και βρέθηκε μέσα στο σαλόνι του σπιτιού. Αμέσως, ο Παρλαπίπας πέταξε για τη κουζίνα και πήγε και κάθισε δίπλα στον τέντζερη με τη μακαρονάδα, ενώ η Γαβγούλα έτρεξε πίσω του. Εκεί, όμως, κατάλαβαν, ότι η Γαβγούλα δεν χώραγε ν’ ανέβει κι αυτή στην κουζίνα και να φάει από τον τέντζερη γιατί ήταν μεγάλο σκυλί.
«Μη σε νοιάζει», της είπε ο Παρλαπίπας, «θα σε ταΐσω εγώ» Και πραγματικά, ο Παρλαπίπας τσίμπαγε τα μακαρόνια με το ράμφος του, και τα έριχνε μέσα στο στόμα της Γαβγούλας που στεκόταν δίπλα στην ηλεκτρική κουζίνα. Κι από τότε η Γαβγούλα και ο Παρλαπίπας, γίνανε δυο καλοί φίλοι και βλέπονταν κάθε μέρα.
Π.
πηγή
Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2012
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου